Μετά λόγου γνώσης και παρρησίας ο Αντώνης Γιάγκος Γράφει

Antonis Giagkos: Eikastika

Μια σελίδα μου  με έργα τέχνης, όπως κι όλες οι άλλες , άλλωστε, που έχω!

Κατά κανόνα, σε όλα τα ιστολόγια που διατηρώ και τις ιστοσελίδες μου, εκθέτω τα έργα μου! Καμιά φορά γράφω και κανένα θέμα , επίκαιρο ή όχι, που τράβηξε την προσοχή μου και γέννησε την ανάγκη για έκφραση, πληροφόρηση ή διαμαρτυρία.

Πιο πολύ, όμως, προβάλλω τους πίνακές μου. Έργα ζωγραφικής  που δημιούργησα κατά καιρούς.

Δεν τα πουλώ! Δηλαδή, ο σκοπός μου δεν είναι να τα πουλήσω μέσα από το διαδίκτυο. Απλώς τα …δείχνω! Μου αρέσει να τα μοιράζομαι με τους επισκέπτες των σελίδων μου. Πουλώ, όταν κάνω εκθέσεις και τότε επιλεγμένα, μόνο  σε φίλους και φιλότεχνους, που ξέρω πως αγοράζουν  τα έργα μου επειδή τους άρεσαν. Δεν μου αρέσει να τα πάρουν από υποχρέωση, ούτε επειδή τους έπεισα με το εμπορικό μου δαιμόνιο.  Με άλλα λόγια δεν κάνω εμπόριο πινάκων κι έργων τέχνης. Ζωγραφίζω και δημιουργώ καλλιτεχνικά επειδή μου αρέσει κι αισθάνομαι απέραντη ευχαρίστηση κάθε φορά που ολοκληρώνω ένα έργο.

Μάθημα στην Αρχαιότητα. Τοιχογραφία στο 25ο Δημ.Σχολείο Λάρισας

26 Ιουνίου 2011 στις 12:27 πμ | Σχόλια & Παραθέσεις (27) | Μόνιμος Σύνδεσμος

Το παρακάτω κείμενο αποτελεί μέρος της προσπάθειάς μου να καταγράψω τα παιχνίδια που παίζαμε τότε που ήμουνα παιδί (1954- 1960) και πήγαινα σχολείο στη Μελίβοια Αγιάς Λάρισας.  Ο τρόπος γραφής είναι καθαρά περιγραφικός χωρίς στοιχεία εμπλουτισμού του λόγου, διότι ο στόχος μου ήταν να μεταφέρω στο σήμερα  αυτούσια την εικόνα των παιχνιδιών χωρίς φτιασιδώματα και φανταστικές προσθήκες μυθιστορηματικές. Άλλα παιχνίδια μπορείτε να δείτε: Ε Δ Ω !!!

ΤΟ ΤΟΠΙ

Στο χωριό μας τότε δεν παίζαμε μπάλα. Δεν ξέραμε να παίζουμε ποδόσφαιρο με τους κανόνες, όπως ξέρουν να το παίζουν σήμερα όλα τα παιδιά  ανεξάρτητα από ηλικία και  σε όλα τα χωριά. Όσες φορές παίξαμε σε κάποιες εκδρομές, σκοτωθήκαμε. Προσωπικά για πρώτη φορά που άκουσα για ποδόσφαιρο, χωρίς ωστόσο να καταλάβω περί τίνος πρόκειται, ήταν όταν τελείωσα το δημοτικό μια Κυριακή του Ιουνίου, όταν στο προαύλιο της εκκλησίας παίζοντας και φλυαρώντας μέχρι να τελειώσει η λειτουργία, είδα στο πέτο του φίλου μου του Κλεάνθη του Λέτσιου ένα σήμα και μου κίνησε την περιέργεια. Μέχρι τότε βλέπαμε, συνήθως, τους αναπήρους πολέμου να φορούν παράσημα. Έγινα περίεργος και τον ρώτησα:

–       Τι είναι αυτό που έχεις στο γιακά;

–       Δεν βλέπεις;

–       Βλέπω!

–       -Ε, και τι λέει; Δεν ξέρεις να διαβάζεις;

–       Λέει : ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ!

–       Ομάδα, είναι: ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ!

–       Τι ομάδα;

–       Ομάδα, παιδί μου! Ποδοσφαιρική! Δεν ξέρεις;

Όχι, δεν ήξερα. Κι είμαι σίγουρος πως κι οι άλλοι δεν ήξεραν. Διότι αν ήξεραν κάτι θα είχε πάρει το αυτί μου. Από κανέναν ποτέ δεν άκουσα για ποδόσφαιρο. Η λέξη ήταν άγνωστη. Κανένας δεν μίλησε ποτέ στις συντροφιές μας για το οργανωμένο ποδόσφαιρο που έχει ομάδες και παίζεται σε γήπεδα με κανόνες και θεατές που είναι οπαδοί της μιας ή της άλλης ομάδας.

Εμείς ξέραμε το τόπι. Κι είμαι σίγουρος πως κι ο φίλος μου ο Κλεάνθης άκουσε για τον ολυμπιακό εκείνη τη χρονιά που πήγε στο γυμνάσιο, δηλαδή που κατέβηκε στην Αγιά. Οι υπόλοιποι στο χωριό ούτε καν τη λέξη μπάλα δεν χρησιμοποιούσαμε. Τόπα τη λέγαμε (από την τούρκικη λέξη top =σφαίρα) και τη φτειάχναμε με κουρέλια και νήματα σαν κουβάρι. Την πρώτη φορά που άκουσα τη λέξη “μπάλα”  ήταν μια μέρα στο ίσιωμα του Αγιο-Κοσμά όπου βρήκαμε ένα σκοτωμένο γεράκι κι αρχίσαμε να το κλοτσάμε. Ο Γιάννης ο Καλακάς (Δημηνίκος) τότε, κλοτσώντας το γεράκι, έλεγε τη φράση:

-Έλα, …παίζει η μπάλα!

Εμείς μπάλα λέγαμε το δεμένο άχυρο!  Είχαμε, όμως, μπάλες στο σχολειό . Φαίνεται πως όπως έδιναν σε όλα τα σχολεία μπάλες έδωσαν και στο δικό μας. Ίσως, πάλι,  να ήξεραν οι δάσκαλοί μας από ποδόσφαιρο και πιστεύοντας πως ξέρουμε κι εμείς, αγόρασαν τις μπάλες για να παίζουμε στις εκδρομές. Ναι, μια δυο φορές θυμάμαι παίξαμε σε κάποιες εκδρομές στην Αγία Κυριακή, δίπλα στο παλιό νεκροταφείο που αργότερα νομίζω έγινε γήπεδο, και στον Πρόδρομο ή στον Αγιο-Γιώρη.  Και να θέλαμε να παίξουμε αλλού δεν γινόταν. Έτσι και μας έφευγε η μπάλα, …άντε να τρέχεις στις ρεματιές να τη βρεις. Αν παίζαμε στο σχολειό , ας πούμε, και κάποιος κλοτσούσε άγαρμπα, θα έπρεπε να τρέξουμε μέχρι κάτω στου Μπαντάνη για να την ξαναφέρουμε πίσω.

Εκτός αυτού, σας είπα, εμείς δεν ξέραμε από κανόνες και πειθαρχία τότε.  Αυτές τις δυο τρεις φορές που μοιραστήκαμε σε ομάδες κι αρχίσαμε να κλοτσάμε το τόπι, …πηγαίναμε όλοι μαζί και κλωτσούσαμε ταυτόχρονα, έτσι που στο τέλος γινόμασταν ένας σωρός από  κλαριά, φτέρες, χώματα, πέτρες και παιδιά, όλα ανακατεμένα το ένα πάνω στ’ άλλο.

Τη μόνη λέξη σχετική με την ορολογία του ποδοσφαίρου,  που είχα ακούσει στα χρόνια που πήγαινα σχολείο, ήταν η λέξη γκολ!  Τίποτα περισσότερο!

Εγώ, βέβαια, ποτέ δεν συμπάθησα το ποδόσφαιρο κι ίσως γι’ αυτό να μην είχα ακούσει και να μην είχα μάθει πώς παίζεται. Ωστόσο, νομίζω πως κι οι υπόλοιποι συμμαθητές μου δεν είχαν ιδέα για τους ποδοσφαιρικούς όρους και κανόνες, διότι αν  πράγματι συνέβαινε αυτό, κάτι θα είχα αντιληφθεί, έστω κι ως υποψία!

Με το τόπι , κυρίως αυτό που φτειάχναμε με κουρέλια (μπαλώματα τα λέγαμε) και νήματα, παίζαμε διάφορα παιχνίδια. Το πιο απλό ήταν αυτό που έπαιζαν συνήθως τα καρίτσια: Χτυπούσαν το τόπι στον τοίχο  διαδοχικά, προσπαθώντας  να επιτύχουν όσο γίνεται περισσότερα χτυπήματα χωρίς να τους φύγει το τόπι και να πέσει κάτω. Άν στην επιστροφή του το τόπι δεν ξαναερχόταν στο χέρι για να χτυπηθεί και πάλι, ο παίχτης (παίχτρια) έχανε κι άρχιζε να παίζει ο άλλος. Το μυστικό της επιτυχίας ήταν, πέρα από την οποιαδήποτε ιδιαίτερη δεξιοτεχνία του καθενός, να ρίχνεις το τόπι πιο πάνω από το ύψος του χεριού, ώστε  η  τροχιά του στην επιστροφή να είναι κατηφορική κι όχι οριζόντια.

Αυτός ήταν , άλλωστε, ο λόγος που δεν έπαιζαν το τόπι στο δάπεδο αλλά στον τοίχο.  Τα αυτοχέδια τόπια από κουρέλια δεν είχαν τόση ελαστικότητα ώστε να αναπηδούν όταν τα χτυπάς κάτω και να φτάνουν στο ύψος του χεριού. Επίσης, και το έδαφος δεν βοηθούσε. Τότε δεν είχαμε ασφαλτοστρωμένες ή έστω τσιμεντοστρωμένες  αυλές στα σχολεία,  έτσι που να  μπορεί  να αναπηδήσει το τόπι με όλη τη δύναμη που το πετάξαμε και σε κατακόρυφη διεύθυνση.  Συνήθως οι πέτρες που προεξείχαν κι οι λακούβες του εδάφους απορροφούσαν την ορμή του και το τόπι ή δεν αναπηδούσε καθόλου ή λοξοδρομούσε.

Γι’ αυτό τα κορίτσια  έπαιζαν το τόπι στις αστρέχες του σχολείου που ήταν τσιμεντοστρωμένες ή στο πλακόστρωτο της  Παναγίας που ήταν δίπλα στο σχολείο.

Αυτό, βέβαια, γινόταν περισσότερο με τα λαστιχένια τόπια, που άρχισαν να κάνουν εμφάνιση στο σχολειό και στο παιδικό παιχνίδι, καθώς περνούσαν τα χρόνια.  Η πρώτη που έφερε στο σχολειό λαστιχένιο τόπι ή ταν η Χαρίκλεια του Κορδίλα.

Είχε κι η αδερφή μου ένα τέτοιο λαστιχένιο τόπι. Της το είχε φέρει δώρο ένας ξένος ονόματι Κουταλιάς – νομίζω πως ήταν εργολάβος-  που δούλευε τότε στη διάνοιξη του δρόμου προς την Αγιά και τον φιλοξενήσαμε προσωρινά, καμιά βδομάδα, μέχρι να τακτοποιηθεί σε κάποιο δωμάτιο με νοίκι. Σαν όνειρο τον θυμάμαι. Ήμουν πολύ μικρός τότε,  τεσσάρων ή πέντε ετών το πολύ. Δούλευαν κι οι γονείς μου στο δρόμο όπως και πολλοί άλλοι χωριανοί.  Επτά δραχμές μεροκάματο έπαιρναν οι γυναίκες. Μόλις πριν δυο χόνια είχαμε βγει από τον εμφύλιο και λεφτά δεν υπήρχαν ούτε για δείγμα. Οι νοικοκυραίοι, όμως,  έπρεπε να ξαναφτειάξουν ό,τι ο πόλεμος είχε γκρεμίσει και να θρέψουν και τις φαμίλιες! Παρόλα αυτά η διάθεση για φιλοξενία  δεν χάθηκε.  Για να βγάλει την υποχρέωση  ο κ. Κουταλιάς, ο εργολάβος, έφερε στην αδερφή μου ένα τόπι –σε μέγεθος μεγάλου πορτοκαλιού- και σε μένα έναν κούκο! “Κούκο” λέγαμε τότε τη σφυρίχτρα, τενεκεδένια σφυρίχτρα από το παζάρι, “πανηγυριάτικη”.

Τη λαστιχένια αυτή μπάλα, την έπαιζε η αδερφή μου στο πλατύσκαλο του σπιτιού μας, που ήταν με τσιμέντο κι αναπηδούσε πολύ όμορφα και ρυθμικά. Πολύ τη χαιρότανε και τη φύλαγε σαν κάτι το πολύτιμο. Σε κανέναν δεν την έδινε! Ούτε σε μένα!  Και, φυσικά, ούτε στο σχολειό την έπαιρνε για μην τη χάσει ή να μην της την κλέψουν. Την ίδια γνώμη είχε κι η γιαγιά μας! Την έκρυβε και της την έδινε μόνο τις Κυριακές και τις γιορτές. Έτσι ήταν τότε. Ακόμα και τα παιχνίδια τα είχαμε για τις καλές τις μέρες , όπως τα παπούτσια  και τα καλά μας τα ρούχα.

Έπαιζε, θυμάμαι, μετρώντας τα χτυπήματα με την τραγουσιστή φωνή της.

-Δέκα, είκοσι, τριάντα, …πενήντα……εκατό!

Τις περισσότερες φορές είχε αντίπαλο τον εαυτό της.

Κατάφερνε, ας πούμε, είκοσι χτυπήματα χωρίς να της φύγει το τόπι, κι ύστερα προσπαθούσε να το ξεπεράσει.

Κι άρχιζε πάλι να χτυπά το τόπι στο τσιμέντο, τραγουδώντας ρυθμικά το μέτρημα των επιτυχών παλινδρομήσεών του, αφήνοντας τον ενθουσιασμό της να ξεχειλίσει αυθόρμητα, όταν πλησίαζε να ξεπεράσει την προηγούμενη επίδοσή της.

Όταν είχε συμπαίκρια, υπήρχε έντονος αναταγωνισμός αλλά και ποικιλία ήχων και ρυθμών, επιφωνημάτων νίκης που συνοδεύονταν από ανείπωτη χαρά, αλλά και μπόλικη γκρίνια.

Χαριτωμένη γρίνια γεμάτη παιδική αφέλεια κι αθώα προκατάληψη που κι αυτή εκφραζόταν ρυθμικά, τραγουδιστά σχεδόν τελετουργικά:

– Ήρθε μια γριά απ’ το Βόλο κι έφερε το χάσι-χάσι, ….Παναγίτσα μου να χάσει!

Όταν έχανε, άρχιζαν τα παράπονα κι οι διαμαρτυρίες! Το χάσιμο, βέβαια, δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί. Αφού η μπάλα έφυγε από το χέρι, …πάει ….έφυγε! Δύσκολο, αλλά και μάταιο, να υποστηρίξεις πως δεν έφυγε. Πολύ εύκολο, όμως, να χρεώσεις το χάσιμο στον αντίπαλο:

– Εσύ φταις! Με ακούμπησες! Έσπρωξες το χέρι μου!

Γέμιζε η αυλή φωνές κι αθώα καυγαδίσματα. Πάντα έφταιγε ο αντίπαλος, πάντα δίκιο είχε ο χαμένος!

Κάπως έτσι έπαιζαν τα κορίτσια με το τόπι., αν, φυσικά, το τόπι αναπηδούσε. Με το μπαλωματένιο τόπι, όμως, δεν γινόταν έτσι παιχνίδι, γι’ αυτό και προτιμούσαν το πέταγμα.

Έκαναν ένα ημικύκλιο, αν ήταν πολλά κορίτσια, και η μιά που έκανε τη “μάνα” πετούσε , το τόπι με τη σειρά , αλλά και μπερδεμένα, παρακάμπτοντας κάποιο ή κάποια κορίτσια, κι εκείνες έπρεπε να την πιάσουν και να την επιστρέψουν. Αν δεν τα κατάφερναν, έχαναν κι έβγαιναν από το παιχνίδι.

Άν έχανε η ¨μάνα” έπαιρνε τη θέση της αυτή που κατάφερε να την κάμει να χάσει.

Έτσι έπαιζαν τα κορίτσια. Όταν, όμως,   ήταν μικτό το παιχνίδι , δηλαδή όταν έπαιζαν και τα αγόρια,  παιζόταν τελείως διαφορετικά.  Είχε εν μέρει και το στοιχείο της βίας.  Ναι, στοχεύονταν οι παίχτες και χτυπιόνταν με το τόπι για να εξουδετερωθούν και να βγούν από το παιχνίδι.

Στην αρχή, ξεκινώντας το παιχνίδι, τα ¨έβγαζαν¨!  Λέγανε κάποιο από τα  ρυθμικά τραγουδάκια  τονίζοντας τις συλλαβές και δείχνοντας  ένα-ένα τα παιδιά που θα έπαιρναν μέρος στο παιχνίδι μέχρι να τελειώσει το τραγουδάκι. Στο παιδί που τελείωνε, “έβγαινε”!  Το τραγουδάκι επαναλαμβανόταν κι έβγαζε κάποιο άλλο παιδί, κι ύστερα άλλο, κι άλλο, μέχρι που κάποιος έμενε μόνος του στο τέλος και τα …¨φύλαγε”!

Τα ¨φύλαγε” σήμαινε πως αυτός θα ήταν που έπρεπε να σημαδέψει και να πετύχει με το τόπι όλους τους άλλους.

Έστηναν τέσσερις–πέντε πετρίτσες (ή πλάκες κεραμιδιού) την μια επάνω στην άλλη σαν πύργο (φίτσιο, τον λέγαμε), κι από απόσταση  έξι ή δέκα βημάτων προσπαθούσαν να τις γκρεμίσουν με το τόπι.

Οποιος δεν κατάφερνε να τα γκρεμίσει,  γινόταν , συνήθως,  όμηρος κι έμπαινε σαν φυλακισμένος σε έναν κύκλο. Λέω συνήθως, διότι υπήρχε κι η άλλη παραλλαγή: Έριχναν όλοι με τη σειρά μέχρι κάποιος να τα γκρεμίσει. Αν δεν τα κατάφερνε κανένας τα

“φύλαγε” ο αμέσως επόμενος και το παιχνίδι άρχιζε πάλι από την αρχή.

Αν , όμως κάποιος τα γκρέμιζε, αυτός που τα “φύλαγε” έπρεπε αμέσως να πιάσει το τόπι και να αρχίσει να σημαδεύει με το τόπι τους συμπαίχτες του, που έτρεχαν να φυλαχτούν πίσω απο εμπόδια (δέντρα, ή ντουβάρια) ή να φύγουν μακριά ώστε να μην τους φτάνει.

Αν χτυπούσε κάποιον έπρεπε να μπει στον κύκλο ως φυλακισμένος (όμηρος, αιχμάλωτος).  Αν όμως κάποιος κατάφερνε να πιάσει το τόπι που τον σημάδευε και να το κρατήσει (να κάμει καλούπι, όπως το λέγαμε) χωρίς να του φύγει από τα χέρια και να πέσει κάτω, ελευθερώνονταν όλοι οι αιχμάλωτοι. Επίσης οι αιχμάλωτοι ελευθερώνονταν κι αν κάποιος, χωρίς να τον αντιληφθεί αυτός που τα φύλαγε, κατάφερνε να στήσει τις πετρίτσες ή τα κεραμιδάκια του “φίτσιου”. Αυτό γινόταν πιο εύκολα, όταν, μετά από κάποια αδέξια κι άστοχη βολή, το τόπι έφευγε μακριά κι ώσπου να το βρει αυτός που τα φύλαγε και να επιστρέψει, οι άλλοι εύρισκαν ευκαιρία να τα ξαναστήσουν.

Αυτή η παραλλαγή, του στησίματος, ήταν ας πούμε η εύκολη –σχετικά- γι’ αυτόν που τα φύλαγε, και δύσκολη γι’ αυτούς που έπρεπε να τα στήσουν.  Υπήρχε, όμως, κι η δύσκολη.  Δύσκολη για τον κυνηγό και φύλακα. Εύκολη , όμως, για τους  άλλους, διότι  χρειαζόταν μόνο μια αστραπιαία κίνηση με το πόδι για να ελευθερωθούν οι όμηροι.

Αυτή η παραλλαγή ξεκινούσε τελείως ανάποδα. Όταν , στην αρχή,  κατάφερνε κάποιος να γκρεμίσει το φίτσιο, ο κυνηγός πριν αρχίσει να σημαδεύει τους παίχτες, έπρεπε να στήσει πάλι το φίτσιο. Με άλλα λόγια ό φίτσιος έπρεπε να είναι πάντα στημένος. Αν δεν ήταν τα πετραδάκια στη θέση τους, κτισμένα σε πύργο, οι αιχμάλωτοι ελεθερώνονταν.

Μια άλλη παραλλαγή, πάλι, ήθελε, μετά το γκρέμισμα του φίτσιου,  το άγγιγμα  των ομήρων (με το χέρι) από τον ελευθερωτή –δηλαδή, αυτόν που γκρέμισε το φίτσιο- για να ελευθερωθούν και φύγουν.

Αυτός που τα φύλαγε έπρεπε να είναι πολύ γρήγορος στις αντιδράσεις του και να έχει οξεία αντίληψη, έτσι, ώστε και τα παιδιά να βρίσκει την ευκαιρία να σημαδέψει χωρίς να αστοχήσει, αλλά και το φίτσιο να φυλάγει, μην  περάσει κάποιος ξαφνικά και τον κλοτσίσει γκρεμίζοντάς τον.

Ήταν, ομολογουμένως, ένα πολύ ενδιαφέρον παιχνίδι κι όταν οι παίχτες ήταν σβέλτοι και εύστοχοι στις βολές τους, γινόταν  πολύ συναρπαστικό με ποικίλες συγκινήσεις.

Θεωρητικά το τόπι ήταν ελαφρό και δεν πονούσε το χτύπημά του. Στην πράξη, όμως, δεν ήταν πάντα έτσι! Το μουσκεμένο τόπι γινόταν βαρύ και το χτύπημα οδυνηρό. Έτσουζε, αν σε πετύχαινε στο πρόσωπο.  Αυτός ήταν ο λόγος που κάποιοι φρόντιζαν να το ρίχνουν στα νερά. Άλλοι, πάλι, το άλλαζαν. Το αντικαθιστούσαν με άλλο που πολλές φορές μέχρι και πέτρα είχε μέσα, πατάτα ή κρεμμύδι! Είπαμε! Τα παιδιά δεν είναι πάντα αθώα! Κι εκείνη την εποχή η ζαβολιά  ήταν πολύ συνηθισμένη στα παιχνίδια μας. Και, φυσικά, δεν πρόκειται για ακίνδυνες ζαβολιές. Πολύ συχνά είχαμε τρύπια κεφάλια , αίματα, κλάματα, βρισιές και βλαστήμιες.

Επικίνδυνο ήταν και το γκρέμισμα του φίτσιου με κλοτσιά. Ο κανόνας του παιχνιδιού απαιτούσε  απλώς να ξεστηθεί ο φίτσιος. Αυτό μπορούσε να γίνει με ένα απλό σκούντημα. Δεν ήθελε, δα,  και πολύ για να πέσει. Μερικοί , όμως, του δίνανε τέτοια κλοτσιά, που εκσφενδόνιζαν τις κεραμίδες  μέχρι και είκοσι μέτρα μακριά.

Καλαβαίνετε, τώρα, πως αν σε πετύχαινε κάποιο από αυτά τα κεραμιδάκια …την είχες άσχημα.

Νομίζω πως αυτός ήταν ο λόγος που περισσότερο προτιμιόταν η παραλλαγή με το στήσιμο κι όχι με το γκρέμισμα.

Το γκρέμισμα ήταν για άγριους παίχτες.

19 Ιουνίου 2011 στις 12:35 πμ | Σχόλια & Παραθέσεις (27) | Μόνιμος Σύνδεσμος

Τέχνης άντρον, άκος ψυχής!

Το εργαστήρι τέχνης του ΑΝΤΩΝΗ ΓΙΑΓΚΟΥ.

Οι φίλοι αλλά και οι φιλότεχνοι μπορούν να το επισκέπτονται.

Με προειδοποίηση, ή και χωρίς, οι φίλοι είναι πάντα ευπρόσδεκτοι να δουν τις νέες μου δημιουργίες και να ζωγραφίσουμε μαζί.

Προβολή ΟΙΚΙΑ ΑΝΤΩΝΗ ΓΙΑΓΚΟΥ σε χάρτη μεγαλύτερου μεγέθους

27 Μαΐου 2011 στις 11:11 μμ | Σχόλια & Παραθέσεις (27) | Μόνιμος Σύνδεσμος

>

Ελαιογραφία σε μουσαμά 60 Χ 90 εκατοστά δουλεμένο εξ ολοκλήρου με σπάτουλα.
Έργο του Αντώνη Γιάγκου.
17 Μαρτίου 2011 στις 1:46 πμ | Σχόλια & Παραθέσεις (27) | Μόνιμος Σύνδεσμος

>Ηχόχρωμα

10 Μαρτίου 2011 στις 9:56 μμ | Σχόλια & Παραθέσεις (27) | Μόνιμος Σύνδεσμος

>

(Η Σαρακοστή …που είναι 36η!


2011-03-10 14:34  Αρχική ανάρτηση)


  • Το όνομά της το οφείλει στο επίθετο τεσσαρακοστός, -ή, -όν, και στη νεοελληνική σαρακοστός, -ή, -ό, με αποκοπή της της πρώτης συλλαβής.
  • Δηλαδή νηστεία σαράντα ημερών. Μόνο που η Σαρακοστή, η περίοδος νηστείας πριν από το Πάσχα, δεν διαρκεί σαράντα μέρες, αλλά περισσότερες, με όποιο τρόπο κι αν τις λογαριάσεις.
  • Αν αρχίσουμε να μετράμε από την Κυριακή της Απόκρεω (Αποκριάς), είναι οχτώ βδομάδες, δηλαδή πενήντα έξι μέρες. Αν υπολογίσουμε από την Κυριακή της Τυρινής, είναι εφτά βδομάδες, άρα σαράντα εννιά μέρες. Και φυσικά, και στις δυο περιπτώσεις, αν αφαιρέσουμε την Κυριακή του Πάσχα -που είναι η εβδόμη μέρα της τελευταίας βδομάδας- που δεν είναι νηστεία, οι μέρες λιγοστεύουν κατά μία.
  • Γιατί, όμως, λέγεται Σαρακοστή , και μάλιστα Μεγάλη, αφού δεν είναι;
  • Φταίει η μικρή! Η μικρή Σαρακοστή είναι η περίοδος νηστείας πριν από τα Χριστούγεννα!
  • Αρχίζει την δεκάτη πέμπτη Νοέμβρη -η δεκάτη τετάρτη είναι αποκριά- και λήγει την εικοστή τετάρτη Δεκέμβρη.
  • Είναι ακριβώς σαράντα μέρες και πολύ δίκαια λέγεται: Σαρακοστή!
  • Η Σαρακοστή ταυτίστηκε με τη νηστεία. Έτσι και η νηστεία πριν από το Πάσχα ονομάστηκε Σαρακοστή. Η γιαγιά μου , θυμάμαι, έλεγε Σαρακοστή ακόμα και τη νηστεία του Δεκαπενταύγουστου.
  • Υπάρχει και μια άλλη μέθοδος υπολογισμού που δικαιολογεί και τον αριθμό των σαράντα ημερών,  αλλά πάλι …σαράντα δεν είναι!
  • Ας τη δούμε όπως τη βρήκα σε κάποιο  ιστολόγιο χριστιανικό:
  • ¨Στην Π. Διαθήκη είχε ορίσει ο Θεός να προσφέρουν στο Ναό Του το ένα δέκατο από όλα τα εισοδήματά τους¨.
  • Στην Α´Οικουμενική σύνοδο λοιπόν, αντί για αυτό αποφάσισαν οι πατέρες,  ο κάθε πιστός να διαθέτει και να αφιερώνει στο θεό του το ένα δέκατο από το χρόνο του.
  • ¨Το ένα δέκατο του χρόνου είναι περίπου 36 ημέρες, όσες δηλαδή, είναι οι ημέρες της Τεσσαρακοστής. Οι εφτά Εβδομάδες έχουν 49 ημέρες. Επειδή τα Σάββατα και οι Κυριακές, που είναι 14 ημέρες, δεν νηστεύονται, γι’ αυτό αφαιρούνται και μένουν 35 ημέρες. Σ’ αυτές, όμως, προσθέτουν το Μ. Σάββατο, που νηστεύεται και έτσι οι νηστήσιμες ημέρες της Τεσσαρακοστής γίνονται 36, που είναι το ένα δέκατο του έτους¨.
  • Πράγματι, αυτό το χρονικό διάστημα είναι ίσο με το ένα δέκατο του έτους, αλλά , όπως είπα και πιο πάνω, … σαράντα μέρες δεν είναι!  Υπάρχει όμως κι άλλη ανακολουθία:  Τι ακριβώς αποφάσισαν οι πατέρες; Αποφασίστηκε να αφιερώνεται το δέκατο του χρόνου άπαξ του έτους ή κάθε φορά που έχουμε μια μεγάλη γιορτή; Διότι αν προσθέσουμε και τις σαράντα των Χριστουγέννων  γίνονται  76, …κι αν προσθέσουμε και τις 14 του Δεκαπενταύγουστου , και των Αγίων Αποστόλων, και του Σταυρού (14 Σεπτμβρίου) και του Τιμίου Προδρόμου (29 Αυγούστου) και….τις 52 βδομάδες επί 2 που είναι οι μέρες νηστείας (Τετάρτη και Παρασκευή) …μάλλον δεν αφιερώνουμε το  1/10 αλλά περισσότερο κι από το 1/2 του χρόνου μας.
  • Έτσι κι αλλιώς, πάντως,   ικανοποιητική αιτιολόγηση της ονομασίας : Σαρακοστή,  δεν δίνεται με όλο αυτό το σκεπτικό. Απλώς, γίνεται μια επιτηδευμένη προσπάθεια προβολής του αριθμού τεσσαράκοντα που για τους Εβραίους τουλάχιστον φαίνεται να είχε ένα ξεχωριστό νόημα και συμβολισμό: Σαράντα μέρες του Μωυσή στο βουνό, παρά μια τεσσαράκοντα για την τιμωρία, σαράντα ημέρες του Ιησού στην έρημο κλπ. Ωστόσο, όμως, το όλο σκηνικό γύρω από τον εορτασμό του Πάσχα δεν φαίνεται να ακολουθεί ένα ξεκάθαρο και από την αρχή σταθερό κανόνα.
  • Η γνώμη μου είναι πως στην αρχή , δηλαδή στους πρωτοχριστιανικούς χρόνους, το Πάσχα ακολουθούσε,  ως γιορτή, το εβραϊκό τυπικό.  Με άλλα λόγια, μέχρι και τον τέταρτο αιώνα, όπως μαθαίνουμε από επίσημες πηγές, το Πάσχα ήταν καθαρά Εβραϊκό , γιορταζόταν στις 14 του μήνα Νισάν  και φυσικά δεν υπήρχε η προπαρασκευαστική περίοδος της νηστείας.  Δεν είναι παράξενο, διότι μέχρι τότε το χριστιανικό (μεσσιανικό) κίνημα ήταν καθαρά εβραϊκή υπόθεση. Ύστερα , δηλαδή μετά το το διάταγμα του 313 μ.Χ , γίνεται θρησκεία για όλους. Στην Α´ Οικουμενική Σύνοδο το 325 μ.Χ. αποφασίζεται να γιορτάζεται οπωσδήποτε ξεχωριστά από το Εβραϊκό , πάντα μετά από αυτό και η μέρα να είναι Κυριακή.
  • Σε πολλές από τις εκκλησίες , όμως, δεν ακολουθήθηκε  αυτός ο κανόνας , και για πολλούς αιώνες  ο χρονικός καθορισμός  κι ο τρόπος εορτασμού του Πάσχα, διέφερε από εκκλησία σε εκκλησία. Οι εκκλησίες της Μικράς Ασίας συνέχιζαν να το εορτάζουν σύμφωνα με το εβραϊκό τυπικό αλλά με τον χριστιανικό συμβολισμό.
  • Εδώ πρέπει να πούμε πως το Πάσχα ως γιορτή της άνοιξης προϋπήρχε σε πολλούς λαούς. Και πρωτ᾽ απ᾽ όλα  στους Αιγυπτίους με την ονομασία Πεσάχ, που σημαίνει πέρασμα.  Στους Έλληνες και τους Ρωμαίους  γιορτάζονται τα Ανθεστήρια, τα Διονύσια, οι γιορτές της Δήμητρας και Περσεφόνης (Ελευσίνια), τα Σατουρνάλια και τα Λουπερκάλια. Όλες αυτές οι γιορτές, άσχετα με τη θεότητα στην οποία ήταν αφιερωμένες, ήταν γιορτές της άνοιξης και συμβόλιζαν το Πέρασμα  του ήλιου από το σημείο της εαρινής ισημερίας. Πρώτοι οι Εβραίοι άλλαξαν το συμβολισμό και αντί για Πέρασμα από την ισημερία το μετέτρεψαν σε  Διάβαση από την Ερυθρά θάλασσα και Πέρασμα στην ελευθερία.  Στη συνέχεια οι χριστιανοί έδωσαν το δικό τους συμβολισμό  της εορτής.  Το πέρασμα για τους Χριστιανούς  είναι καθαρά μεταφυσικό. Είναι το πέρασμα στην αιώνια ζωή που εξασφάλισε η Ανάσταση.
  • Άρα, όλοι οι λαοί με το δικό τους τρόπο και για τις δικές του θεότητες, είχαν το δικό τους Πέρασμα. Με την επικράτηση, όμως, του χριστιανισμού, οι χριστιανοί ανάγκασαν όλους τους άλλους να γιορτάζουν  το Πάσχα με τη σημασία της ανάστασης του Χριστού κι όχι με τη σημασία του Περάσματος του Ήλιου από την εαρινή Ισημερία! Έτσι άρχισε μια προσπάθεια από τον  5ο αιώνα  για μετασχηματισμό   και ενσωμάτωση των διαφόρων εορτών της άνοιξης στο Πάσχα των χριστιανών, που κράτησε μέχρι και το 15ο αιώνα.
  • Παραμερίστηκαν, λοιπόν,  οι τελετές καθαρμού του Φεβρουαρίου και στη θέση τους μπήκαν τα Ψυχοσάββατα και οι Κυριακές του Ασώτου, του Τελὠνη και Φαρισαίου. Ύστερα ήρθαν οι Απόκριες, κι ύστερα οι Κυριακές των Νηστειών, οι Χαιρετισμοί του Ακάθιστου Ύμνου. Με άλλα λόγια δημιουργήθηκε ένα πλέγμα εορτών με τη γενική ονομασία : κινητές εορτές. Οι γιορτές αυτές αρχίζουν με το Τριώδιο και ολοκληρώνονται  με την Πεντηκοστή και την Κυριακή των Αγίων Πάντων.
  • Αν λάβουμε υπόψη πως ο Ακάθιστος ύμνος γράφτηκε το 626 μ.Χ (νίκη ενάντια στους Αβάρους) και πως το Τριώδιο αποτελείται από ύμνους που γράφτηκαν στη διάρκεια δέκα αιώνων (5ος -15ος), τότε πρέπει να δεχτούμε πως και το πριν του Πάσχα χρονικό διάστημα με τις διάφορες γιορτές και νηστείες δεν καθορίστηκε από την αρχή αλλά διαμορφώθηκε στο πέρασμα των αιώνων.
  • Δεν αποκλείεται, λοιπόν, στην αρχή να είχε οριστεί μια χρονική περίοδος νηστείας σαράντα ημερών πριν από το Πάσχα, αλλά όταν το κινητό εορτολόγιο έφθασε στην τελική του διαμόρφωση ο αριθμός των ημερών άλλαξε κι έμεινε μόνο η ονομασία: Σαρακοστή. Όπως , δηλαδή, λεγόταν κι η νηστεία πριν τα Χριστούγεννα, για το λόγο ότι είχε όντως σαράντα μέρες νηστεία. Και για να γίνεται διάκριση η πριν από το Πάσχα νητευτική περίοδος πήρε το ιδιαίτερο όνομα: Μεγάλη Σαρακοστή. Στα μαθηματικά, βέβαια, δεν υπάρχει  μικρό σαράντα, κανονικό σαράντα και μεγάλο σαράντα! Ή είναι σαράντα ή δεν είναι! Για την πίστη , όμως, και οι αριθμοί ….πάνε πάσσο!
  • Καλή Σαρακοστή, λοιπόν!

ΑΝΤΩΝΗΣ ΓΙΑΓΚΟΣ

Ζωγράφος

Νίκαια Λάρισας

Υ.Γ. Οι θρησκευόμενοι ας μην τα πάρουν τοις μετρητοίς όλα αυτά! Εγώ , απλώς, έκαμα κάποιες σκέψεις….για τη Σαρακοστή που δεν είναι 40η , αλλά είναι 36η , 49η, 56η, ….κλπ!

10 Μαρτίου 2011 στις 6:57 μμ | Σχόλια & Παραθέσεις (27) | Μόνιμος Σύνδεσμος

>

Η ΑΝΟΙΞΗ
Λεπτομέρεια από τη διακόσμηση  οροφής της οικίας μου.
Ολόκληρο το έργο έχει τίτλο: Οι τέσσερις εποχές.


2011-03-07 11:17

 Σήμερα είναι Καθαρά Δευτέρα!  Αρχή της Σαρακοστής.
Στον Τύρναβο γιορτάζουν το πατροπαράδοτο Μπουρανί! Το μπουρανί είναι νηστήσιμο παρασκεύασμα με λάχανικά της εποχής  και λίγο αλεύρι για το χύλωμα.
Δεν έφαγα ποτέ, και δεν ξέρω αν είναι νόστιμο! Ξέρω , όμως, πως αυτά που λέγονται, ακούγονται και γίνονται γύρω από το μπουρανί, είναι νοστιμότατα και πολύ πιπεράτα.
Αν πάτε στον Τύρναβο σήμερα, πρέπει να είστε προετοιμασμένοι και να περιμένετε πως θα ακούσετε  πολύ τολμηρά σχόλια και θα δεχτείτε πολύ προκλητικά πειράγματα.
Σε όλα αυτά τα πειράγματα πρωταγωνιστής είναι ο φαλλός! Φαλλός είναι το ομοίωμα του ανδρικού μορίου (πέους)!  Το έθιμο είναι κατάλοιπο της Διονυσιακής Λατρείας. Ο τύρναβος , ως γνωστό, έχει πολλά αμπέλια και παράγει κρασί και τσίπουρο (ούζο)! Προστάτης των αμπελουργών στην αρχαιότητα ήταν ο Βάκχος , δηλαδή ο Διόνυσος! Σήμερα είναι ο Άγιος Τρύφωνας, …αλλά δεν του μοιάζει καθόλου του Διόνυσου!! Μπουνταλάς Άγιος! …ενώ ο Διόνυσος, …σκέτη τρέλα! 
Ναι, είναι η Διονυσιακή τρέλα σε αντίθεση προς την Απολλώνια φρόνηση.
Η Διονυσιακή τρέλα επιτυγχάνεται με τη μέθη και εκφράζει τον έρωτα, τη ζωή, την αναγέννηση της φύσης και την αισιοδοξία για καλή σοδειά! Το ερωτικό στοιχείο κυριαρχεί παντού κι ελεύθερα αφήνεται να ξεχειλίσει μέσα από φράσεις , κινήσεις , ήχους και δρώμενα.
Ο Διόνυσος στην αρχαιότητα ήταν ο θεός που κατασπαράχτηκε (πέθανε) από τις Μαινάδες και με τη βοήθεια του Δία ξαναγεννήθηκε (αναστήθηκε). Μαζί με το μύθο της Περσεφόνης, που αυτή την εποχή (εαρινή ισημερία) ετοιμάζεται να έρθει στον πάνω κόσμο, συμβολίζουν το ερχομό της Άνοιξης και το ξαναγέννημα της φύσης.
Ήρθε , όμως,  -δυστυχώς για τον Ελληνισμό – ο χριστιανισμός  και όσα δεν μπόρεσε να εξαφανίσει τα …μετασχημάτισε και τα οικειοποιήθηκε!
Έτσι οι Διονυσιακές γιορτές  έγιναν απόκριες κι η επιστροφή της Περσεφόνης έγινε ανάσταση  και Πάσχα!
Το καρναβάλι λένε οι χριστιανοί σημαίνει : αποχή από το κρέας, δηλαδή αποκριές, δηλ. νηστεία!  Ετυμολογείται λένε από το: carne + levare = κρέατος απομάκρυνση.
Αυτή η ερμηνεία , όμως, είναι πολύ όψιμη και υιοθετήθηκε όταν πλέον η εκκλησία κατάλαβε πως ήταν μάταιο να πολεμά αυτό το έθιμο του καρναβαλιού.
Σε παλιότερες εποχές που η εκκλησία είχε μεγαλύτερη εξουσία και επιρροή πάνω στις λαϊκές μάζες και ευελπιστούσε πως μπορεί να καταργήσει το έθιμο, έλεγε πως καρναβάλι σημαίνει: πλοίο κάρρο, καράβι στη στεριά, δηλαδή  κάτι το ανάποδο, αφύσικο, ανορθόδοξο και τερατώδες, άρα απορριπτέο από τις χρηστές συνήθειες των χριστιανών.
Το ετυμολογούσαν δε ως εξής:  car + nave =  πλοίο με ρόδες, που χρησιμοποιούνταν στις πομπές των αρχαιοελληνικών Διονυσίων καθώς και των  Σατουρναλίων και Λουπερκαλίων των Ρωμαίων, κάτι σαν το σημερινό  άρμα που βλέπουμε στις αποκριάτικες γιορτές στην Πάτρα κι αλλού!
Αυτή την εκδοχή την άκουσα από επίσημο κατηχητή στη δεκαετία το 1950, όταν ήμουν ακόμα μαθητής στο Δημοτικό. Ναι, τότε το μετεμφυλιοπολεμικό κλίμα, το αστυνομικό κράτος, η εθνικοφροσύνη που έτρεχε άφθονη από τα μπατζάκια μας και η ενισχυμένη εξουσία  κι επιρροή της εκκλησίας  έκαμαν πολλούς να πιστέψουν πως μπορούσαν να σβήσουν τα πανάρχαια έθιμα. Αυτός – νομίζω πως- ήταν ο λόγος που εκείνη την εποχή είχε απαγορευτρεί δια νόμου  η χρήση της μάσκας και η μεταμφίεση σε ιερέα!
Αργότερα, όμως, βλέποντας πως δεν είναι δυνατόν να σβήσει το έθιμο, που άντεξε σε τόσες και τόσες  επιρροές και απαγορεύσεις, διώξεις και αφορισμούς, θέλησαν να το εκπορθήσουν ¨εκ των έσω¨!  …έτσι είπαν πως καρναβάλι σημαίνει αποχή από το κρέας! Άρα …είναι δικό μας! Είναι χριστιανικό! Χριστιανικό, όμως, δεν σημαίνει ντύνομαι μασκαράς, διασκεδάζω, πίνω και μεθώ, …αλλά προετοιμάζομαι για τη νηστεία!
Στον Τύρναβο , όμως, αυτά δεν τα καταλαβαίνουν! Ούτε πουθενά αλλού! Του δίνουν και καταλαβαίνει! Γλεντούν και χαίρονται τη ζωή και τον έρωτα όπως κι οι αρχαίοι Διονυσιαστές!
7 Μαρτίου 2011 στις 3:00 μμ | Σχόλια & Παραθέσεις (27) | Μόνιμος Σύνδεσμος

>Συγκέντρωσα όλα -σχεδὀν- τα έργα μου σε ένα ομότιτλο λεύκωμα στο Picasa : https://picasaweb.google.com/antoniasgiagkos/YZfmKL#

Μπορείτε να τα δείτε εδώ ή να επισκεφτείτε το λεύκωμά μου στην παραπάνω διεύθυνση.

Στο λεύκωμα υπάρχουν έργα ζωγραφικής σε καμβά αλλά και τοιχογραφίες. Επίσης υπάρχουν και μερικά που έγιναν στον υπολογιστή.
Εκτός από τα έργα ζωγραφικής θα δείτε και …ψηφιδωτά αλλά και γλυπτά,  … λίγα, ενδεικτικά! Αργότερα θα προσθέσω , ίσως, …περισσότερα!

2 Μαρτίου 2011 στις 11:38 μμ | Σχόλια & Παραθέσεις (27) | Μόνιμος Σύνδεσμος

>Ο ιστότοπος wix.com διαθέτει στους χρήστες δωρεάν δικτυακό χώρο για τη δημιουργία λευκωμάτων(κι άλλων ιστοσελίδων, γενικώς). Έχει όλα τα εργαλεία με θαυμαστές δυνατότητες.
Έχει , όμως, ένα …μειονέκτημα: Δεν υποστηρίζει την ελληνική γλώσσα.
Αν ξεφυλλίσετε το παρακάτω (δικό μου) λεύκωμα θα συναντήσετε και σελίδες γραμμένες στα ελληνικά. Δεν είναι , όμως, κείμενα που γράφτηκαν  στον επεξεργαστή του ιστοχώρου. Είναι φωτογραφίες κειμένων που έγιναν -κυρίως- στο φωτοσόπ.

Αυτός είναι κι ο λόγος που σήμερα σας το παρουσιάζω! Για να σχεδιαστεί και να στηθεί αυτό το αποτέλεσμα που θα δείτε παρακάτω εργάστηκα πολύ στο πρόγραμμα επεξεργασίας εικόνων (Photoshop).
Δείτε και τη σελίδα : DIGITAL ART.
Μπορείτε να δείτε τη σελίδα σε μεγάλο μέγεθος στη διεύθυνση: www.wix.com/giagkos/giagkos1


Free websitePowered By Wix.com

15 Φεβρουαρίου 2011 στις 11:41 πμ | Σχόλια & Παραθέσεις (27) | Μόνιμος Σύνδεσμος

Μια σειρά από έργα ζωγραφικής του Αντώνη Γιάγκου. Τα έργα έγιναν σε διάφορες περιόδους της καλλιτεχνικής του δημιουργίας και με διαφορετική τεχνική, υλικά και τεχνοτροπία.

3 Φεβρουαρίου 2011 στις 2:03 πμ | Σχόλια & Παραθέσεις (27) | Μόνιμος Σύνδεσμος