Η Κληρονομιά είναι διήγημα με σταθερή αφηγηματική δομή και στέρεους χαρακτήρες. Αποτελεί μυθοπλασία. Οι χαρακτήρες, το σκηνικό και η δράση είναι περισσότερο φανταστικά παρά πραγματικά. Εδώ η φωνή του αφηγητή δεν συμπίπτει, κατ΄ ανάγκη με τη φωνή της συγγραφέως. (Woolf, σελ.10) Χρησιμοποιείται η τεχνική της αφήγησης, μέσα από τις σκέψεις του συζύγου. Εκείνος περιγράφει καταστάσεις στο παρόν, ανακαλεί γεγονότα του παρελθόντος, μεταφέρει αποσπάσματα από διαλόγους από το παρελθόν και του σήμερα. Ο χρόνος δεν είναι γραμμικός αλλά από το τώρα μετακινείται στο μακρινό ή κοντινό παρελθόν συχνά. Η αφήγηση ξεκινά έξι εβδομάδες μετά το τραγικό γεγονός και αναδρομικά, μας δίνει την πορεία ενός ευτυχισμένου αρχικά γάμου, ο οποίος καταλήγει στην ανία και στην προδοσία. Μέσα από την ανάγνωση του ημερολογίου, βλέπουμε τα αίτια της φθοράς. Η γυναίκα παρουσιάζεται ως ένα αντικείμενο, μια κούκλα η οποία πρέπει να φροντίζει την εμφάνιση της και να στέκεται αντάξια δίπλα στο πλευρό του άντρα της ως σκιά του, άβουλη και ανέκφραστη. <<….τον συνόδευε στις προεκλογικές περιοδείες του… καθόταν δίπλα του στο βάθρο>> (Woolf, σελ.42). Το μυαλό δεν της χρειάζεται μιας η αρχή και το τέλος, η γνώση και η γνώμη, δεν είναι δική της έγνοια αλλά του συζύγου της << Μακάρι να είχε κουβεντιάσει το θέμα μαζί του, αντί να τυραννάει το δόλιο το κεφαλάκι της με ζητήματα υπερβολικά δυσνόητα!>> (Woolf, σελ. 46). Αυτή φροντίζει να είναι πάντα εκεί, δίπλα του, να την καμαρώνει, να την επιδεικνύει <<… ήταν πολύ περήφανος για τη σύζυγό του… όταν δειπνούσαν έξω…έλεγε με το νου: είναι η πιο χαριτωμένη εδώ μέσα!>> (woolf, σελ. 42. Βασική της δουλειά είναι να εντυπωσιάζει τους συνεργάτες του άντρα της και να στέκεται επάξια ανάλογα με την κοινωνική τους τάξη <<Είχα μεγάλη αδημονία, ήθελα να κάνω καλή εντύπωση. Φόρεσα το νυφιάτικο φόρεμά μου… δίπλα στον ηλικιωμένο αρχηγό, να κατακτά τον γέροντα…>> (Woolf, σελ.43). Η ερωτική της ταυτότητα ξεκάθαρα είναι ανύπαρκτη για την ίδια και για τον σύζυγό της. Χαριτωμένη, αδαής, κοριτσίστικη, σαν παιδί, φιλόστοργη ήταν οι χαρακτηρισμοί του για εκείνη. Για το λόγο αυτό ο σύζυγος εκπλήσσεται όταν ανακαλύπτει ότι είχε εξωσυζυγική σχέση. Ακόμα και στην αρχή του ημερολογίου δεν το πιστεύει και ρίχνει τις ευθύνες στον άλλο άντρα.<<Της είχε ζητήσει να γίνει ερωμένη του, ο παλιάνθρωπος…Ο τύπος της είχε ριχτεί μες στο ίδιο του το σπίτι.>> (Woolf, σελ. 47). Η γυναίκα του όμως απελευθερώνεται τελικά μόνο μετά το θάνατο της όταν του κληροδοτεί το ημερολόγιο της. Φανερώνεται τότε ο αληθινός εαυτός της, αυτός που απατά, που εξαπατά, που απιστεί αλλά όλα αυτά γιατί έχει μια βαθιά ανάγκη για αγάπη και έρωτα, την οποία λόγω της αντίληψης του άντρα της δεν μπόρεσε να διεκδικήσει. Ο ίδιος την αντιμετώπιζε ως ένα εύθραυστο διακοσμητικό που όλοι μπορούσαν να θαυμάζουν, ο ίδιος το παρουσίαζε με περηφάνια και καμάρι αλλά δεν το άγγιζε ποτέ μη σπάσει.
Η ίδια αντιμετώπιση της γυναίκας ισχύει και για την Σίσσυ Μίλλερ. Μια γραμματέας αξία της κοινωνικής τάξης της. Μια γραμματέας και τίποτα άλλο. Μια γυναίκα μέσα στο σωρό. << Υπήρχαν χιλιάδες Σίσσυ Μίλλερ- άχαρες γυναικούλες, ντυμένες στα μαύρα, με έναν χαρτοφύλακα στο χέρι>> (Woolf, σελ.39).
Δύο γυναίκες οι οποίες πρέπει να συμπεριφέρονται ανάλογα την κοινωνική τους τάξη. Η πρώτη μια υπάκουη σύζυγος πολιτικού, στέκεται στο πλευρό του και η μόνη δουλειά που μπορεί να ασχοληθεί είναι σε σχέση με το επάγγελμα τού άντρα της και μέσα στο σπίτι της.<< ως σύζυγος επιφανούς πολιτικού η Άντζελα είχε τα δικά της καθήκοντα>> (Woolf, σελ39.) Η μόνη ίσως απασχόληση που μπορεί να της ταιριάζει, εκτός σπιτιού, είναι να ασχοληθεί με φιλανθρωπικό έργο. Με κόπο μίλησε στον σύζυγό της. << Επιτέλους, μάζεψα το κουράγιο μου και μίλησα στον Γκίλμπερτ… αισθανόταν τεμπέλα, πολύ άχρηστη… του μιλάει κοκκινίζοντας>> (Woolf, σελ. 44). Εκείνος απορεί και βάζει προϋποθέσεις: << Δεν της έφτανε η φροντίδα του σπιτιού;… να του υποσχεθεί ότι δεν θα αρρώσταινε>>. Ειδικά εδώ βλέπουμε ότι απαραίτητη προϋπόθεση ήταν να είναι καλά στην υγεία της, πράγμα που το απαιτούσε ο ρόλος της. Να είναι καλά και ζωντανή. Από την αρχή της ιστορίας δεν βλέπουμε έναν καταρρακωμένο, από το θάνατο της γυναίκας του, σύζυγο. Τη θυμάται με νοσταλγία και συμπάθεια. Δεν θρηνεί. Περισσότερο καταρρακώνεται όταν ανακαλύπτει ότι όλα τα χρόνια της ζωής του ζούσε σε ένα ψέμα.
Η δεύτερη γυναίκα, η γραμματέας, μιας και ανήκει σε άλλη κοινωνική τάξη, εκτός από την άχαρη εμφάνιση και το ντύσιμο χωρίς ιδιαίτερο στυλ, μπορεί να εργάζεται εκτός του σπιτιού της,σε ένα άλλο σπίτι. Δεν μπορεί να φανταστεί ο Γκίλμπερτ ότι αυτή η γυναίκα ήξερε και καταλάβαινε πολύ καλύτερα την γυναίκα του και σημαντικό αποτελούσε μέρος της ζωής της.
Η Άντζελα καταφέρνει να αλλάξει κατά τη διάρκεια της ζωής της. Αρχικά είναι μια γυναίκα που αποδέχεται τον ρόλο της συζύγου, έτσι όπως ορίζεται από το κοινωνικό περιβάλλον. <<Πόσο περήφανη νιώθω που είμαι γυναίκα του!> (Woolf, σελ. 42). Ως τρόπο σκέψης έχει το κοινότοπο δεδομένο για την ευτυχισμένη γυναίκα: καλός γάμος, οικογένεια, φροντίδα παιδιών, ο σύζυγος προστάτης οικογένειας. Καταφέρνει να υπερβεί ταμπού και στερεότυπα και να δημιουργήσει μια εξωσυζυγική σχέση. Αυτή η σχέση δεν αφορά μόνο την ερωτική της επανάσταση αλλά και μια επανάσταση στην σκέψη, στις πολιτικές ιδέες και στις επερχόμενες αλλαγές του τρόπο ζωής. Όμως δεν ολοκληρώνεται η αλλαγή της έτσι ώστε να διεκδικήσει τα πράγματα που θέλει στη ζωή της. Αυτό το κάνει μόνο με το θάνατο της, καθώς αποκαλύπτει τα πάντα με το ημερολόγιο της, στο σύζυγό της. Βέβαια και εδώ ακόμα βλέπουμε ότι πάλι ένας άντρας την καθοδηγεί. Ο εραστής της την παρακινεί να αλλάξει τρόπο ζωής. Και όταν αυτός χάνεται δεν είναι σε θέση να πορευτεί μόνη της και παρακινουμένη από έρωτα και απελπισία, αυτοκτονεί. Θέλει όμως να μείνει καταγεγραμμένη και να φανερωθεί η επανάσταση της.
Διατηρεί την στερεότυπη προσδοκία ότι αν είχε παιδιά θα ήταν καλύτερα επειδή εκείνος θα ήταν καλά. <<…το έφερε βαρέως επειδή δεν είχαν παιδιά…πόσο θα ήθελα…ο Γκίλμπερτ να είχε ένα γιο>> (Woolf. σελ. 43). Εκείνος όμως δεν έδειχνε να συμμερίζεται τις σκέψεις της, αντιθέτως τον ικανοποιούσε η ζωή που ζούσε και είχε φιλοδοξίες μόνο για την πολιτική του θέση. Ανακαλύπτει την αφύπνιση της γυναίκας του, τη συνειδητοποίηση της ανάγκης της για συμμετοχή στις κοινωνικές διεργασίες και στην επιθυμία της να πάψει να αποτελεί το στολίδι του. Βλέπει τον καθρέφτη της δικής του επιτυχίας, γεγονός που ο μεγαλωμένος μέσα στην ανδροκρατούμενη κοινωνία σύζυγος, παρ όλη την καλοσύνη και την αγάπη του, είναι δύσκολο να αποδεχτεί, όπως φαίνεται από τη δύναμη της φωνής του στο τηλεφώνημα με το οποίο η γραμματέας της συζύγου του γνωστοποιεί την ταυτότητα του εραστή. Στο τέλος μόνο, όταν όλη η αλήθεια του φανερώνεται, αντιλαμβάνεται το μερίδιο ευθύνης του << …είχε κατεβεί από το πεζοδρόμιο για να ξεφύγει από την αφεντιά του>> (Woolf, σελ. 48). Στον καθρέφτη βλέπει έναν άντρα όχι μόνο επαγγελματικά επιτυχημένο αλλά και ερωτικά. Έτσι όταν η γραμματέας τού προτείνει αινιγματικά τη βοήθειά της εκείνος αρχικά πιστεύει ότι είναι κρυφά ερωτευμένη μαζί του << μπροστά από τον καθρέφτη, το βλέμμα του έπεσε στο είδωλό του…όφειλε να ομολογήσει ότι παρέμενε ένας άντρας καλοστεκούμενος>> (Woolf, σελ. 41). Όπως και το καθρέφτισμά του, στα μάτια της συζύγου του, τον έκανε να μοιάζει ότι είχε τον έλεγχο όλων, πράγμα που δεν τον άφηνε να καταλάβει την πραγματικότητα <<Κι εκείνη, φυσικά, έμενε πιο συχνά μόνη…>> (Woolf, σελ. 43)
Woolf Virginia, Δευτέρα ή Τρίτη και άλλα διηγήματα, μτφ. Παλμύρα Ισμυρίδου, εκδ. Άγρα, Αθήνα 2019.