Ήταν μια γυναίκα στην Ελλάδα
που άρμεγε κάθε μέρα μια γελάδα.
Έβαζε το γάλα στο καζάνι
κι έφευγε για την Κοζάνη.
Πολύ την αγαπούσε τη γελάδα!
Ήταν ένας άνδρας από τη Γαλλία
που έτρωγε κρουασάν με μεγάλη βουλιμία.
Μα δεν μπορούσε καθόλου να συγκρατηθεί
κι έτρωγε και την κρέμα σαντιγί,
μέχρι που στο τέλος πέθανε από παχυσαρκία!
Πήγα στον Αμαζόνιο να δω τη φύση,
μια ώρα πριν ο ήλιος δύσει.
Ταξίδι έκανα ωραίο, μακρινό
και τώρα που γυρίζω σπίτι με το καλό,
βρίσκω τη μαμά πιράνχας να έχει ζωγραφίσει!
Ήταν ένα αγοράκι στο Παρίσι
που ζωγράφιζε τη φύση.
Ξαφνικά του ήρθε η όρεξη να φάει ένα καρβέλι
και τελικά το μόνο που ήπιε ήταν ένα «φρατέλι».
Τέλος πήγε στο γιαλό να την κοπανήσει!
Με το αεροπλάνο μου πετώ
και από κάτω δεν κοιτώ,
δεξιά μου η Αμερική
όπου να ‘ναι θα φανεί.
Πετώ, πετώ και πίσω δε γυρνώ!
ΣΤ΄ τάξη 18ου Δημοτικού Σχολείου Ξάνθης
« Μέρα και νύχτα