Θανάσης Β. Κούγκουλος, «“Εζωγραφίσθη στανικώς”: Ο θρύλος της προσωπογραφίας ενός ληστή στην πεζογραφία του Χριστόφορου Μηλιώνη», στο Μ. Γ. Βαρβούνης – Ν. Μαχά-Μπιζούμη – Αλ. Γ. Καπανιάρης (επιμ.), Ελληνική Λαϊκή Τέχνη: Παλαιότερες θεματικές και σύγχρονες προσεγγίσεις, Τόμος Β΄, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης – Σχολή Κλασικών και Ανθρωπιστικών Σπουδών – Τμήμα Ιστορίας και Εθνολογίας – Εργαστήριο Λαογραφίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας (Μελέτες Λαογραφίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας 12) – Ιδιόμελον, Βόλος 2021, σσ. 169-188.
Ένας από τους ηπειρώτικους θρύλους, που μετασχηματίζεται στη διηγηματογραφία του μεταπολεμικού πεζογράφου Χριστόφορου Μηλιώνη (1932-2017), συνδέεται με μία ασυνήθιστη τοιχογραφία του 18ου αιώνα στον ενοριακό ναό του χωριού Αλεποχώρι (Αλποχώρι) Μπότσαρη του νομού Ιωαννίνων. Ο ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου –ή κατά τους ντόπιους Μονή της Στώγερης ή του Στόγερη– εικονογραφείται το 1784 από τον ιερέα Κωνσταντίνο, που κατάγεται από το Φορτώσι των Κατσανοχωρίων Ιωαννίνων, με την οικονομική συνδρομή κάποιου Διαμάντη Σπάτουλα. Στον νοτιοανατολικό κίονα της εκκλησίας υπάρχει μία λαϊκή ολόσωμη προσωπογραφία ενός οπλισμένου φουστανελοφόρου, που κατά τη συνοδευτική επιγραφή αναπαριστά τον δωρητή Διαμάντη Σπάτουλα. Ο Σπάτουλας αναγνωρίζεται ως ένας περιβόητος ληστής της περιοχής που εξαναγκάζει τον ιερωμένο ζωγράφο να τον ιστορήσει μέσα στον ναό, αλλά ο τελευταίος προσθέτει στη ζωγραφιά την καταγγελτική σημείωση «εζωγραφίσθη στανικώς». Εντούτοις, πρόσφατες αρχαιολογικές έρευνες δεν επιβεβαιώνουν ιστορικά την αναμφισβήτητη γοητεία του μύθου.
Ο παραπάνω θρύλος ενσωματώνεται στο αφηγηματικό πρόγραμμα δύο κειμένων του Χριστόφορου Μηλιώνη. Το πρώτο κείμενο («Δωδώνη – Λάκκα Σουλίου», 1962) είναι ένα ταξιδιωτικό πεζό που δημοσιεύεται στο μεταπολεμικό περιοδικό των Ιωαννίνων Ενδοχώρα. Ο θρύλος σηματοδοτεί τον πολιτισμικό πλούτο του τόπου σε αντίθεση με την οικονομική φτώχεια του (πνευματικός κόσμος vs υλικός κόσμος). Στο δεύτερο κείμενο, το διήγημα «Ο φιλόκαλος ληστής» από τη συλλογή Χειριστής Ανελκυστήρος (1993), ο θρύλος επανεμφανίζεται σε διαφορετικό σημασιολογικό πεδίο. Με θεματικό άξονα την ίδια την τέχνη του αφηγείσθαι, μυθοποιούνται οι συνθήκες συγγραφής του δημοσιευμένου πριν από τριάντα χρόνια οδοιπορικού. Το υπαρκτό δημοσίευμα στην Ενδοχώρα χρησιμοποιείται ως παράδειγμα συγγραφικής απειρίας, επειδή ορισμένοι κάτοικοι ταυτοποιούν τους εαυτούς τους με κάποιους γραφικούς ήρωες του αφηγήματος και διαμαρτύρονται έντονα.
Το σημειωτικό μοντέλο συνδήλωσης (model of connotation) του Roland Barthes, ερμηνεύει με σαφήνεια την υπονοούμενη αλληλεξάρτηση των δύο ομόθεμων κειμένων του Χριστόφορου Μηλιώνη. Το ταξιδιωτικό πεζό είναι απλώς καταδηλωτικό σημείο χωρίς συνδηλωτικές προεκτάσεις, πέρα από την πρόσληψη της επιγραφής ως «νίκη του πνεύματος πάνω στη βία». Στο διήγημα ο θρύλος του ζωγράφου και του ληστή λειτουργεί ως συνδήλωση γύρω από την καλλιτεχνική δημιουργία και τον ρόλο του λογοτέχνη. Η αφήγηση προωθεί τη διπλή παραλληλία συγγραφέας = ζωγράφος + ληστής. Στη σύζευξη συγγραφέας = ζωγράφος, η λογοδοσία του συγγραφέα προς τον αναγνώστη εξισώνεται με την απολογία του ζωγράφου για την αθέλητη ιστόρηση του ληστή. Στη σύζευξη συγγραφέας = ληστής, ο συγγραφέας ισοδυναμεί με τον φιλόκαλο-φιλότεχνο ληστή, επειδή «κλέβει» στοιχεία από την πραγματικότητα και τους ζωντανούς ανθρώπους για να συγκροτήσει το αφηγηματικό του σύμπαν. Με τη μεσολάβηση του συγγραφέα τα αληθινά άτομα «στανικώς» μετασχηματίζονται σε κατασκευασμένα από λέξεις δρώντα πρόσωπα.
Κατεβάστε το PDF «“Εζωγραφίσθη στανικώς”: Ο θρύλος της προσωπογραφίας ενός ληστή στην πεζογραφία του Χριστόφορου Μηλιώνη»
Αφήστε μια απάντηση