Προχώρα μπροστά – Διήγημα

Συγγραφή
Του Ασίλντο Πέσκου

Ήμουν 10 χρονών και πήγαινα στην Τετάρτη δημοτικού. Είχα πολλούς φίλους και σαν τάξη ήμασταν πολύ δεμένοι. Έμενα σε μία ήσυχη γειτονιά και το σχολείο μου ήταν ακριβώς κάτω από το σπίτι μου.

  Ο κολλητός μου ήταν ο Γιώργος, ένα πολύ καλό παιδί, και μαζί περνούσαμε πολύ ωραία. Σχεδόν κάθε μέρα το σχολείο ήταν ανοιχτό, διότι πραγματοποιούνταν μαθήματα χορού και, επειδή ήταν μεγάλο, πηγαίναμε μαζί και με άλλους φίλους μας να παίξουμε ποδόσφαιρο, μήλα, κορόιδο ή κρυφτό.

Στο διάλειμμα όμως μία μέρα μαλώσαμε για τα άχυρα. Επειδή το δασάκι του σχολείου μας  είχε πεύκα, εμείς όλοι τα μαζεύαμε και φτιάχναμε «σπιτάκια»,  όπως τα αποκαλούσαμε. Είχαμε δύο ομάδες, στην μία ήμουν εγώ ως αρχηγός και είχα στην ομάδα μου άλλους φίλους μου και φίλες, ενώ στην δεύτερη ήταν ο κολλητός μου ο Γιώργος, και αυτός επίσης αρχηγός, και στην ομάδα του είχε και αυτός  κάποιους άλλους φίλους και φίλες.

  Μία μέρα είπε στην ομάδα του να έρθει και να κλέψει το άχυρο της δικής μου ομάδας. Μάλιστα είχε βάλει στο κόλπο και τους φίλους μου από τη δική μου ομάδα. Ήρθαν, το έκλεψαν όλο το άχυρο και έφυγαν για να φτιάξουν το σπιτάκι τους μεγαλύτερο και πιο ωραίο.  Εγώ δεν αντέδρασα, απλά ήμουν στεναχωρημένος για την προδοσία από τον ίδιο μου τον κολλητό και τους φίλους μου.

   Βλέποντάς με στεναχωρημένο οι φίλες μου από την ομάδα μου, πήγαν και έκλεψαν κι αυτές όλο το άχυρο που μας είχαν κλέψει, και ακόμα πιο πολύ.  Εκείνη την στιγμή μου έδωσαν μια χαρά που δεν περιγράφεται και δεν με ένοιαξε καθόλου για τον θυμό του κολλητού μου.

  Την ίδια μέρα, το απόγευμα, βγήκα με τον αδερφό μου να παίξουμε ποδόσφαιρο. Έρχεται στα καλά του καθουμένου ο Γιώργος με έναν άλλον φίλο μας και άρχισαν να με προσβάλλουν με πολύ άσχημο τρόπο, αλλά και να με βαράνε με τα κουκουνάρια.  Άρχισα κι εγώ να ανταποδίδω ρίχνοντάς τους, αλλά δεν ήθελα να τους πετύχω. Έπειτα, αυτός πήρε ένα τούβλο και ήταν σχεδόν έτοιμος να μου το πετάξει στο κεφάλι. Ανήσυχος έπιασα γρήγορα ένα μικρό πετραδάκι και το πέταξα χωρίς να βλέπω. Τον πέτυχα ενδιάμεσα από το μάτι και το μάγουλο. Άρχισε να κλαίει. Εγώ μέσα μου ήμουν έτοιμος να λιποθυμήσω. Άρχισε να του τρέχει λίγο αίμα και αμέσως, χωρίς να με σκέφτομαι, απλά άρχισα να του ζητάω συγνώμη πολλές φορές. Και προσπάθησα να τον βοηθήσω, να το πάω στη βρύση να πλύνει την πληγή.

Αλλά αυτός άρχισε να τρέχει προς το σπίτι του κλαίγοντας. Αφού είχε φύγει, κατευθύνθηκα κι εγώ με τον αδερφό μου προς το σπίτι. Είχα χλομιάσει, δεν ήμουν καθόλου καλά και, μπαίνοντας σπίτι, κατευθείαν με ρώτησε η μαμά μου «τι συνέβη και έχεις ασπρίσει».  Της τα είπα όλα και τότε μου είπε να προσπαθήσω να ηρεμήσω, «όλα  θα φτιάξουν».

   Μετά από λίγο ακούμε μία φωνή να φωνάζει το όνομά μου. Βγαίνει έξω στο μπαλκόνι η μαμά μου και βλέπει τη μαμά του κολλητού μου. Η γυναίκα φώναζε να κοιτάξει πώς είχε γίνει ο γιος της. Ήταν έτοιμοι να φύγουν προς το νοσοκομείο. Βγήκα έξω κι εγώ κλαίγοντας, ζητώντας συγνώμη και από τους γονείς, αλλά πρώτα από τον κολλητό μου φίλο.  Έφυγαν προς το νοσοκομείο για παν ενδεχόμενο, επειδή ο Γιώργος δεν μπορούσε να ανοίξει το μάτι του από την πλευρά που τον χτύπησα με τη  πέτρα.

Μπαίνω μέσα στο δωμάτιο στεναχωρημένος και μόλις τα μαθαίνει ο μπαμπάς μου έρχεται και μου βάζει τις φωνές και μου ρίχνει ένα χαστούκι, επειδή ίσως θα μπλέκαμε με αστυνομίες και δικαστήρια. Ήταν η πρώτη φορά που με χτύπησε ο μπαμπάς μου και η τελευταία, διότι μέχρι και σήμερα έχουμε τέλεια σχέση. Αλλά μετά κατευθείαν μου ζήτησε συγνώμη και με αγκάλιασε.

   Δεν είχαμε κάποιο νεότερο μέχρι το επόμενο πρωί που είδα τον Γιώργο στο σχολείο. Είχε κολλημένο το μάτι. Όλοι όταν τον είδαν πάγωσαν για λίγο και έτρεξαν να τον ρωτήσουν τι του είχε συμβεί. Ένιωθα έναν κόμπο στο στομάχι μου και ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί. Είδα τη  μαμά μου στα κάγκελα να με παρατηρεί και να την παρακάλεσα να φύγω, αλλά δεν με άφησε, μου είπε «πάλεψε το, και αν σε πειράξει κάποιος θα μου το πεις και θα έρθω εγώ εδώ».

   Μπαίνω μέσα στη τάξη και κανένας δε μου μίλησε, απλά είχαν τα βλέμματα όλοι καταπάνω μου. Η δασκάλα μου με αγνοούσε, δε μου μιλούσε καν. Ρωτούσε τον Γιώργο αν είναι καλά κι εγώ σα να μην υπήρχα μέσα στη  τάξη. Τη σχέση μου με τους συμμαθητές και φίλους μου ευτυχώς την έφτιαξα, διότι τους εξήγησα και κατάλαβαν.

   Η μαμά μου με έβλεπε μέρα με την  μέρα που δεν ήμουν καθόλου καλά ψυχολογικά. Με ρωτούσε, αλλά της έλεγα πως όλα ήταν καλά. Στην τελική όμως, μία μέρα δεν άντεξα άλλο και της είπα τι γίνεται τόσο καιρό που είμαι έτσι. Όπως είναι πηγαίνει στο σχολείο μου και τα λέει όλα στον διευθυντή, έναν εξαιρετικό άνθρωπο με τον οποίο είχαμε καλές σχέσεις.

Ήταν 2 το μεσημέρι τότε και η δασκάλα είχε φύγει, αλλά την παίρνει τηλέφωνο ο διευθυντής και της λέει να επιστρέψει γρήγορα στο σχολείο.  Έρχεται και χλομιάζει μόλις βλέπει τη  μαμά μου. Η μαμά μου ήταν έτοιμη να την καταγγείλει. Ζήτησε συγγνώμη και παρακάλεσε να μην της κάνει μήνυση και όλα θα αλλάξουν, της το επιβεβαίωσε και ο διευθυντής.  Έτσι κι αλλιώς δεν είχε κανέναν λόγο να έχει αυτή την συμπεριφορά, πρώτα από όλα επειδή το συμβάν ήταν εξωσχολικό και, δεύτερον, διότι έχει τον τίτλο της δασκάλας και έπραξε ρατσιστικά και προκατειλημμένα. Πάντως, από εκείνη τη μέρα και μετά κατάλαβε το λάθος της, αλλά και λίγο από φόβο από εκεί και πέρα μου μιλούσε μόνο με σεβασμό.

   Όσον αφορά τον κολλητό μου,  μου ζήτησε  συγνώμη και μου είπε να ξαναγίνουμε φίλοι, μου είπε όμως να μην το μάθει η μαμά του, διότι δεν τον άφηνε ούτε να μου μιλήσει. Εγώ δέχτηκα και έτσι ξαναγίναμε φίλοι. Δυστυχώς, όμως, μία μέρα είμασταν ολοήμερο και περνούσε η μαμά του. Μας είδε να μιλάμε μεταξύ μας και να γελάμε. Μου είπε: «Αν σε ξαναδώ να μιλάς στον γιό μου θα σε φυτέψω στο χώμα σαν λουλούδι». Κράτησα μέσα μου τα λόγια της και στεναχωρήθηκα τόσο πολύ. Αν και ήθελα να της πω καμιά κουβέντα, δε μίλησα εκείνη τη στιγμή.

   Πάω σπίτι, λοιπόν, και τα λέω όλα στην μητέρα μου, μιας και με είδε και με κατάλαβε αμέσως.  Μόλις της τα είπα όλα, φόρεσε παπούτσια και πήγε στο σπίτι του Γιώργου. Φώναξε αλλά, ενώ ήταν όλη η οικογένεια μέσα, δεν τόλμησε να βγει κανένας.  Το συζητήσανε οι γονείς μου και είπαν πως δε θα βγάλουν άκρη με αυτή την οικογένεια.

  Εμείς σαν οικογένεια μετακομίσαμε σε νέα γειτονιά, αφού τέλειωσα την τέταρτη δημοτικού,  λόγω αγοράς σπιτιού.  Τους αποχαιρέτησα όλους και όλες, ακόμη και τη δασκάλα μου, που παρά τα όσα έκανε την αγαπούσα πολύ, κι αυτή επίσης εμένα, αλλά άργησε να το καταλάβει. Πλέον είμαι αριστούχος μαθητής της τρίτης γυμνασίου. Είμαι καλά, έχω πολλούς  φίλους, έχω τη οικογένειά μου, τους καθηγητές μου, που τους εκτιμώ και τους αγαπάω τον καθένα ξεχωριστά, και τα έχω καλά με όλους και με όλες.

Εν κατακλείδι, θα ήθελα να πω σε όλους να μην αφήνουν το παρελθόν να τους κρατάει, η ζωή είναι μικρή και ας κοιτάξουμε να τη χαρούμε με τους αγαπημένους μας ανθρώπους στο πλάι μας.

Αφήστε μια απάντηση