Αν γίνει επανάσταση, πρώτη θα τρέξω. Μέχρι τότε όμως, την ζωή μου αρνούμαι να βάλω υποθήκη, ούτε καν την επικαρπία θα παραχωρήσω. Διατηρώ την πλήρη κυριότητα του εαυτού μου, για να τον διαθέσω όπως θέλω εγώ. Δεν επιτρέπω σε κανέναν να με οδηγήσει στην κατάθλιψη. Αρνούμαι να περάσω το υπόλοιπο της ζωής μου με ψυχοφάρμακα. Απαγορεύω ρητά τον εξανδραποδισμό της ψυχικής μου υγείας και βάζω μπροστά τους μηχανισμούς αυτοάμυνάς μου ενάντια σε ύαινες και αρπακτικά.
Σήμερα το πρωί έκανα την πρώτη αντιστασιακή μου πράξη, λοιπόν. Σήμερα το πρωί δεν άνοιξα ραδιόφωνο. Σήμερα το πρωί η αδρεναλίνη μου δεν ανεβοκατέβηκε σαν τα spreads, όπως άλλα πρωινά που άκουγα τις ειδήσεις των 6.30 και περίμενα τον καινούριο καταπέλτη μέτρων και περικοπών, που θα έπεφτε στο παραζαλισμένο κεφάλι μου. Στην κουζίνα ο νεροχύτης ήταν γεμάτος άπλυτα πιάτα.
«Δεν πειράζει», σκέφτηκα, «αυτό σημαίνει ότι είχαμε φαγητό να φάμε. Είμαι ευτυχισμένη. Άλλοι πεθαίνουν από την πείνα». Σήμερα το πρωί έκανα επιτέλους την υπέρβαση. Μόλις σηκώθηκα από το κρεβάτι έβαλα το CD με την αγαπημένη μου 2η ουγγρική ραψωδία του Λιστ και βγήκα από το σπίτι μ’ ένα ασυνήθιστο χαμόγελο. «Δεν με νοιάζει που άφησα το ζεστό μου κρεβάτι», αναλογίστηκα, «Oύτε που βγαίνω στους δρόμους πριν χαράξει για να πάω στη δουλειά. Είμαι ευτυχισμένη. Άλλοι είναι κατάκοιτοι».
Στο μετρό ο κόσμος γύρω μου στέκεται νυσταγμένος και κατηφής, βαρύθυμος και κουρασμένος, πριν ξεκινήσει καν η μέρα, βυθισμένος ο καθένας στις μαύρες σκέψεις του. Θυμήθηκα ότι στην Ιαπωνία μέσα στο μετρό ακούγεται πάντα μουσική. Κάτι παραπάνω θα ξέρουν. Χαμογελούσα σε όλους κι εκείνοι με κοιτούσαν με τη γνωστή κατανόηση που δείχνουμε στους ψυχικά διαταραγμένους. Έχουμε ξεχάσει τί θα πει χαμόγελο. Μοιραία πάλι θυμήθηκα ότι στη Δανία οι άνθρωποι το πρωί λένε καλημέρα σε οποιονδήποτε συναντήσουν μπροστά τους. Ας είναι, όμως. Ελλάδα είναι εδώ. Έτσι κι αλλιώς, η ευγένεια δεν είναι από τα χαρακτηριστικά μας γνωρίσματα.
Ένα βαγόνι γεμάτο θλίψη, ένας ολόκληρος συρμός γεμάτος αμίλητους κι αγέλαστους ανθρώπους, που έχουν προ πολλού ξεχάσει το Θεό των μικρών πραγμάτων, εκείνων των ταπεινών, που τα σκέπασαν τα φανταχτερά και πανάκριβα με τη σκιά τους. Ένας συρμός, γεμάτος αξιολύπητους ανθρώπους που είναι νεκροί και δεν το έχουν καταλάβει. Ένας συρμός γεμάτος ανθρώπους που παρακολουθούν τη ζωή μέσα από τις ειδήσεις των οκτώ, που κρέμονται από το στόμα του Βενιζέλου και της Μέρκελ, που κατάντησαν τηλεθεατές της ίδιας της ζωής τους.
Ασφαλώς και ό,τι συμβαίνει στη χώρα μας δεν είναι ό,τι καλύτερο. Δεν είναι όμως και ό,τι χειρότερο μπορεί να συμβεί. «Ήμουν λυπημένος που δεν είχα παπούτσια, ώσπου συνάντησα κάποιον που δεν είχε πόδια», θα μας έλεγε σίγουρα κουνώντας αυστηρά το δάχτυλο ο Λουντέμης, ενώ κι ο γλάρος Ιωνάθαν ακόμα, θα μπορούσε να μας εξηγήσει ότι η ζωή είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα απλό πέταγμα για αναζήτηση τροφής.
Βάλαμε τη χαρά μας στη φορμόλη και την ταριχεύσαμε. Νεκροζώντανοι περιφέρουμε τη μαυρίλα μας απ’ το δρόμο στη δουλειά κι απ’ τη δουλειά στο σπίτι. Μιζεριάζουμε και κλαυθμηρίζουμε ολημερίς κι ολονυχτίς, λες και θα ζήσουμε χίλια χρόνια. Αντιστέκομαι και πάλι. Αρνούμαι να παραδώσω την ψυχή μου στο διάβολο. Μας κόβουν τις δουλειές, τους μισθούς, τις συντάξεις, δεν θα μας κλέψουν και το χαμόγελο. Είμαι ζωντανή κι όσο το αίμα τρέχει στις φλέβες μου, αρνούμαι να βάλω τη ζωή μου στη ναφθαλίνη. Αρνούμαι, απλώς, να πεθάνω πριν την ώρα μου.
Βγαίνοντας από τα έγκατα της Γης, έχει πια ξημερώσει για καλά κι ένας αυτοκρατορικός ήλιος έχει αρχίσει να αγκαλιάζει τη σκυθρωπή μας πόλη. Ανοίγω κι εγώ διάπλατα τα χέρια να τον υποδεχτώ, να καλωσορίσω την καινούρια μέρα. «Πόσο ευτυχισμένη είμαι», συνειδητοποίησα, «Υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν δει ποτέ το φως του ήλιου». Έχω έντονη επιθυμία να σταματήσω τους διαβάτες, να τους πιάσω από τους ώμους και να τους ταρακουνήσω: «Χαμογελάστε, επιτέλους!», να τους πω. «Δεν βλέπετε πως η ζωή φεύγει; Ο χρόνος τρέχει κι αν δεν τρέξουμε κι εμείς μαζί του, θα μας προσπεράσει. Η Γη ακόμα γυρίζει κι οι εποχές εξακολουθούν να διαδέχονται η μία την άλλη. Χαρείτε τη βροχή, τον ήλιο, τον έρωτα, τα κίτρινα φύλλα που πέφτουν απ’ τα δέντρα. Χαϊδέψτε ένα παιδικό κεφάλι, τραγουδήστε, μυρίστε το νοτισμένο χώμα κι αφήστε το βλέμμα να ξεκουραστεί πάνω στην παλέτα τ’ ουρανού το ηλιοβασίλεμα. Είστε ακόμα ζωντανοί!».
Ολόκληρη η πόλη – ή καλύτερα η χώρα – μοιάζει βυθισμένη σε κώμα. Ακούω σχεδόν τον επιθανάτιο ρόγχο της. Κάθε μέρα τον ακούω, αλλά κλείνω τ’ αυτιά μου, αντλώ δύναμη από μέσα μου και συνεχίζω να ζω. Με χαμόγελο. Με περηφάνια. Με πείσμα. Έτσι όπως δικαιούται ο κάθε άνθρωπος να ζει – αν θέλει να λέγεται άνθρωπος.
Καθώς ανεβαίνω τις μαρμάρινες σκάλες του κτιρίου της οδού Ακαδημίας, το μάτι μου πέφτει σ’ ένα μικρό παραπονεμένο λευκό τριαντάφυλλο στην άκρη ενός βρόμικου σκαλιού. Το μαζεύω. Μυρίζω τη θεϊκή οσμή του. Το βάζω σ’ ένα ποτήρι με νερό να ξεδιψάσει. και χαμογελώ ευτυχισμένη. Ο Θεός των μικρών πραγμάτων μου είχε στείλει το σημάδι του…
Στο νου μου έρχονται τα λόγια ενός μεγάλου και πραγματικού Έλληνα, του Νίκου Καζαντζάκη: «Δεν μπορούμε ν’ αλλάξουμε την πραγματικότητα, ας αλλάξουμε τότε το μάτι που βλέπει την πραγματικότητα. Αυτό έκανα όταν ήμουν παιδί, αυτό κάνω και τώρα».
Χριστιάννα Λούπα
www.palmografos.com
2 σχόλια
Να Χαμογελάμε, να χαμογελάμε. Χαζοχαρούμενοι να μην είμαστε.
Έχει διαφορά.
Σ ευχαριστω που κοινοποιεις οτι κι εγω προφορικα μεταλαμπαδευω ταυτιζομαι μαζι σου
ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ