“Tου Βασίλη”, κλέφτικο – Η μάνα του μονολογεί…

«Του Βασίλη», κλέφτικο

 «Βασίλη, κάτσε φρόνιμα, να γένεις νοικοκύρης,
για ν’ αποχτήσεις πρόβατα, ζευγάρια κι αγελάδες,
χωριά κι αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν.
– Μάνα μου εγώ δεν κάθομαι να γίνω νοικοκύρης,
να κάμω αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν,
και να ‘μαι σκλάβος των Τουρκών, κοπέλι στους γερόντους.
Φέρε μου τ’ αλαφρό σπαθί και το βαρύ τουφέκι,
να πεταχτώ σαν το πουλί ψηλά στα κορφοβούνια,
να πάρω δίπλα τα βουνά, να περπατήσω λόγγους,
να βρω λημέρια των κλεφτών, γιατάκια καπετάνων
και να σουρίξω κλέφτικα, να σμίξω τους συντρόφους,
που πολεμούν με την Τουρκιά και με τους Αρβανίτες».

Πουρνό φιλεί τη μάνα του, πουρνό ξεπροβοδιέται.
«Γεια σας βουνά με τους γκρεμνούς, λαγκάδια με τις πάχνες!
– Καλώς το τ’ άξιο το παιδί και τ’ άξιο παλικάρι».

Ν.Γ. Πολίτη, Δημοτικά τραγούδια, Γράμματα
Bλ. βιβλίο λογοτεχνίας β΄ γυμνασίου, σελ. 75

Εργασία αναγνωστικής ανταπόκρισης:

Η μάνα παρακολουθεί τον Βασίλη να ξεμακραίνει από το σπίτι. Τι σκέφτεται; Τι νιώθει μέσα της;

Αχ! Βασίλη μου, πού πας, μέσα στον κίνδυνο, εκεί ψηλά στα κορφοβούνια; Πώς θα ζήσεις με τόσες δυσκολίες, τι θα τρως; Παιδί μου, τι θα γίνω εγώ άμα πάθεις κάτι από τις Τούρκους; Κάτσε εδώ πέρα, να γίνεις νοικοκύρης και να είσαι ασφαλής!
Πώς να σου το πω, πώς να στο δείξω, τις πάρει τις αποφάσεις σου και δε θέλω να σου δείξω πόσο θλιμμένη είμαι, γιατί ξέρω πως δεν πρέπει να φύγεις θλιμμένος.
Βασιλάκη μου, μεγάλωσες, θες να γίνεις επαναστάτης και πολεμιστής, να ζήσεις ελεύθερος. ΓΙ’ αυτό κι εγώ, τι μου μένει; Σε αποχαιρετώ με όλη μου την αγάπη κει με τις μου τις ευχές, να πάνε όλα καλά και να σου βγει σε καλό αυτή σου η επιλογή!

⊗ ⊗ ⊗

Αχ Παναγία μου, κάνε να μην του βγει σε κακό αυτή του η επιλογή! Θέλω να τον προστατεύεις από το κακό. Θα είναι καλά; Δεν θα είναι; Μα τι αναρωτιέμαι… παιδί μου είναι, έχει αντρεία και τόλμη, θα τα καταφέρει και θα είμαι περήφανη γι’ αυτόν, είναι γενναίος και δυνατός· αν δεν ήταν δε θα πήγαινε τόσο μακριά στα άγρια βουνά…
Τέλος πάντων, όπως και να ’χει, μάνα του είμαι και υποστηρίζω την απόφασή του, θα τα καταφέρει. Δεν μπορώ να λυγίσω, όχι, δε θα λυγίσω, γιατί είμαι δυνατή κι εγώ, γιατί πρόκειται για το καλό του γιου μου. Σ’ όλους μας αρέσει η ελευθερία, μα δεν τολμούμε να παλέψουμε γι’ αυτήν. Οπότε είμαι περήφανη που τόλμησε ο Βασίλης μου και στάθηκε στο ύψος του ως γενναίος άντρας, ας είναι καλά κι ας μην τον βλέπω καθόλου.
Αχ, περήφανέ μου γιε, σπλάχνο μου, σ’ αγαπώ! Δε σε συγκίνησα, που αρνήθηκες να κάτσεις εδώ, να γίνεις νοικοκύρης, με χωράφια, με κοπάδια και ζευγάρια. Αχ, Βασίλη μου! Σ’ αγαπώ ό,τι και να κάνεις!

⊗ ⊗ ⊗

Ο Βασίλης μου θέλει να φύγει, να πάει στα βουνά και να πολεμήσει για την πατρίδα. Δε θέλω να τον αφήσω… Προσπάθησα να τον πείσω να μείνει, να κάνει οικογένεια, να έχει ζώα και χωράφια, αλλά τίποτα… Δε με ακούει, δε θέλει να ζήσει έτσι μέσα στη σκλαβιά, λέει. Προτιμάει να πολεμάει στα βουνά μαζί με τους κλέφτες.
Δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο, είναι πλέον αρκετά μεγάλος και μπορεί να παίρνει μόνος του αποφάσεις για τη ζωή του. Εξάλλου, αυτό είναι το σωστό, να πολεμήσει για την πατρίδα ενάντια στους Τούρκους. Τώρα, το μόνο που μου μένει είναι προσεύχομαι γι’ αυτόν και να ελπίζω να γυρίσει στο σπίτι γερός και νικητής.

 
www.flickr.com/

Αχ, ο γλυκός μου ο Βασίλης, φεύγει μακριά μου… Έγινε κι αυτός ολόκληρος άντρας, άνοιξε τα φτερά του κι πήρε τον δικό του δρόμο. Σαν ψέματα μου φαίνεται! Μέχρι χθες έτρεχε πάνω κάτω μέσα στο σπίτι, παίζοντας με τα παιχνίδια του. Και τώρα έγινε λεβέντης και περήφανος, με το ντουφέκι του στο χέρι ξεκίνησε για τα βουνά, να υπερασπιστεί την πατρίδα του. Πάνε πια τα παράπονα και τα κλάματα που δεν τον άφηνα να βγει ούτε στην αλάνα, να παίξει με τους φίλους του.
Αχ, αγόρι μου, τώρα καταλαβαίνω πόσο σκληρή έγινα, που σου ’λεγα τέτοια πράματα. Δεν το έκανα από κακία, παιδί μου, .ήθελα να κάτσεις ήσυχα για να σου είναι εύκολο να ζήσεις και να μην έχεις δυσκολίες.
Ποιος ξέρει τώρα πότε θα μ’ αξιώσει ο Θεός να ξανακούσω τη φωνούλα σου. Κι αν δε με αξιώσει; Αν χάσω τον μονάκριβό μου εκεί πάνω στην παγωνιά από ντουφεκιά Τούρκου; Δε θέλω ούτε να το σκέφτομαι! Κάνε, Θεέ μου, να ξαναδώ τον γιο μου γερό και την πατρίδα λεύτερη, κι ας πεθάνω μετά!

⊗ ⊗ ⊗

Α ρε Βασίλη μου, μεγάλωσες κι εσύ! Το σπαθί και το τουφέκι πήρες, ο επαναστάτης που ήθελες έγινες. Πώς να κρύψω τα συναισθήματά μου; Πώς να σ’ αφήσω να φύγεις από την αγκαλιά μου;
Η λύπη τους δεν ξεπερνά τη χαρά μου. Την απόφασή σου την καταλαβαίνω. Α ρε Βασιλάκη μου, γενναίο μου παιδί! Δεν κατάλαβα πότε πέρασε ο χρόνος, πότε μεγάλωσες και έγινες τόσο γενναίο παιδί. Δε θα καταλάβεις ποτέ τον φόβο που νιώθω μέσα μου, καθώς σκέφτομαι τους κινδύνους που μπορεί να περάσεις. Η σκέψη σου καθώς φεύγεις θα με βασανίζει, Βασιλάκη μου, καμάρι μου. Να προσέχεις εκεί που πας, παλικάρι μου…

⊗ ⊗ ⊗

Βασίλη μου, χαίρομαι πάρα πολύ που σε βλέπω δυνατό, να μη φοβάσαι. Μου δίνεις δύναμη και θάρρος, για να συνεχίσω να ελπίζω. Σε καμαρώνω! Με τη στάση σου εμψυχώνεις και τα άλλα παιδιά.
Πληγώνομαι όμως και διστάζω κάθε φορά που σκέφτομαι μη συμβεί κάτι. .. Μα αυτός είναι ψύχραιμος και ήρεμος, γιατί χαίρεται που επιτέλους θα απελευθερωθεί, θα κυνηγήσει το όνειρό του και είμαι σίγουρη πως θα το πετύχει. Δε θέλω να φοβάται, θέλω να είναι σίγουρος και έτοιμος γι’ αυτό που πάει να κάνει, συνειδητοποιημένος και δυνατός για ό,τι κι αν συμβεί. Πιστεύω σ’ αυτόν!

 ⊗ ⊗ ⊗

Ίσα που φαίνεται το αγόρι μου… Ξεμάκρυνε, άντρας πια, αντρώθηκε. Πήρε το σπαθί του και ντουφέκι του και δεν τον κρατάει τίποτα. Θέλει να πάει να πολεμήσει, να παλέψει κι αυτός, να βάλει κι αυτός το δικό του λιθαράκι για μια πατρίδα ελεύθερη.
Κόβεται η ψυχή μου που τον βλέπω να φεύγει. Προσπάθησα με χίλιους τρόπους να τον πείσω αν μείνει. Του είπα ότι εδώ θα κάνει προκοπή, θα αποκτήσει βιος, χωράφια με εργάτες, ζώα πολλά. Τίποτα δεν τον συγκίνησε απ’ αυτά. Όσο κι αν προσπάθησα η δόλια μάνα. Έχει ορμή το αγόρι μου κι έχει και ηρωισμό μέσα του.
Μπορεί να με πονάει από τώρα η απουσία του Βασίλη μου, αλλά παράλληλα φουσκώνω μέσα μου από περηφάνια. Κάθε γονιός θέλει να έχει τα παιδιά του κοντά του. Να τα αισθάνεται, να τα μυρίζει. Κι εγώ τον ήθελε κοντά μου τον Βασίλη μου. Αλλά έχω και μια κρυφή χαρά μέσα μου, που δεν μπορώ να τη συμμαζέψω. Το παλικάρι μου θέλει να είναι ελεύθερο, δε θέλει να έχει δουλική ζωή. Να δίνει λογαριασμό στους γέροντες και στους Τούρκους, θέλει να είναι ελεύθερο πουλί. Και θέλει να πολεμήσει για μια ελεύθερη πατρίδα.
Μέρα νύχτα θα σκέφτομαι, αγόρι μου, και παρακαλάω την Παναγία να είσαι γερό, να σε φυλάει και να σε προστατεύει. Όπως και όλα τ’ άλλα παλικάρια εκεί πάνω στα βουνά, που πολεμάτε για μια ελεύθερη πατρίδα. Θα σε συντροφεύει η σκέψη μου, ολημερίς κι ολονυχτίς, όπου και να ’σαι. Δεν τον αντέχεις τον ζυγό και βαθιά μέσα μου σε καμαρώνω που πήρες αυτή την απόφαση. Με κάνεις μια περήφανη μάνα, γιε μου. Την ψυχή μου να την έχεις σα φυλαχτό μαζί σου πάντα. Καλή τύχη, παλικάρι μου.

σημαίαΤανήΤας

Πώς να δεχτώ, Θεέ μου, τέτοια μοίρα; Στο νου μου έρχεται η μάνα της Σπάρτης. Το δίλημμα καίει τα σωθικά μου. Να ξεπροβοδίσω τον μονάκριβό μου γιο, στέλνοντας τον κατευθείαν μες στην αγκαλιά του χάρου; Ή να αποχαιρετήσω έναν ήρωα που με το τουφέκι του θα κερδίσει αιώνια τιμή και περηφάνεια; Πόνος με κυριεύει, φόβος και αγωνία. Αλλά δεν μπορώ να σταθώ εμπόδιο μπρος στην επιθυμία του γιου μου. Αν κάνει πίσω και μείνει, άνανδρος και ατιμασμένος για πάντα θα μείνει. Αν πάλι κάνει σα λιοντάρι στη μάχη να χυθεί, θα κερδίσει έστω και με τη ζωή του αιώνια δόξα και τιμή και θα κάνει την οικογένειά του υπερήφανη. Μα και μόνο στην ιδέα ότι ο Βασιλάκης μου μπορεί να πάθει κάτι βασανίζομαι. Δεν μπορώ, δε θέλω να αποφασίσω.
Ας κάνει όπως νομίζει, μόνο να ξέρει πως ό,τι και να κάνει θα έχει την ευχή μου και την αγάπη μου.

⊗ ⊗ ⊗

Έγραψαν οι εξής μαθητές/τριες του Β2: Κασαπίδου Άννα, Κιοσεπαρασίδου Δέσποινα, Κανακούδη Ευαγγελία, Κοτσαμπά Πηνελόπη, Λιανού Ειρήνη, Μαδίτση Μαρία, Μαυρίδης Γιώργος, Μπαμπίτσα Σταυρούλα.

Εικόνα 1η CC BY-NC-ND 2.0  από flickr.com