Όσοι είχαν την τύχη να βρεθούν στο Καστελλόριζο στις 29 Μαρτίου 2006 βίωσαν μία ανεπανάληπτη εμπειρία, την ολική έκλειψη του ήλιου – ένα από τα θεαματικότερα φαινόμενα της φύσης. Όλ ες οι αισθήσεις συμμετείχαν στις μοναδικές στιγμές που διήρκεσαν δύο περίπου λεπτά. Καθώς ο ήλιος προχωρούσε προς την προγραμματισμένη του συνάντηση με τη σελήνη, τα πάντα γύρω μάγευαν, οι συνεχείς αλλαγές στις αποχρώσεις της θάλασσσας, η έντονη ανησυχία των ζώων, η απότομη πτώση της θερμοκρασίας, τ’ αστέρια στον ουρανό μέρα μεσημέρι.

Αν στον απλό παρατηρητή η ολική έκλειψη χάρισε απερίγραπτες εκστατικές στιγμές που θα παραμείνουν χαραγμένες στη μνήμη του για ατο υπόλοιπο της ζωής του, στους ειδικούς επιστήμονες πρόσφερε κάτι ακόμη πιο πολύτιμο – τη μοναδική ευκαιρία να μελετήσουν τις επιπτώσεις του φαινομένου σε όλο το φάσμα της ατμόσφαιρας της γης, καθώς και στα έμβια όντα, τόσο στο έδαφος, όσο και κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας.

Η επόμενη ολική έκλειψη που θα είναι ορατή από την Ελλάδα θα γίνει το 2088!!. Γι’ αυτό οι επιστήμονες όφειλαν να είναι πάρα πολύ καλά προετοιμασμένοι. Και ήταν. Ένα άρτια οργανωμένο και συντονισμένο διεπιστημονικό πείραμα πραγματοποιήθηκε από το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών, το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο,το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, το Πανεπισήμιο Κρήτης, Το Ελληνικό Κέντρο Θαλασίων Ερευνών (ΕΛ.ΚΕ.Θ.Ε.), το Πανεπιστήμιο Μάντσεστερ της Μ. Βρετανίας, το Πανεπιστήμιο του Ίνσμπουργκ της Αυστρίας και το Ινστιτούτο Φυσικής Ατμόσφαιρας DLR της Γερμανίας.. Ο ακαδημαϊκός και πρόεδρος του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών κ. Χρήστος Ζερεφός ήταν επικεφαλής του συνδυαστικού πειράματος, του πρώτου σε παγκόσμιο επίπεδο που επιχείρησε να μελετήσει τις επιπτώσεις μιας ολικής έκλειψης στο σύνολο της ατμόσφαιρας, αλλά και της βιόσφαιρας συμπεριλαμβανομένης και της υδρόσφαιρας.

Εκτός από το Καστελλόριζο, που η κάλυψη του ηλιακού δίσκου ήταν πλήρης, οι επιστήμονες συνέλεξαν δεδομένα και από την Κρήτη (κάλυψη 96%), την Αθήνα (κάλυψη 84%) και τη Θεσσαλονίκη (κάλυψη 75%).  Η ευκαιρία ήταν μοναδική για τη μελέτη, όχι μόνο επειδή  η δυνατότητα να σκοτεινιάσει και να φωτισεί απότομα σβήνοντας και ανάβοντας το φως του ήλιου, όπως εμείς κλείνουμε και ανάβουμε με το διακόπτη το ηλεκτρικό φως σ’ένα δωμάτιο, δεν δίνεται συχνά στους ερευνητές, αλλά και γιατί οι συνθήκες ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκές. Την περίοδο των μετρήσεων δεν συντελέστηκε στον ήλιο ή στο διάστημα κανένα άλλο σημαντικό φαινόμενο, το οποίο θα μπορούσε να τις επηρεάσει, και έτσι οι επιστήμονς είχαν τη δυνατότητα να ελ΄ξουν διάφορους μηχανισμούς στην ατμόσφαιρα και να επαληθεύσουν όσα γνώριζαν για αυτούς. Τα συμπεράσματα των ερευνητών δημοσιεύτηκαν σε ειδικό τεύχος του διεθνούς κύρους επιστημονικού περιοδικού “Atmospheric Chemistry and Physics“, καθώς και σε άλλα έγκριτα διεθνή επιστημονικά έντυπα.

Υπάρχουν ορισμένα είδη του ζωικού βασιλείου, καθώς και από τον κόσμο των μικροοργανισμών, που είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα σε μικρές αλλαγές του περιβάλλοντός τους. Αυτά τα είδη χρησιμεύουν ως δείκτες διαφόρων παραμέτρων του οικοσυστήματος και των διακυμάνσεων του κλίματος. Οι επιστήμονες είναι δυνατόν να επισημάνουν την αύξηση των ρύπων παρακολουθώντας τη φυσιολογία, τη βιοχημεία, τη συμπεριφορά και τη μορφολογία τους.

Μόλις το φως του ήλιου άρχισε να χάνεται, οι θαλάσσιοι μικροοργανισμοί, και συγκεκριμένα το μίκρο και μέσο-ζωοπλαγκτόν, άρχισαν να ανεβαίνουν προς την επιφάνεια της θάλασσας. Αμέσως μετά την ολοκλήρωση του φαινομένου ξαναβυθίστηκαν. Μια αντίστοιχη κάθετη μετακίνηση ενδέχεται να συντελεστεί και στην περίπτωση κατά την οποία το φως του ήλιου “σκοτεινιάσει” ως ένα βαθμό και από κάποια άλλα αίτια – αν για παράδειγμα αυξηθούν οι ρύποι στην ατμόσφαιρα – μειώνοντας την ακτινοβολία που φθάνει ως την επιφάνεια της θάλασσας. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να προκαλέσει αλυσιδωτές μεταβολές στην κατανομή του πλαγκτού και στη λειτουργία του θαλάσσιου οικοσυστήματος διαταράσσοντας την τροφική αλυσίδα με αρνητικές συνέπειες για πολλά είδη ψαριών και άλλων θαλάσσιων οργανισμών.

Τα φυτά ξεγελάστηκαν και άρχισαν να λειτουργούν σαν να ήταν νύχτα μειώνοντας την ταχύτητα της φωτοσυνθετικής τους λειτουργίας. Ενδιαφέρον παρουσίασε το γεγονός ότι τα φυτά δεν έκλεισαν τα στομάτιά τους, τους πόρους που βρίσκονται στην επιδερμίδα των φύλλων.  Τα στομάτια παίζουν καθοριστικό ρόλο στη διαδικασία της φωτοσύνθεσης εξασφαλίζοντας την απαραίτητη ανταλλαγή αερίων. Οι επιστήμονες συμπέραναν ότι οι μεταβολές στη φωτοσύνθεση οφείλονταν σε άλλους ενδογενείς παράγοντες. Η έκλειψη δεν επηρέασε στον ίδιο βαθμό όλα τα φυτά.Πιο ευαίσθητα αποδείχτηκαν τα κουκιά, η βρώμη και το λαθούρι.

Ένας μύθος που καταρρίφθηκε ήταν αυτός του “εκλειπτικού ανέμου”. Αν και επί χρόνια επικρατούσε η αντίληψη ότι ο άνεμος δυναμώνει καθώς η σκιά της σελήνης καλύπτει σιγά-σιγά τον ήλιο, τα όργανα των ερευνητών δεν διαπίστωσαν καμιά μεταβολή στην ένταση του ανέμου. Η μαρτυρία του “εκλειπτικού ανέμου” ίσως να αποτελεί τελικά μια υποκειμενική αίσθηση των παρατηρητών, η οποία δημιουργείται από το συνδυασμό της πτώσης της θερμοκρασίας και της συγκινησιακής φόρτισης της στιγμής.

Στην ιονόσφαιρα (ύψος 140-220 χλμ), η οποία είναι σημαντιή για τις τηλεπικοινωνίες, γιατί τα ιόντα (φορτισμένα σωματίδια) της ατμόσφαιρας αντανακλούν ραδιοφωνικά κύματα βοηθώντας τα να μεταδοθούν σε μεγάλες αποστάσεις πάνω στη γη, καταγράφτηκαν διαταραχές στις διαδικασίες ιοντισμού, αλλαγές στη συγκέντρωση των ηλεκτρονίων και μείωση του συνολικού ηλεκτρονικού φορτίου.

Ένα άλλο αποτέλεσμα της απότομης μεταβολής του φωτός ήταν η μείωση της ρύπανσης, η οποία ήταν πιο έντονη στα μεγάλα αστικά κέντρα (Αθήνα, Θεσσαλονίκη) σε σχέση με το Καστελλόριζο και την Κρήτη. Στην ατμόσφαιρα γίνονται ασταμάτητα αντιδράσεις, στις οποίες συμμετέχουν διάφορα αέρια και ελεύθερες ρίζες. Κάποιες αντιδράσεις ευνοούνται από ορισμένες ακτινοβολίες που εκπέμπονται από τον ήλιο και άλλες όχι.