Λογοτεχνικές απόπειρες

TIRA MI SU

H A., τριτοετής φοιτήτρια της Γερμανικής φιλολογίας, καθάριζε την κουζίνα μετά το γεύμα με κάποιους φίλους, όταν είδε στο πάγκο μία τεράστια κατσαρίδα να την κοιτά ακίνητη, σα τυφλωμένη από το μεσημεριάτικο φως.

Η Α. ήταν ζωόφιλη και περίπου χορτοφάγος. Κατά καιρούς είχε σκύλους, γάτες, χρυσόψαρα – αλλά μία κατσαρίδα… που – τι είναι αυτό; Ένα κακόηχο σφύριγμα, από κάποια βάθη, απ’ όπου διέκρινες κάποιες λέξεις :

«Αχ, Θεέ μου, πόσο κουρασμένος νοιώθω!! Ο επιστάτης, οι νοικάρηδες, ξένοι στο ίδιο μου το σπίτι, ο ίδιος ο πατέρας μου  προσπάθησε να με σκοτώσει – με μήλα!- ακόμη και η μητέρα μου και η αδελφή μου έχουν κουραστεί πια από αυτή την κατάσταση!»

Η Α. στάθηκε να εκτιμήσει την κατάσταση. Γνωρίζοντας ότι καμία δυστυχία δεν είναι ανθεκτική σε ένα καλό γεύμα, και ότι, εν πάσει περιπτώσει, η θέση μιας κατσαρίδας δεν είναι επ’ ουδενί πάνω σε ένα πάγκο κουζίνας, προσπάθησε να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων – ή μάλλον να καταδυθεί στα βάθη του πόνου μιας κατσαρίδας και δη λογοτεχνικής, οπότε, παίρνοντας ένα κομμάτι χαρτί κουζίνας, έβαλε επάνω ό,τι έμεινε από ένα γεύμα που είχαν λατρέψει πριν λίγη ώρα οι φίλοι της και το αγόρι της: ένα ρεβυθοκεφτέ, λίγη γαριδομακαρονάδα με τυρί φέτα και σάλτσα με τζίντζερ σβησμένη με ούζο, σαλάτα ταμπουλέ, και κάλεσε τον Γκρέγκορ να κατεβεί και να πάρει μία γεύση μεσογειακής κουζίνας. Πρόσθεσε δε, πώς είχε το απόλυτο παυσίλυπο: κρασί μοσχάτο λευκό στο ψυγείο, και καλό θα ήταν τέλος πάντων να αφήσει κατά μέρος αυτή τη βορειοευρωπαϊκή μελαγχολία, εφόσον έκανε τόσο κόπο να έρθει μέχρι εδώ. Μάλιστα, αν ήθελε να της πει μερικά παραπάνω πράγματα για το Δημιουργό του – όχι το Θεό – τον Αλλον, που τόσο την απασχολούσε στις εξετάσεις της, ευχαρίστως θα του έκανε παρέα με λίγο κρασί, διευκρινίζοντας δε, ότι μόνο αλκοολική δεν θα τη χαρακτήριζε κανείς, απλώς έμαθε να εκτιμά τις σωστές γεύσεις.

«Αχ!» έκανε ο Γκρέγκορ με κάτι σα λυγμό στη φωνή του. «Ποιος μπορεί να μιλήσει για σωστές γεύσεις σε κάποιον σαν κι εμένα! Ολη η τάξη του κόσμου έχει αναποδογυρίσει : από την τροφή μέχρι τους δεσμούς που με έδεναν με την ίδια μου την οικογένεια! Οι γεύσεις δεν αποτελούν εξαίρεση».

Απτόητη η Α., έβαλε μπροστά του το αποτυχημένο τιραμισού που είχε φτιάξει ο φίλος της για να της αποδείξει τις ζαχαροπλαστικές του ικανότητες και έμοιαζε μάλλον με χυλό. Πρόλαβε να δεί τον Γκρέγκορ να κάνει μία απολαυστική βουτιά σ’ εκείνο το ρευστό πράγμα, που  κατά λάθος δεν έγινε αφράτη κρέμα, πριν εξαφανιστεί οριστικά από τα έκπληκτα μάτια της.

———————————————————————————————————

Η ΔΙΚΙΑ ΜΟΥ ΑΣΤΕΡΩ

Χτες το απόγευμα ο μικρός μου γιος με την παρέα του μπήκαν φουριόζοι στο σπίτι με ένα χαρτόκουτο και φωνές ανάκατες.

-Μπαμπά, η Σοφία θα πάρει το καφετί και ο Κωνσταντίνος ξέρει κάποιον που θα πάρει το αδελφάκι του, γιατί έχει ήδη σκύλο, να πάρουμε κι εμείς αυτό το άσπρο με τα μαύρα μπαλώματα; Τα βρήκαμε δίπλα στο σκουπιδοντενεκέ.

Πήρα το κουταβάκι. Μύριζε εξεταστικά τα χέρια μου μη θυμίζουν μαστό μητρικό. Θηλυκό, η Αστέρω, αταξινόμητη ως ράτσα, έτρεχε πίσω μου όταν πήγαινα στο σχολείο, με περίμενε και γυρίζαμε μαζί παίζοντας και κουτρουβαλώντας, κουτάβια ολόιδια και οι δύο.

Η μάνα μου αγαπούσε τα ζώα, πάντα έτρεφε γάτες, μα του πατέρα μου σκυλιά-γατιά δεν του λέγανε τίποτα, τ’ ανεχότανε μόνο για χατίρι δικό μου και της μάνας μου.

Η Αστέρω όμως έστεκε πιο πάνω από γατιά – σκυλιά. Είχε τον τρόπο της να μπαίνει στους καβγάδες μου με τα άλλα παιδιά, γαβγίζοντας και σπρώχνοντας τον άλλον με το μουσούδι της, σαν να τούλεγε «ούστ, βρέ, κοπρόμαγκα!»

Μέχρι που άρχισαν να εξαφανίζονται τα κοτόπουλα του κυρ Σταύρου. Και να εμφανίζονται πούπουλα και απομεινάρια στην αυλή μας, αθύρματα για το κοπάδι των γατιών.

-Κυρά –Φωτεινή, να δέσεις τη σκύλα σου, μούχει ρημάξει τα κοτόπουλα, έγκυα είναι, δεν τη βλέπεις;

Η Αστέρω δέθηκε, αλλά ως σκύλα αταξινόμητη, άναρχη και συντρόφισσά μου πιστή, σήκωνε τον κόσμο στο πόδι σαν μ΄έβλεπε να φεύγω μόνος. Γλώσσα δεν έβαζε μέσα της. Η τάξη του κόσμου μου διασαλεύτηκε . Κρυφά, άρχισα να τη λύνω για να έρχεται μαζί μου στο σχολείο και να γυρίζουμε μαζί σαν πρώτα. Μόνο που δεν έμπαινε μαζί μου στην αυλή. Εξαφανιζόταν και γύριζε το πρωί να πάμε πάλι μαζί για γράμματα  και θάματα- θύματα ωοτόκα και φτερωτά.

Πήγε έτσι δύο μήνες; Τρεις;

-Θα το σκοτώσω το παλιόσκυλο,  δεν έχω μούτρα να βγώ, ο πατέρας μου άστραφτε και βροντούσε, ενώ εγώ καρδιοχτυπούσα για χατίρι της, τον παραφύλαγα μη κρατήσει το λόγο του – που τον κράτησε και του το κράτησα κι εγώ ισοβίως.

Κυριακή χαράματα, αλλά εγώ ελαφρόυπνος, παραμόνευα τα χαρχαλέματα στην κουζίνα. Ο πατέρας λάδωνε το δίκαννο του παππού.

-Μη σε πάρει είδηση το παιδί, η μάνα μου.

Για πότε ντύθηκα και ξεγλίστρησα έξω, να διώξω την Αστέρω που ερχόταν και τις Κυριακές – τόση αγάπη πια για το σχολείο!

Η σβέλτη άσπρη σιλουέτα με τα μαύρα μπαλώματα φάνηκε στη γωνία. Πρόλαβα να φωνάξω : «Φύγε, φύγε Αστέρω!!!» και να πεταχτώ μπροστά, ταυτόχρονα με το μπάμ!

Η μάνα μου έμπηξε φωνή, ο πατέρας έριξε μια βλαστήμια, αλλά η Αστέρω κοίτονταν στο δρόμο μας μπροστά, μες στα αίματα.

Μόνος μου την έθαψα την Αστέρω μου, και δεν αξίωσα κουβέντα στους γονιούς μου που με παρακολουθούσαν βουβοί. Για βδομάδες δεν μιλούσα, ούτε κι όταν είδα από την παρατημένη ξυλαποθήκη της γωνίας να προβάλλουν κάτι μικρά ασπρόμαυρα κουταβάκια και πήγαινα και τα τάιζα μέχρι που εξαφανίστηκαν κι αυτά – από το χέρι κανενός κυρ Σταύρου ή άλλου γείτονα που φοβήθηκε το στοιχειό που τρώει κότες;

Εφερα λίγο γάλα με ψωμί στο κουταβάκι. « Αστέρω» ψιθύρισα, ενώ ο γιος μου πανηγύριζε.