Αδαμοπούλου Άννα Δασκάλα Ειδικής Αγωγής – Κοινωνιολόγος
Θεωρώ πως είναι αναγκαίο να τονίσουμε πως το φαινόμενο της κακοποίησης του παιδιού είναι πράγματι ένα φαινόμενο που συνδέεται πρώτιστα με τις σχέσεις ισχύος μέσα στην οικογένεια. Το γεγονός ότι η μεγαλύτερη έκταση του φαινομένου λαμβάνει χώρα μέσα στους κόλπους της οικογένειας, το αποδεικνύει.
Η ίδια η σύσταση της οικογένειας ενέχει τα σπέρματα τέτοιων παρεκτροπών. Με τη συμμετοχή του στο θεσμό της οικογένειας από τη γέννησή του, ο άνθρωπος δέχεται την πρώτη μορφή άσκησης εξουσίας, αρκεί να εξετάσουμε στο εσωτερικό της τη θέση της γυναίκας σε σχέση με τον άντρα και του παιδιού σε σχέση με τους ενήλικες γονείς.
Η εξάρτηση των παιδιών θεωρείται αυτονόητη. Αυτονόητο είναι και το ότι τα παιδιά έχουν στην καλύτερη περίπτωση δύο γονείς και στη χειρότερη περίπτωση πάλι δύο γονείς. Άρα δεν υπάρχει άλλος από τον ένα γονέα για να προστατέψει τα παιδιά από τον άλλο, αν ο άλλος είναι κακός. Δεν αναρωτιόμαστε γιατί εξαρτώνται τα παιδιά από τους ενήλικες και μάλιστα από δύο μόνο άτομα, ούτε γιατί είναι τόσο εύθραυστα και τόσο εκτεθειμένα στη βία. Το 65% των παιδιών που υφίστανται σωματική τιμωρία στα πλαίσια της οικογένειας είναι ενδεικτικό. Η νομική αλλά και η λαϊκή μεταφορική σημασία της υποταγής είναι να συμπεριφέρεσαι σε κάποιον «σαν να είναι παιδί». Το παιδί είναι στο γράμμα και το πνεύμα του νόμου, αλλά και στον κοινό νου το πρότυπο της κατάστασης υποταγής.
Γι’ αυτό είναι ίσως καιρός να αποδομήσουμε την έννοια της παιδικής ηλικίας. Είναι ίσως η ώρα και η στιγμή που θα έπρεπε να μελετήσουμε το δίκαιο που ορίζει το καθεστώς των παιδιών «ως ανηλίκων». Και όπως λέει η Γαλλίδα θεωρητικός Christine Delphy για να γίνει αυτή η μελέτη θα πρέπει να αναλυθεί η ιδεολογία, κοινή σε όλους τους ενηλίκους (γυναίκες και άντρες), σύμφωνα με την οποία είναι «σωστή» και «κανονική» η κατάσταση των παιδιών, καθώς η εξάρτηση της μειοψηφίας από την πλειοψηφία θεωρείται απολύτως φυσική στον πολιτισμό μας. Η απουσία δικαιωμάτων των παιδιών δικαιώνεται με αναφορά στη «βιολογική» (άρα και ψυχολογική) τους ιδιαιτερότητα. Μα αυτό δεν ήταν, αυτό δεν είναι και το επιχείρημα για την απουσία δικαιωμάτων των γυναικών, όπου συμβαίνει; Τι το νομιμοποιεί όταν εφαρμόζεται στα παιδιά;
Καμιά υποδούλωση δεν είναι φυσική. Ούτε η εξουσία των γονέων πάνω στα παιδιά είναι φυσική, όπως τίποτα δεν είναι φυσικό στην ανθρώπινη κοινωνία. Οι δεσμοί μέσα στην οικογένεια είναι βιολογικοί, αλλά είναι πέρα και πάνω από αυτό κοινωνικοί. Γι’ αυτό και η έννοια του «μητρικού ενστίκτου» και της μητρότητας γενικότερα είναι κοινωνική κατασκευή – επιταγή και μάλιστα σχετικά πρόσφατη, αναδυόμενη μόλις την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης, όταν συντελείται το πέρασμα από την αγροτική στην αστική κοινωνία και συνάμα το πέρασμα από τη διευρυμένη στην πυρηνική οικογένεια. Στη διευρυμένη οικογένεια, η ανατροφή του παιδιού είναι αποστολή και καθήκον πολλών προσώπων (θείων, ξαδέλφων, γιαγιάδων κ.λπ.). Στην πυρηνική οικογένεια, με την εξασθένιση των συγγενικών και κοινωνικών δικτύων, αφορά μόνο τους δύο γονείς. Πώς δικαιολογείται ως «προστασία των παιδιών», φυσική και διαχρονικά υπάρχουσα, η εγκατάλειψή τους χωρίς καμιά σχεδόν επίβλεψη της κοινότητας στην απόλυτη δικαιοδοσία δύο μόνο ατόμων;
Η αύξηση της συχνότητας κακοποίησης των παιδιών από τους ίδιους τους γονείς τους, που παρατηρείται και στη χώρα μας τον τελευταίο καιρό και αναδεικνύεται από το φως της δημοσιότητας, αν και ίσως η κορυφή του παγόβουνου, δεν είναι άξια να μας προβληματίσει για τη φυσικοποίηση των δεσμών παιδιού – γονέων;
Είναι άραγε η αύξηση των περιπτώσεων κακοποίησης παιδιών που προβάλλονται από τα ΜΜΕ απλώς αποτέλεσμα μεγαλύτερης ευαισθητοποίησης, μεγαλύτερης δυνατότητας πληροφόρησης ή, πράγματι, σε μια κοινωνία που χαρακτηρίζεται από ρευστότητα αξιών, από πύκνωση ανομικών φαινομένων, από ολοένα και μεγαλύτερη επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου των χαμηλότερων κοινωνικό – οικονομικών στρωμάτων, ο καταπιεζόμενος (γονέας) γίνεται ευκολότερα καταπιεστής, το θύμα θύτης; Τα ευρήματα τόσο στη χώρα μας όσο και σε άλλες χώρες δείχνουν ότι οι γονείς που κακοποιούν τα παιδιά τους είναι άτομα με ιδιαίτερες ανάγκες για φροντίδα και στήριξη τόσο από κοινωνικούς φορείς όσο και από ειδικούς ψυχικής υγείας.
Στα δύο χρόνια που εργάζομαι ως δασκάλα ειδικής αγωγής σε ένα σχολείο, όπου το κοινωνικό – οικονομικό προφίλ των οικογενειών των μαθητών είναι γενικά χαμηλό και πολλές φορές προβληματικό, δεν είναι άρα τυχαίο που ήρθα αντιμέτωπη με δύο περιπτώσεις σοβαρής κακοποίησης παιδιών σε σύνολο τριάντα περίπου παιδιών με τα οποία ερχόμουν σε στενή, καθημερινή επαφή, αν σκεφτεί κανείς πως είναι ένα πρόβλημα που δε γίνεται εύκολα ορατό.
Στην Ελλάδα, πολύ περισσότερο από ότι σε άλλες χώρες, ο θεσμός της οικογένειας, ο κατεξοχήν και ίσως μοναδικός γνήσια ιδιωτικός θεσμός, είναι ακόμη πολύ ισχυρός και τα τοιχώματά του ελάχιστα διαπερατά απ’ τους δημόσιους θεσμούς κοινωνικής πρόνοιας και κοινωνικού ελέγχου.
Η προσωπική μου εμπειρία σε σχέση με το θεσμικό πλαίσιο που αφορά στο φαινόμενο της κακοποίησης παιδιών είναι δυστυχώς απογοητευτική και μου φανερώνει μια ελληνική κοινωνία πολύ ανώριμη ακόμη να αντιμετωπίσει κατάματα και χωρίς ταμπού το πρόβλημα. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση παιδιού που οι γονείς του το κακοποιούσαν βάναυσα και για μεγάλο χρονικό διάστημα και, παρ’ όλες τις προσπάθειες του σχολείου, οι συνέπειες που υπέστησαν οι γονείς από το νόμο ήταν ένα πρόστιμο… 1,5 ευρώ για το γεγονός ότι είχαν σταματήσει να φέρνουν το παιδί στο σχολείο. Το πρόβλημα του παιδιού «λύθηκε» από την παρέμβαση – ας μην παρεξηγηθεί αυτό – της μοίρας, με το αιφνίδιο θάνατο του πατέρα του: η ίδια η μητέρα του έδωσε το παιδί σε ίδρυμα. Κάπως έτσι, στη μοίρα, θεωρώ πως επαφίεται το μέλλον των περισσότερων παιδιών που βιώνουν καταστάσεις κακοποίησης από τους γονείς τους.
Ως εκ τούτου η ενδοοικογενειακή βία είναι πράγματι ένα θέμα απαγορευμένο και ο σκοτεινός αριθμός των περιπτώσεων κακοποίησης ίσως είναι μεγαλύτερος από ό,τι πιθανολογούμε ή φανταζόμαστε. Γι’ αυτό πρέπει να διδάξουμε τα παιδιά πώς να προστατεύουν και να περιφρουρούν το σώμα και την ψυχή τους. Ίσως σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη φορά είναι επιτακτική η ανάγκη το ελληνικό σχολείο να ευαισθητοποιηθεί και να δει σοβαρά και χωρίς αναχρονιστικές προκαταλήψεις και το θέμα της σεξουαλικής αγωγής των παιδιών.
Θεωρώ, όμως, εξίσου αναγκαίο να ευαισθητοποιηθούμε πρώτα εμείς οι ίδιοι και να αποκτήσουμε γνώση των διαστάσεων του κοινωνικού αυτού φαινομένου. Από την προσωπική μου εμπειρία καταλήγω στο συμπέρασμα πως το τι συνιστά κακοποίηση ενός παιδιού δεν αποτελεί αυτονόητο και κοινό τόπο για όλους τους εκπαιδευτικούς.
Και το πρώτο θαρραλέο βήμα για να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά το πρόβλημα είναι να προκαλέσουμε τα δικά μας αυτονόητα. Να κάνουμε αυτό που έλεγε και ο Μπρέχτ:
Κάτω από το οικείο/Ανακαλύψτε το παράδοξο/Κάτω από το καθημερινό/Ξεσκεπάστε το ανεξήγητο/Κι ό,τι πιο συνηθισμένο να σας ξαφνιάζει/Κάτω απο τον κανόνα δείτε την κατάχρηση/Κι όπου διαπιστώσετε κατάχρηση βρείτε τη θεραπεία.
Πηγή: Αδαμοπούλου, Ά. (2006). Το όνομα είναι “αγάπη”, το παιχνίδι εξουσία. Εν χρώ, 6, 20.
