Τζον Ντιούι

Τζον Ντιούι (John Dewey: 1859-1952)

Αμερικάνος φιλόσοφος, ψυχολόγος και εκπαιδευτικός. Γεννήθηκε στο Μπέρλινγκτον (Burlington) του Βερμόντ.
«Η εκπαίδευση είναι ζωή η ίδια, και όχι προετοιμασία για μία μελλοντική ζωή».

John Dewey in 1902

Δίδαξε σε πολλά πανεπιστήμια και μελέτησε τα εκπαιδευτικά συστήματα σε όλο τον κόσμο. Στις μελέτες του οφείλεται σε μεγάλο βαθμό η εκπαιδευτική αλλαγή που ξεκίνησε στις ΗΠΑ στις αρχές του αιώνα και έθεσε στο κέντρο της εκπαίδευσης τους μαθητευόμενους αντί για τους εκπαιδευτικούς θεσμούς. Κατά την εργασία του στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο (1894-1904) ο Ντιούι ενδιαφέρθηκε για τη μεταρρύθμιση της εκπαιδευτικής θεωρίας και πράξης.
Έδωσε έμφαση στη μάθηση μέσω διαφόρων δράσεων και όχι των τυπικών Αναλυτικών Προγραμμάτων. Εναντιώθηκε στις αυταρχικές παιδαγωγικές μεθόδους. Άσκησε κριτική τόσο στην εκπαίδευση που στοχεύει στη διασκέδαση των μαθητών και την απασχόλησή τους με ανούσιες δραστηριότητες, όσο και στην εκπαίδευση που στοχεύει αποκλειστικά στην επαγγελματική κατάρτιση.

Δίκαια θεωρείται «ο άνθρωπος που άλλαξε την εκπαίδευση των ΗΠΑ»
Μεγαλωμένος σε μία μικρή επαρχιακή πόλη ο Ντιούι θεώρησε το σχολείο ως ένα χώρο κοινοτικής ζωής που στοχεύει στη μάθηση. Δίκαια θεωρείται «ο άνθρωπος που άλλαξε την εκπαίδευση των ΗΠΑ», δίνοντάς της το φιλελεύθερο, αντιαυταρχικό χαρακτήρα που έχει έως σήμερα. Η έμφαση στον πειραματισμό, η ευελιξία στα προγράμματα, η σημασία που δίνεται στο ενδιαφέρον των μαθητευομένων θεσμοθετήθηκαν στο αμερικάνικο σχολικό σύστημα υπό τη δική του επιρροή.
Ο Ντιούι τάχτηκε κατά της ιδεολογίας του φασισμού και ειδικότερα κατά της ναζιστικής βίας πάνω στην παιδαγωγική. Κυριότερα συγγράμματά του είναι: «Εμπειρία και Φύση», «Το σχολείο και το παιδί», «Πώς σκεπτόμαστε», «Δημοκρατία και εκπαίδευση», «Ελευθερία και μόρφωση» κ.ά.

Celestin Freinet

Σελεστέν Φρενέ (Célestin Baptistin Freinet, Γκαρ 15 Οκτωβρίου 1896 – Βανς 8 Οκτωβρίου 1966) ήταν διακεκριμένος Γάλλος παιδαγωγός και εκπαιδευτικός μεταρρυθμιστής.

Αρχικά στfreneο Bar-sur-Loup και έπειτα στη Βανς ανέπτυξε με τη βοήθεια της συζύγου του Ελίζ Φρενέ, και σε συνεργασία με ένα δίκτυο εκπαιδευτών, μια σειρά παιδαγωγικών τεχνικών που βασιζόταν στην ελεύθερη έκφραση των παιδιών : ελεύθερο κείμενο, ελεύθερο σχέδιο, εσωτερική αλληλογραφία, τυπογραφία και σχολική εφημερίδα, έρευνα, συνάντηση μεταξύ συνεργατών κ.ά. Ένας αφοσιωμένος αγωνιστής, πολιτικός και συνδικαλιστής, σε μια εποχή που χαρακτηρίζεται από έντονες ιδεολογικές συγκρούσεις, ο Φρενέ θεωρεί την εκπαίδευση ως μέσο προόδου και πολιτικής και αστικής χειραφέτησης.

Το όνομά του συνδέεται στενά με την παιδαγωγική Φρενέ, η οποία εφαρμόζεται μέχρι και σήμερα, ειδικά μέσω του κινήματος του Μοντέρνου Σχολείου. Αν και ορισμένες τεχνικές που αναπτύχθηκαν από τον Φρενέ έχουν διεισδύσει στο εκπαιδευτικό σύστημα, έχουν την ίδια στιγμή εμπνεύσει μια θεσμική παιδαγωγική και πιο φιλελεύθερες προσεγγίσεις. Η σχολή Φρενέ στη Βανς, που έγινε κρατική το 1991, αποτελεί κληρονομιά της UNESCO.

Ο Φρενέ γεννήθηκε στην Προβηγκία το 1896 και ήταν το πέμπτο από τα οκτώ παιδιά της οικογένειας. Μόνο δυο μεγαλύτερα αδέρφια (ένας αδερφός και μια αδερφή) επέζησαν μέχρι την ενήλικη ζωή τους. Ο πατέρας του, Ζοζέφ Φρενέ, ήταν αγρότης (πέθανε το 1939) και η μητέρα του, Μαρί Βικτουάρ Τορκά (πέθανε το 1929) εργαζόταν στο μπακάλικο του χωριού. Ως παιδί, αναλάμβανε να φυλάει τα κοπάδια της οικογένειας. Το 1909 εισήχθη στη σχολή ανωτέρων σπουδών (με υποτροφία) στο Grasse, από όπου έλαβε το πτυχίο του και εισήχθη στη σχολή κατάρτισης εκπαιδευτικών της Νίκαιας όπου παρακολούθησε μαθήματα από το 1912 έως το 1914. Στις 26 Οκτωβρίου 1914 κατέλαβε τη θέση του προσωρινού δασκάλου στο σχολείο Σαιντ-Σεζάρ, αντικαθιστώντας τον προηγούμενο δάσκαλο ο οποίος κατετάγη στο στρατό. Κινητοποιήθηκε και ο ίδιος και ενσωματώθηκε στον στρατό στις 10 Απριλίου 1915 όπου απέκτησε τον τίτλο του αξιωματικού του πεζικού την 1η Ιανουαρίου 1916. Συμμετείχε στην επίθεση στο Chemin des Dames. Στις 27 Οκτωβρίου 1917 τραυματίστηκε σοβαρά από μια σφαίρα στον πνεύμονα (από την οποία επέζησε), μια εμπειρία που τον οδήγησε να γίνει αποφασιστικός πασιφιστής – ειρηνιστής. Πέρασε επτά μήνες στο στρατιωτικό νοσοκομείο του Soissons. Θεωρήθηκε ανάπηρος πολέμου σε ποσοστό 70% και του απονεμήθηκε ο σταυρός του πολέμου και το μετάλλιο του στρατού. Ζήτησε από τη διοίκηση του στρατού να αναλάβει μια εργασία, που να συμβάδιζε με την κατάσταση της υγείας του. Τον Ιανουάριο του 1919 διορίστηκε στο La Croix Villard, όπου δεν του άρεσε. Στις 31 Δεκεμβρίου 1919 έλαβε την απόσπασή του στο Bar-sur-Loup, όπου έγινε φίλος με τον μυθιστοριογράφο Henri Barbusse και ανέπτυξε φιλικές σχέσεις με τον Henri Poulaille.