Η κοινή χρήση αυτοκινήτου αυξάνει την ποιότητα της αστικής ζωής και μειώνει την κυκλοφοριακή συμφόρηση
Η κοινή χρήση αυτοκινήτου, σύμφωνα με επίσημες έρευνες, αυξάνει την ποιότητα της αστικής ζωής, μειώνοντας την κυκλοφοριακή συμφόρηση και τη ρύπανση στις μεγάλες πόλεις, μετατρέποντας τις υποχρησιμοποιούμενες θέσεις στάθμευσης σε λειτουργικούς δημόσιους χώρους.
Tο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Μπέρκλευ παρακολούθησε εκατοντάδες συνδρομητές City CarShare στο Σαν Φρανσίσκο για 18 μήνες. Σε αυτήν την περίοδο, η μέση απόσταση όλων των διαδρομών ήταν 20.900 χιλιόμετρα, ενώ υπήρξε εξοικονόμηση καυσίμου 2.725,5 λίτρων βενζίνης και αποφεύχθηκαν 9.072 κιλά CO2. Επιπλέον, σχεδόν το 33% των ατόμων που μετείχαν στο πρόγραμμα της κοινής χρήσης του αυτοκινήτου πούλησαν ένα ή περισσότερα από τα οχήματά τους και περίπου το 65% εγκατέλειψε την ιδέα αγοράς ενός επιπλέον αυτοκινήτου.
Η τάση του carsharing εξαπλώνεται σε όλο τον κόσμο και παρατηρείται κυρίως σε περιοχές υψηλής αστικοποίησης, καθώς οι καταναλωτές και οι επιχειρήσεις επιθυμούν να επωφεληθούν από τις λύσεις αστικής μετακίνησης. Στην Ολλανδία, για παράδειγμα, τα αυτοκίνητα του carsharing αυξάνονται συνεχώς για να φθάσουν τα αμέσως επόμενα χρόνια κοντά στο εκατομμύριο. Τα κοινόχρηστα αυτοκίνητα αντικαθιστούν τα ιδιωτικά ή τα ενοικιαζόμενα αυτοκίνητα στο 38% των συνδρομητών, ενώ το 35% από τους συνδρομητές χρησιμοποιεί τα δημόσια μέσα μεταφοράς.
Αρκετές μελέτες παγκοσμίως δείχνουν την άμεση συσχέτιση μεταξύ της μειωμένης ιδιοκτησίας αυτοκινήτου και της απόστασης που διανύθηκε με το αυτοκίνητο. Μερικά ενδιαφέροντα στοιχεία είναι ότι σημειώθηκε μείωση 1.600 χιλιομέτρων, γεγονός που ισοδυναμεί με 175-2.265 κιλών CO2 ετησίως (ανάλογα με το αυτοκίνητο) ανά νοικοκυριό carsharing. Μακροπρόθεσμα, οι χρήστες που μοιράζονται αυτοκίνητα θα σταματήσουν τη συνολική χρήση των αυτοκινήτων και αναμένεται να αρχίσουν να χρησιμοποιούν περισσότερο ποδήλατα, τρένα και αστικές συγκοινωνίες. Ένα κοινόχρηστο αυτοκίνητο αντικαθιστά τέσσερα έως οκτώ ιδιωτικά αυτοκίνητα και ο χώρος που εξοικονομείται από ένα κοινόχρηστο αυτοκίνητο είναι περίπου 36-38 μ2, εξοικονομώντας έτσι αρκετούς χώρους στάθμευσης.
Σύμφωνα με τη McKinsey, το Carsharing έχει μέλλον, ειδικά στην Ευρώπη. Ωστόσο, υπάρχουν προβλήματα που πρέπει να ξεπεραστούν για να επιταχυνθεί η ανάπτυξη. Μερικοί καταναλωτές δεν μπορούν να βρουν διαθέσιμα οχήματα όταν τα χρειάζονται, κάποιοι χρησιμοποιούν carsharing, ενώ έχουν ιδιωτικά αυτοκίνητα και κάποιοι εξακολουθούν να διστάζουν λόγω της ανησυχίας που έχουν για το αν θα βρουν θέση στάθμευσης. Καθώς οι αυξανόμενες τιμές καυσίμου και ενέργειας στέκεται μεγάλο πρόβλημα απόκτησης αυτοκινήτων το carsharing μπορεί να προσφέρει λύσεις.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε η Berg Insight, ο παγκόσμιος στόλος carsharing αυξήθηκε κατά 8,7% με αποτέλεσμα οι συνδρομές να αυξηθούν κατά 43,8% το 2022. Ο αριθμός των χρηστών υπηρεσιών carsharing παγκοσμίως αναμένεται να αυξηθεί από 123,4 εκατομμύρια το 2022 σε 269,4 εκατομμύρια το 2027, ενώ ο αριθμός των οχημάτων που χρησιμοποιούνται σε υπηρεσίες κοινής χρήσης αυτοκινήτων παγκοσμίως προβλέπεται να αυξηθεί από 575.000 το 2022 σε 979.000 μέχρι το τέλος του 2027.
Η Ευρώπη και η Ασία-Ειρηνικός ηγούνται της παγκόσμιας επέκτασης της κοινής χρήσης αυτοκινήτων, ακολουθούμενη από τη Νότια Αμερική και τη Μέση Ανατολή. Ταυτόχρονα, η Βόρεια Αμερική ανέκαμψε το 2022, αυξάνοντας τον στόλο και το μέγεθος των συνδρομητών κατά 7,9% και 9,1%, αντίστοιχα.
πηγή: ΑΠΕ ΜΠΕ
Η αποκατάσταση της φύσης κρίσιμο εργαλείο για το μέλλον του πλανήτη μας
Όπως έχουν αναδείξει πλείστες επιστημονικές μελέτες, οι ανθρώπινες δραστηριότητες έχουν οδηγήσει σε πρωτοφανή υποβάθμιση των φυσικών οικοσυστημάτων και απώλεια της βιοποικιλότητας με δυσμενείς επιπτώσεις για το κλίμα, τη ζωή μας και την οικονομία.
Για να ανατραπεί η καταστροφική για τον πλανήτη μας πορεία δεν επαρκούν μόνο μέτρα για την προστασία της φύσης. Απαιτούνται άμεσες ενέργειες για την αποκατάσταση των υποβαθμισμένων φυσικών οικοσυστημάτων σε καλή και υγιή κατάσταση.
Η αποκατάσταση μπορεί να επιτευχθεί είτε με την υλοποίηση συγκεκριμένων έργων, όπως την αφαίρεση φραγμάτων για αποκατάσταση της ροής ενός ποταμού, την άρση επιχωματώσεων σε υγροτόπους, τη δενδροφύτευση, την εγκατάσταση τεχνητών υφάλων, είτε με τη λήψη μέτρων, όπως την απαγόρευση δραστηριοτήτων σε μια περιοχή προκειμένου το οικοσύστημα να αποκατασταθεί με φυσικό τρόπο.
Οι δράσεις αποκατάστασης μπορούν να επιφέρουν μια μεγάλη ποικιλία ωφελειών όχι μόνο για την προστασία και διατήρηση της βιοποικιλότητας, αλλά και για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης. Τα υγιή οικοσυστήματα μάς παρέχουν πολλές υπηρεσίες, όπως καθαρό νερό και αέρα, τροφή, φυσικούς πόρους, φάρμακα, εργασία, ψυχαγωγία και ξεκούραση, και συμβάλλουν στην ευημερία, την υγεία, την επισιτιστική ασφάλεια καθώς τη βιώσιμη ανάπτυξη των κοινωνιών μας.
Επιπλέον, η δέσμευση και αποθήκευση διοξειδίου του άνθρακα από οικοσυστήματα, όπως τα δάση, οι τυρφώνες και τα λιβάδια Ποσειδωνίας, συμβάλλουν σημαντικά στη μείωση των εκπομπών αεριών του θερμοκηπίου που απαιτείται για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης. Σημαντική είναι επίσης, και η συμβολή των υγιών οικοσυστημάτων στην προσαρμογή μας στην κρίση αυτή και στην προστασία μας από πλημμύρες και πυρκαγιές.
Αναγνωρίζοντας τη σημασία της αποκατάστασης της φύσης για την αντιμετώπιση της
κλιματικής και της οικολογικής κρίσης και για την επίτευξη των Στόχων Βιώσιμης
Ανάπτυξης, η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ κήρυξε τη δεκαετία 2021-2030 ως δεκαετία για την αποκατάσταση, με σκοπό την ενίσχυση των δράσεων για την πρόληψη, την παύση και την αναστροφή της υποβάθμισης των οικοσυστημάτων και την ενημέρωση και την ευαισθητοποίηση όλων των κρατών και άλλων κοινωνικών φορέων.
Η ανάγκη αυτή αντανακλάται και στην κρίσιμης σημασίας συμφωνία που επετεύχθη τον
περασμένο Δεκέμβριο στο πλαίσιο της 15 ης Συνδιάσκεψη των συμβαλλόμενων μερών της διεθνούς σύμβασης του ΟΗΕ για τη βιοποικιλότητα (COP-15) που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων και έναν στόχο για την αποκατάσταση της φύσης: όλα τα κράτη της διεθνούς κοινότητας θα πρέπει να λάβουν έως το 2030 αποτελεσματικά μέτρα αποκατάστασης τουλάχιστον για το 30% των περιοχών με υποβαθμισμένα χερσαία, υδάτινα, παράκτια και θαλάσσια οικοσυστήματα.
Η νομοθετική πρόταση της ΕΕ για την αποκατάσταση της φύσης
Επίσης, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας και της Ευρωπαϊκής
Στρατηγικής για τη βιοποικιλότητα, η Επιτροπή της ΕΕ ανακοίνωσε τον Ιούνιο 2022 μια
νομοθετική πρόταση για έναν νέο κανονισμό για την αποκατάσταση της φύσης. Η προτεινόμενη νομοθεσία περιλαμβάνει νομικά δεσμευτικούς στόχους για την αποκατάσταση φυσικών οικοσυστημάτων (χερσαίων, υδάτινων, παράκτιων και θαλάσσιων) και προβλέπει τη θέσπιση εθνικών σχεδίων αποκατάστασης, με συγκεκριμένα μέτρα και δράσεις, από όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ για την επίτευξη των στόχων αυτών.
Το Συμβούλιο των Υπουργών Περιβάλλοντος της ΕΕ και το Ευρωκοινοβούλιο θα
αποφασίσουν από κοινού για το τελικό περιεχόμενο του νέου κανονισμού και για την
υιοθέτησή του η οποία αναμένεται μέχρι το τέλος του 2023. Τόσο οι στόχοι όσο και οι
επιμέρους διατάξεις για τα μέτρα και τις δράσεις που πρέπει να αναλάβουν τα κράτη μέλη πρέπει να είναι φιλόδοξα και να ανταποκρίνονται στην επείγουσα ανάγκη για άμεση αποκατάσταση των φυσικών οικοσυστημάτων.
Παρά τις αντιρρήσεις που έχουν εκφραστεί από κάποιους φορείς, οι ηγέτες των κρατών μελών της ΕΕ αλλά και το Ευρωκοινοβούλιο θα πρέπει να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων και να διασφαλίσουν ότι η νέα αυτή νομοθεσία θα συμβάλει στη βελτίωση και τη διατήρηση της κατάστασης των οικοσυστημάτων σε όλη την επικράτεια της ΕΕ.
Η κατάσταση στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα, σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος το 48% των οικοτόπων που αξιολόγηθηκαν έχουν ανεπαρκή ή κακή κατάσταση.
Ανησυχητική είναι και η κατάσταση των ειδών με το 55% των αξιολογούμενων ειδών να βρίσκονται σε ανεπαρκή και κακή κατάσταση, ενώ άγνωστη είναι η κατάσταση για
σημαντικό ποσοστό τους (10,10%). Οι περιοχές που φιλοξενούν σημαντικούς και
ευαίσθητους οικοτόπους και είδη έχουν μεν ενταχθεί στο ευρωπαϊκό οικολογικό δίκτυο
Natura 2000, ωστόσο ελάχιστα μέτρα έχουν ληφθεί στην Ελλάδα για την προστασία και την αποκατάσταση των οικοσυστημάτων στις περιοχές αυτές.
Κάποιες μεμονωμένες δράσεις αποκατάστασης έχουν αναληφθεί, ωστόσο η προσέγγιση στο θέμα αυτό στην Ελλάδα είναι αποσπασματική και ανεπαρκής. Το υπουργείο Περιβάλλοντος ανακοίνωσε το 2020 το Εθνικό Σχέδιο Αναδασώσεων το οποίο προβλέπει τη δάσωση και αναδάσωση συνολικής έκτασης 500.000 στρεμμάτων που έχουν καεί, αποψιλωθεί ή υποβαθμιστεί, αλλά παραμένει να δούμε πώς θα υλοποιηθούν οι δράσεις αυτές.
Άλλες δράσεις έχουν προωθηθεί με πρωτοβουλία διαφόρων φορέων, όπως παραδείγματος χάριν η αποκατάσταση της εκβολής του ποταμού Μορώνη στην Κρήτη, με πρωτοβουλία του WWF και του Δήμου Σούδας, η οποία περιλαμβάνει την απομάκρυνση περίπου 30.000 κυβικών μέτρων μπαζών από μια έκταση περίπου 30 στρεμμάτων και τη φυσική αποκατάσταση της περιοχής.
Η θέσπιση του νέου κανονισμού της ΕΕ θα διασφαλίσει μια συνεκτική προσέγγιση με σαφείς στόχους και στοχευμένες δράσεις για την αποκατάσταση υποβαθμισμένων οικοτόπων και ενδιαιτημάτων στη χώρα μας.
Βρισκόμαστε σε ένα κομβικό σταυροδρόμι για το μέλλον του πλανήτη μας και των κοινωνιών μας. Οι ανθρώπινες δραστηριότητες και η άκρατη εκμετάλλευση φυσικών πόρων έχουν επιφέρει άνευ προηγούμενου επιπτώσεις στα φυσικά οικοσυστήματα και στο κλίμα. Η αποκατάσταση υποβαθμισμένων φυσικών οικοσυστημάτων σε καλή και υγιή κατάσταση, καθώς και η διασφάλιση ότι τα οικοσυστήματα αυτά θα διατηρήσουν την ανθεκτικότητά τους μακροπρόθεσμα σύμφωνα με τις φυσικές λειτουργίες τους, αποτελεί κρίσιμο εργαλείο για να ανταποκριθούμε στην κλιματική κρίση και την κρίση απώλειας της βιοποικιλότητας.
Η Γεωλογική Αποθήκευση CO2 «κλειδί» για την κλιματική ουδετερότητα «Κλειδί» για την επίτευξη της κλιματικής ουδετερότητας αποτελεί η γεωλογική αποθήκευση CO2 τόσο σε εθνικό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο.
Το 2021 οι εγκατεστημένες μονάδες Δέσμευσης και Αποθήκευσης CO2 (Carbon Capture and Storage – CCS) δεσμεύουν μόλις 40 εκατομμύρια τόνους ετησίως, ενώ για την επίτευξη του στόχου για περιορισμό της αύξησης θερμοκρασίας σε κάτω από 2 βαθμούς Κελσίου μέχρι το 2050 δέσμευση πρέπει να φτάσει στους 5.600. Όπως έγινε σαφές από ειδικούς και επιστήμονες σε σχετική ημερίδα που διοργάνωσε το Κέντρο Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας το πεδίο είναι ευρύτατο και η ανάγκη για την εφαρμογή της εν λόγω τεχνολογίας είναι επιτακτική, ενώ ήδη σε εξαντλημένα κοιτάσματα στον Πρίνο σχεδιάζονται τα πρώτα έργα στη χώρα.
«Για την επίτευξη των στόχων της μετάβασης σε μία κοινωνία μηδενικών εκπομπών ρύπων απαιτείται αύξηση της γεωλογικής αποθήκευσης CO2 κατά 140 φορές». Αυτό ανέφερε ο δρ Σπυρίδων Οικονόμου, πρόεδρος του Κέντρου Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας.
Στην Ελλάδα, μάλιστα, έχει ήδη ανακοινωθεί, για πρώτη φορά, η εφαρμογή αυτής της τεχνολογίας σε εξαντλημένα κοιτάσματα υδρογονανθράκων στον Πρίνο και μάλιστα έχουν δεσμευτεί σημαντικοί πόροι από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανταγωνιστικότητας.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τον δρ Οικονόμου και με βάση τα στοιχεία του Global CCS Institute, από 27 εγκαταστάσεις CCS παγκοσμίως θα πρέπει να εγκατασταθούν μέχρι το 2050, 2.705 νέες εγκαταστάσεις, έτσι ώστε στο σύνολό τους να φθάσουν τις 2.732.
Όπως είπε, σε παγκόσμιο επίπεδο οι τεχνολογίες CCS έχουν εγκατασταθεί σε μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (ΗΕ), διυλιστήρια, σε υπεράκτιες μονάδες παραγωγής ΦΑ (φυσικού αερίου) ή LNG, στη βαριά βιομηχανία .
Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο δρ Οικονόμου, υπάρχει η εμπειρία, η τεχνογνωσία και το ανθρώπινο δυναμικό στη χώρα για να ανοίξει η αλυσίδα, καθώς πρόκειται για μία νέα τεχνολογία, που οι εξελίξεις θα τη φέρνουν στο προσκήνιο πολύ πιο συχνά.
Σύμφωνα πάντα με τον πρόεδρο του ΚΑΠΕ, απαιτούνται μέτρα από την ελληνική πολιτεία για την υλοποίηση έργων και την προώθηση των εν λόγω τεχνολογιών.
Στη Βόρεια Αμερική (ΗΠΑ και Καναδά) έχουν θεσμοθετηθεί μέτρα χρηματοδότησης επενδυτικών προγραμμάτων, φοροαπαλλαγών αλλά και ειδικά χρηματοδοτικά προγράμματα στοχευμένα σε τεχνολογίες CCS. Στο Ηνωμένο Βασίλειο επιδοτούνται έργα CCS από το πρόγραμμα CCS Infrastructure Fund. Στη Βόρεια Ευρώπη έργα CCS χρηματοδοτούνται μέσω του Innovation Fund αλλά ωφελούνται και από τον μηχανισμό εμπορίας αερίων ρύπων (EU Emission Trading Scheme, ETS), επεσήμανε.
«Η αλυσίδα αξίας διαμορφώνεται από την ανάπτυξη και χρήση τεχνολογιών δέσμευσης (capture), τις υπηρεσίες χρηματοδότησης και διαχείρισης έργου, και τέλος τεχνολογίες και υπηρεσίες μεταφοράς (transportation), αποθήκευσης (storage) και χρήσης (utilisation) διοξειδίου του άνθρακα», ανέφερε ο δρ Οικονόμου, ενώ εξέφρασε την αισιοδοξία ότι «τεχνολογίες δέσμευσης και αξιοποίησης του διοξειδίου του άνθρακα θα αναπτυχθούν επιτυχώς».
Από την πλευρά του ο πρόεδρος ΤΕΕ, Γιώργος Στασινός, αναφέρθηκε στο ζήτημα της κοινωνικής αποδοχής των λύσεων που επιλέγονται. «Ο διάλογος και η διάχυση της επιστημονικής γνώσης με απλό τρόπο στην κοινωνία είναι κρίσιμος παράγοντας επιτυχίας των σύνθετων λύσεων και προκλήσεων που έχουμε μπροστά μας», τόνισε.
Επιπλέον, συμπλήρωσε ότι: «Αυτό αφορά στην πραγματικότητα και την τεχνοκρατική προσέγγιση τέτοιων επενδύσεων, όχι μόνο στον σχεδιασμό και την κατασκευή, αλλά και μέσα από τη διαδικασία της περιβαλλοντικής αδειοδότησης και τη διαβούλευση που αυτή προβλέπει», ενώ επεσήμανε τη συμβολή του ΤΕΕ προς αυτή την κατεύθυνση, με τη σύνταξη Μελέτης Κοινωνικών και Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων.
Ο Ιωάννης Γιαρέντης πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του Διαχειριστή Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας ΑΕ δήλωσε ότι «το νέο πεδίο της Δέσμευσης, Μεταφοράς, Γεωλογικής Αποθήκευσης και Χρήσης CO2 μπορεί να συμβάλλει καθοριστικά στη δημιουργία ενός οικοσυστήματος που θα προωθήσει την τόνωση της ανταγωνιστικότητας της βιομηχανίας, την επέκταση και μεγέθυνση της αγοράς, την περαιτέρω ανακούφιση της ελληνικής κοινωνίας, τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, την αποτελεσματική συμβολή στην αντιμετώπιση της περιβαλλοντικής και κλιματικής κρίσης, που είναι και το κυρίαρχο ζητούμενο».
Σύμφωνα με τον κ. Γιαρέντη: «Η νέα αυτή επαναστατική τεχνολογία μπορεί και πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα στον ενεργειακό μετασχηματισμό της χώρας».
Στη Β. Θάλασσα υπάρχει τέτοιου είδους -μικρής κλίμακας- υποδομή από το 1996, ανέφερε, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο δρ Λάμπρος Πυργιώτης, γενικός διευθυντής του ΚΑΠΕ. Μάλιστα, αυτή την περίοδο κατασκευάζεται στη Νορβηγία υποδομή για γεωλογική αποθήκευση άνθρακα από την τσιμεντοβιομηχανία, η οποία θα λειτουργήσει το 2025.
Στην Ελλάδα το ΙΓΜΕ έχει ήδη από το 2011 πραγματοποιήσει μελέτες για τη δυνατότητα εφαρμογής τέτοιου είδους τεχνολογιών. Το 2022 η ΕΔΕΥΕΠ ορίζεται υπεύθυνη εταιρεία για την αδειοδότηση. Στην αναμενόμενη λευκή βίβλο που ετοιμάζει η ΕΔΕΥΕΠ, αποδεικνύεται ότι είναι οικονομικά συμφέρουσα στην αλυσίδα του CO2 ενώ ανέλυσε τις υψηλές δυνατότητες στην ανάπτυξη της αγοράς και των χρηματοδοτήσεων της εν λόγω τεχνολογίας.
Ήδη στο επίκεντρο βρίσκεται το κοίτασμα στον Πρίνο όπου πρόκειται να εφαρμοστεί αυτή η τεχνολογία, ενώ μελέτες έχουν γίνει και σε άλλες περιοχές της χώρας.
Ο κ. Πυργιώτης επεσήμανε την ανάγκη για έγκαιρη χαρτογράφηση των κινδύνων και την εφαρμογή ενός πρότυπου τρόπου Μελέτης Περιβαλλοντικών και Κοινωνικών Επιπτώσεων, καθώς όπως είπε, πρόκειται για τον πιο κρίσιμο κρίκο στην αλυσίδα του CCS.
Τη νέα στρατηγική της ΕΔΕΥΕΠ, στο πλαίσιο της ενεργειακής μετάβασης, ανέλυσε ο δρ Αριστοφάνης Στεφάτος, διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας, η οποία είναι υπεύθυνη για την υπόγεια αποθήκευση CO2 στη χώρα.
Όπως ανέφερε: «Θέλουμε να έχουμε ενεργή συμμετοχή στην εφαρμογή του ΕΣΕΚ, την εθνική ανεξαρτησία, την ενεργειακή ασφάλεια στην τροφοδοσία και την σταθεροποίηση της μετάβασης. Στόχοι είναι η εγχώρια παραγωγή αερίου, ΑΠΕ, CCS (Γεωλογική αποθήκευση), και έμφαση στη διείσδυση H2. Για να μπορέσουμε να κατέβουμε στα επίπεδα των εκπομπών που θέλουμε θα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε οπωσδήποτε CCS. Δέσμευση στην πηγή, δέσμευση σε εξαντλημένους ταμιευτήρες, σε υφάλμυρο υδροφόρο, σε κοιλότητες αλατούχων κοιλοτήτων. Υπάρχει δυνατότητα, μεταξύ άλλων, φυσικής, οδικής, υδροδυναμικής και χημικής παγίδευσης, Στόχος μας είναι να μετατρέψουμε τον Πρίνο στον πρώτο ταμιευτήρα CO2».
Όσον αφορά τις προκλήσεις, ο κ. Στεφάτος επεσήμανε ότι «πρέπει να βρούμε τις κατάλληλες λύσεις όσον αφορά τις τεχνικές, τις πολιτικές, τη νομοθεσία και τους κανονισμούς, το οικονομικό μοντέλο, τις χρηματοροές, καθώς και την κοινωνική αποδοχή».
Κλείνοντας, εξέφρασε την ελπίδα, ότι «η Ελλάδα μπορεί να μετατραπεί από ενεργειακός κόμβος διαμετακόμισης να καταστεί χώρα παραγωγός και εξαγωγός».
Ως αναγκαία τεχνολογία για την επίτευξη του στόχου που θέτει το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα χαρακτήρισε τη δέσμευση διοξειδίου του άνθρακα στη βιομηχανία ο Αριστείδης Τσικούρας, διευθυντής Στρατηγικής Απανθρακοποίησης, ΤΙΤΑΝ, καθώς όπως είπε δεν υπάρχει άλλος τρόπος προκειμένου η βιομηχανία να επιτύχει μηδενικές εκπομπές ρύπων. Επιπλέον, αναφέρθηκε στην ανάγκη ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής βιομηχανίας και επεσήμανε τις προοπτικές που διαμορφώνονται από τα μελλοντικά ευρωπαϊκά προγράμματα. Όπως έκανε γνωστό, ο ΤΙΤΑΝ ήδη εργάζεται για την αποθήκευση 1,9 εκατομμύρια τόνους CO2 ετησίως και τόνισε τους φιλόδοξους στόχους της εταιρείας για παραγωγή τσιμέντου μηδενικών εκπομπών ρύπων.
Το παρόν και το μέλλον της γεωλογικής αποθήκευσης διοξειδίου του άνθρακα στην Ελλάδα ανέλυσε ο δρ Νικόλαος Κούκουζας, Διευθυντής Ερευνών, Εθνικό Κέντρο Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης και εθνικός εκπρόσωπος στην ΕΕ για το CCS. Μάλιστα, όπως ανέφερε χαρακτηριστικά «αυτή τη στιγμή η Πτολεμαΐδα 5 είναι έτοιμη για CCS», ενώ ανέλυσε τις υψηλές δυνατότητες αποθήκευσης στη χώρα σε όλη την αλυσίδα.
Οι δυσκολίες και οι προοπτικές στη θαλάσσια εφοδιαστική αλυσίδα του άνθρακα τίθεται στο επίκεντρο για τον Παναγιώτη Μήτρου Διευθυντή Παγκόσμιας Αγοράς Αερίου της LLOYD’S REGISTER. «Βρισκόμαστε ακόμα στην αρχή ανέφερε χαρακτηριστικά» ο κ. Μήτρου και ανέλυσε τα τεχνικά χαρακτηριστικά των υπό κατασκευή πλοίων που θα κληθούν να μεταφέρουν CO2, καθώς ήδη εκδηλώνεται έντονο ενδιαφέρον στη ναυτιλιακή κοινότητα.
Τέλος, το έργο ConsenCUS – Δέσμευση και χρήση CO 2 και την επίδειξη σε μονάδα παραγωγής Μαγνησίας παρουσίασε ο δρ Χάρης Γιαννουλάκης, αν. διευθυντής, ΕΛΛΗΝΙΚΟΙ, ΛΕΥΚΟΛΙΘΟΙ ΑΜΒΝΕΕ, κάνοντας λόγο για μία καινοτόμο διαδικασία δέσμευσης άνθρακα με την χρήση ΑΠΕ, καθώς στόχος της εταιρείας είναι οι μηδενικές εκπομπές ρύπων μέχρι το 2050.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Έρευνα: Πώς επηρεάζει η ατμοσφαιρική ρύπανση την υγεία
Η υπέρβαση των ορίων του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) για τα επίπεδα του όζοντος στην ατμόσφαιρα σχετίζεται με σημαντική αύξηση στις νοσηλείες για έμφραγμα, καρδιακή ανεπάρκεια και εγκεφαλικό, σύμφωνα με μια νέα μεγάλη κινεζική επιστημονική μελέτη. Αλλά ακόμη και οι συγκεντρώσεις όζοντος κάτω από το μέγιστο επιτρεπόμενο όριο του ΠΟΥ συνδέονται με μια επιδείνωση της καρδιαγγειακής υγείας.
Το όζον είναι ένα αέριο που συνιστά βασικό ρυπαντή του αέρα και αιτία του φωτοχημικού “νέφους”. Η εν λόγω ρύπανση αποτελεί διαφορετικό πρόβλημα από την τρύπα στο υψηλότερο στρώμα του όζοντος, που λειτουργεί ως ασπίδα έναντι της υπεριώδους ηλιακής ακτινοβολίας. Η ατμοσφαιρική ρύπανση του όζοντος δημιουργείται, όταν άλλοι ρύποι αντιδρούν στον αέρα υπό την παρουσία του φωτός του ήλιου. Αυτές οι άλλες ουσίες είναι πτητικές οργανικές ουσίες και οξείδια του αζώτου που εκπέμπονται από τα οχήματα, τα εργοστάσια ηλεκτροπαραγωγής, τα διυλιστήρια, τις χημικές βιομηχανίες και την καύση βιομάζας (π.χ. ξύλων για τα τζάκια) και ορυκτών καυσίμων.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή Σαογουέι Γου του Πανεπιστημίου Τζιατόνγκ, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό “European Heart Journal”, της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Καρδιολογίας, συσχέτισαν στοιχεία για τη ρύπανση του όζοντος σε 70 κινεζικές πόλεις (συνολικά 258 εκατομμύρια κατοίκους ή το 18% του κινεζικού πληθυσμού), με τις εισαγωγές στα νοσοκομεία για καρδιαγγειακά προβλήματα.
Στη διάρκεια της τριετούς έρευνας υπήρξαν 6,44 εκατομμύρια νοσηλείες για καρδιαγγειακά προβλήματα και η μέση ετήσια μέγιστη συγκέντρωση όζοντος υπολογίστηκε στα 79,2 μg/m3 (μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο αέρα). Το ανώτατο όριο ασφαλείας του ΠΟΥ είναι τα 100 μg/m3. Διαπιστώθηκε ότι για κάθε αύξηση στα επίπεδα όζοντος κατά 10 μg/m3 στη διάρκεια ενός διημέρου, υπήρχε μια αύξηση κατά 0,4% στις νοσηλείες για εγκεφαλικό και κατά 0,75% στις νοσηλείες για οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου.
Επίπεδα ατμοσφαιρικού όζοντος κάτω των 70 μg/m3 συνήθως έχουν φυσική προέλευση και δεν συνδέονται με κάποια ανθρώπινη δραστηριότητα. Η κινεζική έρευνα βρήκε ότι δεν είναι ανάγκη τα επίπεδα να ξεπερνούν το ανώτατο όριο των 100 μg/m3 του ΠΟΥ για να υπάρχει κίνδυνος για την υγεία. Ακόμη και επίπεδα 70-99 μg/m3 αυξάνουν τον κίνδυνο εισαγωγής στο νοσοκομείο, από 2,3% για καρδιακή ανεπάρκεια έως 3,2% για στεφανιαία νόσο. Γενικότερα, οι Κινέζοι ερευνητές εκτίμησαν ότι το 3% έως 4% των νοσηλειών για στεφανιαία νόσο, καρδιακή ανεπάρκεια και εγκεφαλικό σχετίζονταν με τη ρύπανση του όζοντος.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα
Ο δρόμος για την καθιέρωση των ηλεκτρικών αυτοκινήτων δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα και ένα από τα πολλά ζητήματα που έχει ήδη συγκεντρώσει τα βέλη πολλών – ακόμα και των ίδιων των κατασκευαστών τους – είναι ο τομέας του βάρους.
Με ιδιαίτερο σκεπτικισμό αντιμετωπίζουν όλο και περισσότεροι τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα, τα οποία, παρά τα προφανή περιβαλλοντικά πλεονεκτήματα που προτάσσουν, όπως οι μηδενικές εκπομπές ρύπων, έχουν πλέον… ξεφύγει σε βάρος ως απόρροια των μεγάλων μπαταριών τους. Γεγονός που μόνο «οικολογικό» δεν μπορεί να θεωρηθεί. Ένας από τους επικριτές των βαριών EV είναι και η Dacia, η οποία πιστεύει ακράδαντα – και όχι άδικα, θα προσθέταμε εμείς – ότι πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στην αποδοτικότητα των ηλεκτρικών αυτοκινήτων προκειμένου να περιοριστεί η ανοδική τους πορεία στον τομέα του βάρους.
«Αν θέλουμε να είμαστε σοβαροί όσον αφορά τη συλλογική προσπάθεια μείωσης των εκπομπών, τότε το υπερβολικό βάρος των EV δεν θα πρέπει να είναι αποδεκτό», δήλωσε χαρακτηριστικά στην ηλεκτρονική έκδοση του βρετανικού Autocar ο αντιπρόεδρος πωλήσεων και μάρκετινγκ της Dacia, Xavier Martinet. Υπογραμμίζοντας την εστίαση της Dacia στη μείωση του βάρους των αυτοκινήτων της, προσέθεσε:
«Αυτή τη φιλοσοφία την έχουμε αποδείξει με το ηλεκτρικό Spring, το οποίο ζυγίζει 975 κιλά, και αυτή την φιλοσοφία θα την υποστηρίξουμε στο μέλλον. Είναι ένα αυτοκίνητο που διανύει κατά μέσο όρο 40 χιλιόμετρα την ημέρα με μέση ταχύτητα 30 χλμ./ώρα. Δεν υπάρχει ανάγκη να έχει μια μεγάλη, βαριά μπαταρία ή ισχυρό κινητήρα.»
Σχετικά με τα μεγαλύτερα EV, και ιδιαίτερα τα SUV, τα οποία λανσάρονται από όλους σχεδόν του κατασκευαστές, o Xavier Martinet είπε: «Δεν έχει νόημα. Είναι παράνοια να επιτρέπεις στους ανθρώπους να κατασκευάζουν οχήματα 2 ή 3 τόνων στα οποία επιβαίνει ένα άτομο και τα οποία διανύουν μόλις 50 με 55 χιλιόμετρα την ημέρα».
Ερωτηθείς εάν η Dacia θα εξετάσει το ενδεχόμενο να επεκτείνει τη φιλοσοφία μείωσης του βάρος με νέα μοντέλα εξελίσσοντας ένα όχημα στην κατηγορία του Citroen Ami, ο Xavier Martinet είπε:
«Με περισσότερες αλλαγές να έρχονται τα επόμενα 20 χρόνια απ’ ότι τα τελευταία 100, δεν υπάρχει μία απάντηση στις λύσεις κινητικότητας σε αυτόν τον κατακερματισμένο κόσμο. Ο καθένας πρέπει να ποντάρει στα δυνατά του σημεία – και αν προσπαθήσουμε να αντιγράψουμε ο ένας τον άλλον, καταλήγουμε να έχουμε κακά αντίγραφα.
«Οι μάρκες πρέπει να καθορίσουν τις αξίες τους και τι αντιπροσωπεύουν. Νομίζω ότι η δύναμη της Dacia σήμερα είναι ότι η θέση της είναι εξαιρετικά ξεκάθαρη».
Ευχάριστα νέα για το περιβάλλον: To στρώμα του όζοντος μπορεί να αποκατασταθεί πλήρως τα επόμενα 40 χρόνια
Η τρύπα του όζοντος δημιουργήθηκε λόγω της ανθρωπογενούς ρύπανσης, ιδίως από τους χλωροφθοράνθρακες (CFC) που εκπέμπονταν παλαιότερα από πολλά ψυγεία. Τις τελευταίες δεκαετίες, χάρη στην παγκόσμια συνεργασία, δόθηκε στο στρώμα του όζοντος μια ευκαιρία να αναδημιουργηθεί
Το στρώμα του όζοντος, που προστατεύει τη Γη από την επικίνδυνη ηλιακή ακτινοβολία, βρίσκεται «σε καλό δρόμο» για να αποκατασταθεί πλήρως μέσα στα επόμενα 40 χρόνια. Ωστόσο, τα γεωμηχανικά έργα που έχουν στόχο τον περιορισμό της υπερθέρμανσης του πλανήτη θα μπορούσαν να απειλήσουν αυτήν την πρόοδο, σύμφωνα με τους επιστήμονες.
«Η σταδιακή εξάλειψη σχεδόν του 99% των απαγορευμένων ουσιών που καταστρέφουν το όζον επέτρεψε να διατηρηθεί το στρώμα του όζοντος και συνέβαλε, με αξιοσημείωτο τρόπο, στην αποκατάστασή του στην ανώτερη στρατόσφαιρα και στον περιορισμό της έκθεσης των ανθρώπων στην επιβλαβή υπεριώδη ακτινοβολία (UV) του ηλίου» σημειώνουν οι ειδικοί στην έκθεση που συντάσσουν κάθε τέσσερα χρόνια, υπό την αιγίδα του ΟΗΕ.
Η τρύπα του όζοντος δημιουργήθηκε λόγω της ανθρωπογενούς ρύπανσης, ιδίως από τους χλωροφθοράνθρακες (CFC) που εκπέμπονταν παλαιότερα από πολλά ψυγεία. Τις τελευταίες δεκαετίες, χάρη στην παγκόσμια συνεργασία, δόθηκε στο στρώμα του όζοντος μια ευκαιρία να αναδημιουργηθεί. Το Πρωτόκολλο του Μόντρεαλ, που υπογράφηκε το 1987 και επικυρώθηκε από 195 χώρες, μείωσε σημαντικά την ποσότητα των CFC στην ατμόσφαιρα και το στρώμα του όζοντος φαίνεται ότι θα μπορέσει να αποκατασταθεί πλήρως, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΟΗΕ.
«Εάν διατηρηθούν οι σημερινές πολιτικές, το στρώμα του όζοντος θα πρέπει να ανακτήσει τις τιμές που είχε το 1980 (πριν εμφανιστεί η τρύπα) γύρω στο 2066 πάνω από την Ανταρκτική, το 2045 πάνω από την Αρκτική και το 2040 στον υπόλοιπο κόσμο» ανέφερε η Υπηρεσία του ΟΗΕ για το Περιβάλλον.
Το 2016 η συμφωνία του Κιγκάλι προέβλεπε επίσης τη σταδιακή εξάλειψη των υδροφθορανθράκων (HFC), αερίων εξαιρετικά επιβλαβών για το κλίμα, που χρησιμοποιούνται σε ψυγεία και κλιματιστικά. Εάν τηρηθεί η συμφωνία, μπορεί να περιοριστεί κατά 0,5°C η υπερθέρμανση του πλανήτη μέχρι το 2100, εκτιμούν οι ειδικοί. Ταυτόχρονα όμως, εξέτασαν για πρώτη φορά τις πιθανές επιπτώσεις που θα είχαν για το όζον τα γεωμηχανικά σχέδια που έχουν ως στόχο να περιορίσουν την κλιματική αλλαγή και επισήμαναν τις ανεπιθύμητες παρενέργειές τους. Μια ιδέα είναι να προστεθούν σκοπίμως αερολύματα στη στρατόσφαιρα για να αντανακλούν ένα μέρος της ηλιακής ακτινοβολίας. Ένα από τα σχέδια αυτά προβλέπει την έγχυση δισεκατομμυρίων σωματιδίων θείου στο ανώτατο στρώμα της ατμόσφαιρας. Μια τέτοια έγχυση θα μπορούσε να πλήξει σοβαρά το επίπεδο του όζοντος, προειδοποίησε ο Τζον Πάιλ, ο συμπρόεδρος του πάνελ των επιστημόνων που εργάζονται για λογαριασμό του ΟΗΕ.
«Υπάρχουν πολλοί ενδοιασμοί»
Νέα μέθοδος πρόβλεψης φυσικών καταστροφών βασίζεται στην τεχνητή νοημοσύνη
Μία νέα «έξυπνη» μέθοδο, που αποτελεί έναν συνδυασμό εξελιγμένου συστήματος τεχνητής νοημοσύνης με ειδικές τεχνικές δειγματοληψίας, ανέπτυξε ομάδα Ελλήνων ερευνητών στις ΗΠΑ. Τα φυσικά καταστροφικά γεγονότα, μπορούν να προκαλέσουν σοβαρές βλάβες σε ολόκληρη την κοινωνία, ενώ συγχρόνως είναι μία ύστατη «κραυγή» πως ο πλανήτης μας υποφέρει και χρειάζεται τη βοήθειά μας για να σωθεί. Μπορεί η «στροφή» μας προς έναν πιο πράσινο τρόπο ζωής και κατ’ επέκταση η μείωση του περιβαλλοντικού μας αποτυπώματος να είναι ένα πρώτο και βασικό «βήμα», έτσι ώστε να προστατεύσουμε το περιβάλλον, όμως καταλυτικό ρόλο σε αυτή την προσπάθεια παίζει και η επιστήμη.
H αλήθεια είναι πως η πρόληψη είναι το «όπλο» έναντι οποιασδήποτε καταστροφής, φυσικής ή μη. Με βάση αυτή τη λογική, λοιπόν, Έλληνες επιστήμονες της διασποράς στις ΗΠΑ ανέπτυξαν μια νέα τεχνική που επιτρέπει να γίνεται πρόβλεψη ακραίων και σπάνιων γεγονότων στην κοινωνία και στη φύση, όπως μια πανδημία, ένα απρόσμενο γιγάντιο κύμα στη θάλασσα ή η ξαφνική κατάρρευση μιας μεγάλης γέφυρας, ακόμη κι αν δεν υπάρχουν επαρκή ιστορικά δεδομένα. Η «έξυπνη» μέθοδος, που παρακάμπτει την ανάγκη για μεγάλο όγκο προηγούμενων δεδομένων, αποτελεί έναν συνδυασμό εξελιγμένου συστήματος τεχνητής νοημοσύνης (μηχανικής μάθησης) με ειδικές τεχνικές δειγματοληψίας.
Όπως αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, οι καθηγητές μηχανολογίας και επιστήμης των ωκεανών Θεμιστοκλής Σαψής του Ινστιτούτου Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης (ΜΙΤ) και εφαρμοσμένων μαθηματικών & μηχανικής Γιώργος Καρνιαδάκης του Πανεπιστημίου Μπράουν του Ρόουντ Άιλαντ, μαζί με δύο Αμερικανούς συναδέλφους τους, έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό υπολογιστικής επιστήμης «Nature Computational Science».
Πώς θα πραγματοποιείται η πρόβλεψη μελλοντικών καταστροφών από ακραία συμβάντα
Οι επιστήμονες συνδύασαν στατιστικούς αλγόριθμους (που χρειάζονται λιγότερα δεδομένα για να κάνουν ακριβείς και αποτελεσματικές προβλέψεις) με μια ισχυρή τεχνική μηχανικής μάθησης με την ονομασία DeepOnet που αναπτύχθηκε το 2019 στο Μπράουν από τον Καρνιαδάκη και πλέον «εκπαιδεύτηκε» για να προβλέπει σενάρια, πιθανότητες και μερικές φορές τον χρόνο σπάνιων συμβάντων, παρά την έλλειψη σχετικών ιστορικών αρχείων.
Η πρόβλεψη μελλοντικών καταστροφών από ακραία συμβάντα (σεισμοί, πανδημίες, κύματα-γίγαντες κ.α.) είναι τρομερά δύσκολη, συχνά επειδή ορισμένα τέτοια γεγονότα είναι τόσο σπάνια που δεν υπάρχουν αρκετά δεδομένα για να χρησιμοποιηθούν μοντέλα πρόβλεψης, έτσι ώστε να προβλεφθεί τι και πότε μπορεί να συμβεί στο μέλλον κάτι ανάλογο. Η νέα μελέτη επιχειρεί να δώσει μια λύση σε αυτό το πρόβλημα, δίνοντας έμφαση στην ποιότητα αντί για την ποσότητα των ήδη διαθέσιμων δεδομένων.
«Πρέπει να γίνει συνειδητό ότι πρόκειται για στοχαστικά συμβάντα. Το ξέσπασμα μιας πανδημίας όπως η Covid-19, μια περιβαλλοντική καταστροφή όπως εκείνη στον Κόλπο του Μεξικού, ένας σεισμός, οι τεράστιες πυρκαγιές στην Καλιφόρνια, ένα κύμα 30 μέτρων που αναποδογυρίζει ένα πλοίο – όλα αυτά είναι σπάνια γεγονότα και επειδή είναι σπάνια, δεν έχουν πολλά ιστορικά δεδομένα. Το ερώτημα που αντιμετωπίζουμε στη μελέτη μας είναι: Ποια είναι τα καλύτερα δυνατά δεδομένα που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε για να ελαχιστοποιήσουμε τον αριθμό των δεδομένων που χρειαζόμαστε», δήλωσε ο Καρνιαδάκης. Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν την τεχνική δειγματοληψίας που λέγεται ενεργή μάθηση και αφορά στατιστικούς αλγόριθμους. Αυτοί συνδυάζονται με το υπολογιστικό μοντέλο DeepOnet, ένα είδος τεχνητού νευρωνικού δικτύου που μιμείται τους νευρώνες του ανθρώπινου εγκεφάλου. Είναι ισχυρότερο από τα τυπικά τεχνητά νευρωνικά δίκτυα, επειδή στην πραγματικότητα απαρτίζεται από δύο ξεχωριστά δίκτυα που επεξεργάζονται δεδομένα εκ παραλλήλου. Αυτό επιτρέπει να αναλύονται γιγάντιες ομάδες δεδομένων και σεναρίων με αστραπιαία ταχύτητα και να προκύπτουν ανάλογες πιθανότητες. Όταν η δυνατότητα αυτή συνδυαστεί με τους έξυπνους στατιστικούς αλγόριθμους της ενεργού μάθησης, τότε το DeepOnet μπορεί να κάνει προβλέψεις καταστροφικών συμβάντων, ακόμη και όταν δεν έχει πολλά δεδομένα για να επεξεργαστεί.
«Το κλειδί είναι να μην πάρει κανείς όλα τα δυνατά δεδομένα και να τα τροφοδοτήσει στο σύστημα, αλλά να αναζητήσει εκ των προτέρων γεγονότα που θα σηματοδοτήσουν σπάνια συμβάντα. Μπορεί να μην έχουμε πολλά παραδείγματα του πραγματικού συμβάντος, αλλά μπορεί να έχουν τα πρόδρομα γεγονότα τους. Μέσω των μαθηματικών τα εντοπίζουμε και αυτά, μαζί με τα πραγματικά γεγονότα, τα οποία θα μας βοηθήσουν να εκπαιδεύσουμε αυτό το πεινασμένο για δεδομένα σύστημα DeepOnet», ανέφερε ο Καρνιαδάκης.
Με αυτό τον τρόπο, οι ερευνητές υπολόγισαν διάφορες πιθανότητες για μελλοντικές εξάρσεις μιας πανδημίας ή για την εμφάνιση από το πουθενά ενός τεράστιου κύματος διπλάσιου έως τριπλάσιου από τα γειτονικά κύματα. Οι ερευνητές ανέφεραν ότι η νέα μέθοδός τους έχει ανώτερη απόδοση από τα περισσότερα υπάρχοντα μοντέλα πρόβλεψης και θεωρούν ότι είναι δυνατό να αξιοποιηθεί για να προβλεφθούν κάθε είδους σπάνια γεγονότα. Ο Καρνιαδάκης ήδη, συνεργάζεται με περιβαλλοντικούς επιστήμονες για να χρησιμοποιηθεί η νέα τεχνική στην πρόγνωση κλιματικών συμβάντων, όπως οι τυφώνες.
Τόσο ο Θ.Σαψής όσο και ο Γ.Καρνιαδάκης είναι απόφοιτοι της Σχολής Μηχανολόγων Μηχανικών του ΕΜΠ, με διδακτορικό στη συνέχεια από το ΜΙΤ. Ο Σαψής είναι, μεταξύ άλλων, κάτοχος του επιστημονικού βραβείου Μποδοσάκη έτους 2021.
Είναι διεθνώς αποδεκτό ότι στις μέρες μας, το περιβάλλον έχει αλλάξει και υποφέρει από την εκτενή χρήση της ενέργειας που, εμείς οι άνθρωποι χρησιμοποιούμε στην καθημερινότητά μας. Αυτό το γεγονός, έχει προκαλέσει μία απίστευτη καταστροφή στον πλανήτη μας, με ποικίλες αρνητικές συνέπειες. Στο ερώτημα λοιπόν, πώς θα σώσουμε το περιβάλλον και θα μπορέσουμε να αναβαθμίσουμε την ποιότητα της ζωής μας, η επιστήμη δίνει τη δική της απάντηση.
Δείτε εδώ την επιστημονική δημοσίευση
Σουηδία: Ανακαλύφθηκε το “μεγαλύτερο γνωστό κοίτασμα” σπάνιων γαιών στην Ευρώπη
Ο σουηδικός μεταλλευτικός όμιλος LKAB ανακοίνωσε σήμερα ότι εντόπισε στην περιοχή Κίρουνα, στον Μεγάλο Βορρά της Σουηδίας, “το μεγαλύτερο γνωστό κοίτασμα” σπάνιων γαιών στην Ευρώπη, το οποίο περιλαμβάνει περισσότερο από ένα εκατομμύριο τόνους μεταλλευμάτων.
Η ανακάλυψη αυτή είναι σημαντική την ώρα που η Ευρώπη ανησυχεί για την εξάρτησή της, ιδιαίτερα από την Κίνα, του μεγαλύτερου παραγωγού παγκοσμίως, για την προμήθεια των μεταλλευμάτων αυτών που χρησιμεύουν κυρίως για την κατασκευή μπαταριών ηλεκτρικών οχημάτων και αιολικών στροβίλων. “Πρόκειται για το μεγαλύτερο γνωστό κοίτασμα στοιχείων σπάνιων γαιών στο δικό μας μέρος του κόσμου και θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για την παραγωγή αποφασιστικής σημασίας πρώτων υλών απολύτως κρίσιμων για την πράσινη μετάβαση”, ανέφερε ο διευθύνων σύμβουλος του δημόσιου ομίλου LKAB, ο Γιαν Μόστρεμ, σε ανακοίνωση.
“Αντιμετωπίζουμε ένα πρόβλημα εφοδιασμού. Χωρίς ορυχεία, δεν μπορούν να υπάρξουν ηλεκτρικά οχήματα”, είπε.
Σύντομα με προκαταρκτικές εκτιμήσεις, το κοίτασμα της Κίρουνα, μιας μεγάλης μεταλλευτικής περιφέρειας της σκανδιναβικής χώρας, περιλαμβάνει τουλάχιστον “ένα εκατομμύριο τόνους οξειδίων σπάνιων γαιών”, όμως η επιχείρηση υπογραμμίζει ότι δεν έχει ακόμη υπολογίσει την ακριβή κλίμακά τους.
“Ένας μακρύς δρόμος” μένει να διανυθεί προτού δρομολογηθεί η εκμετάλλευσή τους, προειδοποίησε η LKAB.
“Προβλέπουμε πως θα χρειαστούν πολλά χρόνια προκειμένου να μελετήσουμε το κοίτασμα και τις συνθήκες μιας επικερδούς και βιώσιμης εκμετάλλευσης”, δήλωσε ο Μόστρεμ. Ερωτηθείς σε συνέντευξη Τύπου για το πότε αναμένεται να ξεκινήσουν οι πρώτες εργασίες εξόρυξης, απάντησε πως αυτό θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από την ταχύτητα απόκτησης άδειας εκμετάλλευσης, διευκρινίζοντας πως η εμπειρία δείχνει πως κάτι τέτοιο θα απαιτούσε πιθανόν “από 10 μέχρι 15 χρόνια”.
“Η ηλεκτροδότηση, η αυτάρκεια και η ανεξαρτησία της ΕΕ απέναντι στη Ρωσία και την Κίνα ξεκινάνε από το ορυχείο”, είπε από την πλευρά της η αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Οικονομίας και Ενέργειας της Σουηδίας Έμπα Μπους.
Η ανακοίνωση έγινε με την ευκαιρία της επίσκεψης μιας αντιπροσωπείας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στη Σουηδία που ασκεί την εναλλασσόμενη προεδρία της ΕΕ από τις αρχές του έτους.
Στο πλαίσιο των προσπαθειών τους να αναχαιτίσουν την κλιματική αλλαγή, οι Βρυξέλλες νομοθέτησαν πέρυσι το τέλος των πωλήσεων νέων βενζινοκίνητων και πετρελαιοκίνητων οχημάτων από το 2035.
ΠΗΓΗ: ΑΜΠΕ
Το ενεργειακό κόλπο ξεφουσκώνει καθώς ο ζεστός χειμώνας σώζει την Ευρώπη
Ο ήπιος καιρός, μια ευρύτερη γκάμα προμηθευτών και οι προσπάθειες για τη μείωση της ζήτησης βοηθούν, με τα αποθέματα φυσικού αερίου να παραμένουν σχεδόν πλήρη και τις τιμές να πέφτουν σε προπολεμικά επίπεδα. Μετά την απότομη μεταστροφή του τελευταίου μήνα, η Ευρώπη πιθανότατα έχει ήδη ξεπεράσει τα χειρότερα της κρίσης. Ο συνδυασμός των συνθηκών -συμπεριλαμβανομένων των προβλημάτων του Covid της Κίνας που αμβλύνουν τον ανταγωνισμό για τα φορτία υγροποιημένου φυσικού αερίου- θα έπαιρνε την άκρη από τον πληθωρισμό, θα σταθεροποιούσε τις οικονομικές προοπτικές της Ευρώπης και θα άφηνε το Κρεμλίνο με λιγότερη επιρροή στους συμμάχους της Ουκρανίας, εάν επιμένουν. Ενώ ένα κρύο ή διαταραχές στις παραδόσεις θα μπορούσαν ακόμη να προκαλέσουν αναστάτωση στις αγορές ενέργειας, η αισιοδοξία αυξάνεται ότι η Ευρώπη μπορεί πλέον να τα καταφέρει και αυτόν και τον επόμενο χειμώνα.
“Ο κίνδυνος μιας πλήρους οικονομικής κατάρρευσης, μιας πυρηνικής κατάρρευσης της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, έχει -από όσο μπορούμε να δούμε- αποτραπεί”, δήλωσε ο Γερμανός υπουργός Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ, βασικός αρχιτέκτονας της αντίδρασης της χώρας στην ενεργειακή κρίση, κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού στη Νορβηγία, η οποία έχει πάρει τη θέση της Ρωσίας ως ο μεγαλύτερος προμηθευτής φυσικού αερίου της χώρας. Η κρίση, που προκλήθηκε από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία τον περασμένο Φεβρουάριο, έχει ήδη κοστίσει στην Ευρώπη σχεδόν 1 τρισεκατομμύριο δολάρια από την εκτίναξη των τιμών της ενέργειας. Οι κυβερνήσεις ανταποκρίθηκαν με περισσότερα από 700 δισεκατομμύρια δολάρια σε βοήθεια για να βοηθήσουν τις εταιρείες και τους καταναλωτές να απορροφήσουν το πλήγμα. Επίσης, προσπάθησαν να απεξαρτηθούν από την εξάρτησή τους από τη ρωσική ενέργεια, ιδίως από το φυσικό αέριο.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν εισάγει πλέον άνθρακα και αργό πετρέλαιο από τη Ρωσία και οι παραδόσεις φυσικού αερίου έχουν περιοριστεί σημαντικά. Το μπλοκ κάλυψε μέρος του κενού αυξάνοντας τις προμήθειες από τη Νορβηγία και τις μεταφορές υγροποιημένου φυσικού αερίου από το Κατάρ, τις ΗΠΑ και άλλους παραγωγούς.
Στη Γερμανία, οι εγκαταστάσεις αποθήκευσης είναι γεμάτες κατά 91% περίπου, σε σύγκριση με το 54% πριν από ένα χρόνο, όταν η Ρωσία είχε ήδη αδειάσει τις εγκαταστάσεις που ήλεγχε. Η κυβέρνηση του καγκελάριου Όλαφ Σολτς έχει έκτοτε εθνικοποιήσει τις τοπικές μονάδες της Gazprom και έχει δαπανήσει δισεκατομμύρια ευρώ για την πλήρωση αποθεμάτων.
Τα μέτρα εξοικονόμησης ενέργειας από τη βιομηχανία και τα νοικοκυριά, καθώς και οι θερμότερες θερμοκρασίες του Ιανουαρίου εδώ και δεκαετίες, βοήθησαν στη διατήρηση αυτού του μαξιλαριού.
“Είμαστε πολύ αισιόδοξοι, κάτι που δεν ήμασταν πραγματικά το φθινόπωρο”, δήλωσε ο Κλάους Μιούλερ, επικεφαλής της ρυθμιστικής αρχής δικτύων της Γερμανίας, σε συνέντευξή του στο δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό δίκτυο ARD την Παρασκευή. “Όσο περισσότερο φυσικό αέριο έχουμε στις εγκαταστάσεις αποθήκευσης στην αρχή του έτους, τόσο λιγότερο άγχος και κόστος θα αντιμετωπίσουμε κατά την εκ νέου πλήρωσή τους για τον επόμενο χειμώνα”.
Οι τιμές αναφοράς του φυσικού αερίου έχουν πέσει στο ένα πέμπτο των ρεκόρ που είχαν σημειωθεί τον Αύγουστο και παρά τις ανησυχίες ότι οι φθηνότερες τιμές θα μπορούσαν να τονώσουν τη ζήτηση, η χρήση εξακολουθεί να μειώνεται – μια ασημένια επένδυση της αδύναμης οικονομίας. Η ευρωπαϊκή κατανάλωση αναμένεται να είναι περίπου 16% κάτω από τα μέσα επίπεδα πενταετίας καθ’ όλη τη διάρκεια του 2023, αναφέρει η Morgan Stanley σε έκθεσή της. Οι ευνοϊκές συνθήκες και η επέκταση του δυναμικού ανανεώσιμων πηγών ενέργειας βοηθούν επίσης. Η υψηλότερη παραγωγή αιολικής και ηλιακής ενέργειας θα συμβάλει στη μείωση της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με καύσιμο φυσικό αέριο σε 10 από τις μεγαλύτερες αγορές ενέργειας της Ευρώπης κατά 39% φέτος, σύμφωνα με την S&P Global.
Η δυναμική έχει μετατοπιστεί σε τέτοιο βαθμό που πλέον φθάνει πάρα πολύ LNG, σύμφωνα με τη Morgan Stanley. Οι παραδόσεις σημείωσαν νέο ρεκόρ τον Δεκέμβριο και η τάση είναι πιθανό να συνεχιστεί. Η Γερμανία, κάποτε ο μεγαλύτερος αγοραστής ρωσικού φυσικού αερίου, ανοίγει τρεις τερματικούς σταθμούς αυτό το χειμώνα και η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης αναμένει ότι οι νέες εγκαταστάσεις υγροποιημένου φυσικού αερίου θα καλύψουν περίπου το ένα τρίτο των προηγούμενων αναγκών της. Οι σταθερές προμήθειες από μη ρωσικές πηγές είναι πιθανό να συγκρατήσουν τις τιμές της αγοράς από το να εκτοξευθούν στις περσινές κορυφές. “Το γεγονός ότι η Ευρώπη κατάφερε να γεμίσει τους αποθηκευτικούς της χώρους δημιούργησε πραγματικά ένα μαξιλάρι για τις τιμές για τον επερχόμενο χειμώνα”, δήλωσε ο Tζιάκομο Μασάτο, επικεφαλής αναλυτής και ανώτερος μετεωρολόγος στην ενεργειακή εταιρεία Illumia SpA με έδρα την Ιταλία. “Οι προσδοκίες μετατοπίστηκαν καθώς η περιοχή άρχισε να έχει άφθονες προμήθειες”.
Η αναπλήρωση των αποθεμάτων θα μπορούσε να είναι λιγότερο δραματική μετά τον φετινό χειμώνα. Η Morgan Stanley και η εταιρεία συμβούλων Wood Mackenzie αναμένουν ότι οι χώροι αποθήκευσης θα είναι περίπου κατά το ήμισυ γεμάτοι αυτή την άνοιξη, εάν ο καιρός παραμείνει ήπιος. Αυτό θα ήταν διπλάσιο από τα περσινά επίπεδα. Παρά τις θετικές εξελίξεις, οι τιμές εξακολουθούν να είναι υψηλότερες από τους ιστορικούς μέσους όρους και οι κίνδυνοι παραμένουν. Οι ρωσικές εισαγωγές αερίου από αγωγούς φέτος θα είναι μόλις το ένα πέμπτο των συνήθων επιπέδων – περίπου 27 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα – και το Κρεμλίνο θα μπορούσε να τις μειώσει εντελώς. Αυτή είναι “μια τεράστια μείωση για μια αγορά που κατανάλωνε 400 δισ. κυβικά μέτρα το 2021”, δήλωσε η Ανν-Σόφι Κορμπό, ερευνήτρια στο Κέντρο Παγκόσμιας Ενεργειακής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Κολούμπια. Επομένως, το LNG θα είναι ζωτικής σημασίας για την εξασφάλιση αρκετών προμηθειών για τον επόμενο χειμώνα και η Ευρώπη θα πρέπει να παραμείνει σε εγρήγορση. Μια ανάκαμψη της οικονομίας της Κίνας θα μπορούσε να υποδαυλίσει τον ανταγωνισμό, με τις προμήθειες να είναι περιορισμένες έως ότου καταστεί διαθέσιμη περισσότερη χωρητικότητα το 2025. Η Ρωσία έχει επίσης τη δυνατότητα να προκαλέσει αναστάτωση στην αγορά, καθώς είναι ένας από τους τρεις κορυφαίους προμηθευτές της Ευρώπης του υπερψυχρού καυσίμου.
Η κλιματική κρίση έχει συμβάλει στην έλλειψη ζήτησης για θέρμανση μέχρι στιγμής φέτος το χειμώνα και τα όλο και πιο ασταθή καιρικά φαινόμενα μπορεί ακόμη να προκαλέσουν εκρήξεις ψύχους, όπως ο πρόσφατος αρκτικός καιρός που σάρωσε τις ΗΠΑ. Οι παρατεταμένες θερμοκρασίες παγετού μπορούν να εξαντλήσουν τις εγκαταστάσεις αποθήκευσης στο 20% της χωρητικότητάς τους, σύμφωνα με την Wood Mackenzie.
Για να εξασφαλιστεί η ομαλή αποθήκευση το καλοκαίρι, πρέπει να ευθυγραμμιστούν πολλοί παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της σταθερής παροχής ηλεκτρικής ενέργειας από αιολικές, πυρηνικές και υδροηλεκτρικές γεννήτριες, των σταθερών ροών υγροποιημένου φυσικού αερίου και της συνεχιζόμενης εξοικονόμησης ενέργειας, δήλωσε ο Κορμπό. “Η Ευρώπη μπορεί να βρίσκεται σε καλύτερη θέση σε σχέση με ό,τι φοβόταν προηγουμένως, αλλά δεν έχει ξεφύγει ακόμη από το δάσος”, ανέφερε η Wood Mackenzie μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.

