Γενικές πληροφορίες για το Τμήμα Ένταξης

Το Τ.Ε. είναι μια υποστηρικτική δομή της Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης που λειτουργεί μέσα στα τυπικά σχολεία γενικής εκπαίδευσης και στόχο έχει την εκπαιδευτική παρέμβαση με ατομικά ή ομαδικά εξατομικευμένα προγράμματα εκπαίδευσης στους μαθητές με αναπηρία ή ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, εντός του σχολικού ωραρίου.
Μαθητές με αναπηρία και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες θεωρούνται όσοι για ολόκληρη ή ορισμένη περίοδο της σχολικής τους ζωής εμφανίζουν σημαντικές δυσκολίες μάθησης εξαιτίας αισθητηριακών, νοητικών, γνωστικών, αναπτυξιακών προβλημάτων, ψυχικών και νευροψυχικών διαταραχών οι οποίες, σύμφωνα με τη διεπιστημονική αξιολόγηση, επηρεάζουν τη διαδικασία της σχολικής προσαρμογής και μάθησης. Στους μαθητές με αναπηρία και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες συγκαταλέγονται ιδίως όσοι παρουσιάζουν νοητική αναπηρία, αισθητηριακές αναπηρίες όρασης (τυφλοί, αμβλύωπες με χαμηλή όραση), αισθητηριακές αναπηρίες ακοής (κωφοί, βαρήκοοι), κινητικές αναπηρίες, χρόνια μη ιάσιμα νοσήματα, διαταραχές ομιλίας-λόγου, ειδικές μαθησιακές δυσκολίες όπως δυσλεξία, δυσγραφία, δυ-σαριθμησία, δυσαναγνωσία, δυσορθογραφία, σύνδρομο ελλειμματικής προσοχής με ή χωρίς υπερκινητικότητα, διάχυτες αναπτυξιακές διαταραχές (φάσμα αυτισμού), ψυχικές διαταραχές και πολλαπλές αναπηρίες. Στην κατηγορία μαθητών με αναπηρία και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες δεν εμπίπτουν οι μαθητές με χαμηλή σχολική επίδοση που συνδέεται αιτιωδώς με εξωγενείς παράγοντες, όπως γλωσσικές ή πολιτισμικές ιδιαιτερότητες. Οι μαθητές με σύνθετες γνωστικές, συναισθηματικές και κοινωνικές δυσκολίες, παραβατική συμπεριφορά λόγω κακοποίησης, γονεϊκής παραμέλησης και εγκατάλειψης ή λόγω ενδοοικογενειακής βίας, ανήκουν στα άτομα με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες. Μαθητές με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες είναι και οι μαθητές που έχουν μία ή περισσότερες νοητικές ικανότητες και ταλέντα ανεπτυγμένα σε βαθμό που υπερβαίνει κατά πολύ τα προσδοκώμενα για την ηλικιακή τους ομάδα.
Η αναπηρία και οι ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες των μαθητών διερευνώνται και διαπιστώνονται από τα Κέντρα Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕ.Π.Α.), τις Ανώτατες Υγειονομικές Επιτροπές Πιστοποίησης Αναπηρίας της παρ. 2 του άρθρου 17 του ν. 4058/2012 (Α’ 63), τα Κέντρα Διεπιστημονικής Αξιολόγησης, Συμβουλευτικής και Υποστήριξης (ΚΕ.Δ.Α.Σ.Υ.), τα Κοινοτικά Κέντρα Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων (Κο.Κ.ε.Ψ.Υ.Π.Ε.), τα Κέντρα Ψυχικής Υγείας και το Παιδικό Αναπτυξιακό Κέντρο «Μιχαλήνειο» του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Αττικής. Τα ΚΕ.Π.Α., οι Ανώτατες Υγειονομικές Επιτροπές Πιστοποίησης Αναπηρίας, τα Κο.Κ.ε.Ψ.Υ.Π.Ε., τα Κέντρα Ψυχικής Υγείας και το Παιδικό Αναπτυξιακό Κέντρο «Μιχαλήνειο» του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Αττικής δεν έχουν αρμοδιότητα, για τα ζητήματα για τα οποία επιφυλάσσεται αποκλειστική αρμοδιότητα στα ΚΕ.Δ.Α.Σ.Υ.
Προκειμένου να ιδρυθεί και να λειτουργήσει ένα Τ.Ε., βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας, είναι απαραίτητο να υπάρχουν στη σχολική μονάδα Γενικής Εκπαίδευσης (σε όλο το σχολείο και όχι ανά τάξη), τουλάχιστον τρεις μαθητές με έγκυρες γνωματεύσεις από δημόσιες διαγνωστικές υπηρεσίες. Σύμφωνα με τον Νόμο 4823/2021 (ΦΕΚ 136/Α/3-8-2021), η αρμόδια δημόσια υπηρεσία για την αξιολόγηση μαθητών με αναπηρία ή ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες είναι τα Κέντρα Διεπιστημονικής Αξιολόγησης, Συμβουλευτικής και Υποστήριξης (ΚΕ.Δ.Α.Σ.Υ.). Τα ΚΕ.Δ.Α.Σ.Υ έχουν την αποκλειστική αρμοδιότητα εισήγησης για την κατάταξη, εγγραφή, μετεγγραφή και φοίτηση στην κατάλληλη σχολική μονάδα των μαθητών με αναπηρία ή ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, καθώς και για το κατάλληλο πλαίσιο εξατομικευμένης υποστήριξης (παράλληλη στήριξη ή φοίτηση σε τμήμα ένταξης) σε σχολική μονάδα της γενικής εκπαίδευσης (Ν. 4823, άρθρο 11, παρ. 5).
Στα Τ.Ε. μπορούν να συμμετέχουν κατά τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς μαθητές με αναπηρία και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες οι οποίοι έχουν γνωμάτευση από διαγνωστική υπηρεσία όπως τα ΚΕΔΑΣΥ ή τα Ιατροπαιδαγωγικά Κέντρα, και μαθητές που, ενώ δεν έχουν γνωμάτευση, έχει παρατηρηθεί από τους εκπαιδευτικούς γενικής παιδείας ότι παρουσιάζουν δυσκολίες. Στην περίπτωση που δεν υπάρχει κάποια γνωμάτευση, για τη συμμετοχή στο Τ.Ε. είναι απαραίτητη η σύμφωνη γνώμη του Σχολικού Συμβούλου Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης. Και στις δύο περιπτώσεις, για να νομιμοποιηθεί η συμμετοχή του παιδιού στο Τ.Ε. χρειάζεται η συναίνεση του γονέα ή του κηδεμόνα ο οποίος υποβάλλει ενυπόγραφη αίτηση συμμετοχής του παιδιού του σε αυτό.
Σκοπός του ΤΕ είναι η πλήρης ένταξη των μαθητών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες ή/και αναπηρία στο σχολικό περιβάλλον μέσα από ειδικές εκπαιδευτικές παρεμβάσεις. Ο εκπαιδευτικός του ΤΕ υποστηρίζει τους μαθητές εντός του περιβάλλοντος της τάξης τους, σε συνεργασία με τους εκπαιδευτικούς των τάξεων, με στόχο τη διαφοροποίηση των δραστηριοτήτων και των διδακτικών πρακτικών, καθώς και την κατάλληλη προσαρμογή του εκπαιδευτικού υλικού και του εκπαιδευτικού περιβάλλοντος. Η υποστήριξη σε ιδιαίτερο χώρο υλοποιείται εφόσον το επιβάλλουν οι ιδιαίτερες εκπαιδευτικές ανάγκες των μαθητών, με απώτερο στόχο τη δυνατότητα μελλοντικής υποστήριξης αυτών εντός του περιβάλλοντος της τάξης τους. Γενικότερα, το Τ.Ε. παρέχει εξειδικευμένη παρέμβαση σε δεξιότητες των μαθητών με σκοπό να γίνουν αυτοματοποιημένες γνωστικές ικανότητες. Την ώρα που ο μαθητής βρίσκεται στο Τ.Ε. δουλεύει τις εντοπισμένες δυσκολίες του (γραφή, ανάγνωση, στρατηγικές κατανόησης κ.α.) και αυτό θα έχει θετικό αντίκτυπο σε όλα τα μαθήματα. Με άλλα λόγια, γίνεται παρέμβαση τόσο στις ατομικές εκπαιδευτικές του ανάγκες ως προς την αποκατάσταση των ειδικών δυσκολιών, όσο και στην ενίσχυσή του στα τρέχοντα γνωστικά αντικείμενα. Τέλος, στόχος του Τ.Ε. είναι η διαχείριση των δυσκολιών του μαθητή, η αυτονόμησή του και η λειτουργική ένταξη στην τάξη του (Παπαδομαρκάκης, Γκονέλα & Παπαδοπούλου, 2011).
Στο Τ.Ε. ο τρόπος και η μορφή διδασκαλίας διαφέρουν σε πολλά σημεία από αυτά της γενικής τάξης. Οι μαθητές οργανώνονται σε μικρές ομάδες με βάση τις εκπαιδευτικές τους ανάγκες, όπως αυτές έχουν οριστεί από την άτυπη αξιολόγηση του Ειδικού Εκπαιδευτικού του Τ.Ε., λαμβάνοντας υπόψη τη γνωμάτευση του ΚΕΔΑΣΥ ή του Ι.Π.Κ. και τις προτάσεις των εκπαιδευτικών της Γενικής Αγωγής. Η διδασκαλία πραγματοποιείται στο τμήμα είτε σε ολιγομελείς ομάδες μαθητών του ίδιου επιπέδου είτε μεταξύ εκπαιδευτικού και μαθητή «ένας προς έναν». Κατά την εκπαιδευτική διαδικασία γίνεται χρήση πολλών εποπτικών μέσων και υλικών, κατάλληλα προσαρμοσμένων και διαφοροποιημένων, έτσι ώστε να ανταποκρίνονται στις ιδιαίτερες ανάγκες των μαθητών, και επιστρατεύονται εναλλακτικοί τρόποι μάθησης, όπως το παιδαγωγικό παιχνίδι, η δραματοποίηση, η μάθηση με χρήση υπολογιστή και νέων τεχνολογιών, η διδασκαλία με χρήση αντικειμένων και η εν συνεχεία μετάβαση στο εικονικό και συμβολικό επίπεδο. Το είδος, η μεθοδολογία και τα υλικά παρέμβασης που θα επιλεγούν από τον ειδικό παιδαγωγό σε συνεργασία με το διευθυντή και τους εκπαιδευτικούς του σχολείου, έχουν να κάνουν με τους επιμέρους στόχους που έχει θέσει για την κάθε ομάδα (Παπαδομαρκάκης, Γκονέλα & Παπαδοπούλου, 2011).
Τα Τ.Ε. λειτουργούν με δύο διαφορετικούς τύπους προγραμμάτων:
1) Κοινό και εξειδικευμένο πρόγραμμα που καθορίζεται με πρόταση από τα ΚΕΔΑΣΥ για τους μαθητές με ηπιότερης μορφής ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, το οποίο για κάθε μαθητή δεν θα υπερβαίνει τις δεκαπέντε διδακτικές ώρες εβδομαδιαίως.
2) Εξειδικευμένο ομαδικό ή εξατομικευμένο πρόγραμμα διευρυμένου ωραρίου που καθορίζεται με πρόταση από τα ΚΕΔΑΣΥ, για τους μαθητές με σοβαρότερης μορφής ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, οι οποίες δεν καλύπτονται από αντίστοιχες με το είδος και το βαθμό αυτοτελείς σχολικές μονάδες. Το εξειδικευμένο πρόγραμμα μπορεί να είναι ανεξάρτητο από το κοινό, σύμφωνα με τις ανάγκες των μαθητών. Στις περιπτώσεις αυτές η συνδιδασκαλία γίνεται σύμφωνα με τις προτάσεις των διαγνωστικών υπηρεσιών.
Για να λειτουργήσει το Τ.Ε. είναι απαραίτητα τα εξής:
1) Ομαδικά προγράμματα παρέμβασης. Ο εκπαιδευτικός του Τ.Ε. δημιουργεί ομάδες μαθητών ανάλογα με το είδος των δυσκολιών προς παρέμβαση, έχοντας υπόψη του τις γνωματεύσεις, τις παρατηρήσεις των εκπαιδευτικών του σχολείου και τα ανιχνευτικά τεστ που θα χορηγήσει ο ίδιος. Αυτό σημαίνει ότι η συμμετοχή των μαθητών στην κάθε ομάδα δεν έχει καμία σχέση με την τάξη φοίτησής τους αλλά με τις κοινές τους δυσκολίες.
2) Εξατομικευμένα προγράμματα παρέμβασης. Για τους μαθητές που παρουσιάζουν σοβαρές εκπαιδευτικές ανάγκες και δεν μπορούν να ομαδοποιηθούν, ο εκπαιδευτικός του Τ.Ε. υλοποιεί εξατομικευμένα προγράμματα εκπαίδευσης. Όταν κριθεί απαραίτητο, ο εκπαιδευτικός του Τ.Ε. υλοποιεί το εξειδικευμένο πρόγραμμα παρέμβασης και εντός της κανονικής τάξης του μαθητή (συνεκπαίδευση).
3) Κυκλικό ωράριο. Το κυκλικό ωράριο αναφέρεται στην προγραμματική απουσία του μαθητή από την κανονική τάξη που τη διαμορφώνει ο εκπαιδευτικός του Τ.Ε. προκειμένου να μην χάνονται πολλές διδακτικές ώρες του ίδιου αντικειμένου, έτσι ώστε κατά μέσο όρο ο μαθητής να απουσιάζει μέχρι δύο φορές το μήνα από κάθε αντικείμενο. Το πρόγραμμα αυτό δημιουργείται σε συνεργασία με τους εκπαιδευτικούς του σχολείου και μπορεί να αναπροσαρμόζεται σε περίπτωση που είναι απαραίτητη η παρουσία του μαθητή στη τάξη, εφόσον ενημερωθεί εγκαίρως ο εκπαιδευτικός του Τ.Ε. Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι ο εκπαιδευτικός του Τ.Ε. παίρνει τους μαθητές από όλα τα μαθήματα, αλλά αποφεύγει αυτά στα οποία τα παιδιά έχουν καλή επίδοση και κάνουν καλό στην εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους.
4) Αίθουσα για το Τ.Ε. Το σχολείο όπου λειτουργεί Τ.Ε. πρέπει να διαθέτει μια ασφαλή αίθουσα η οποία θα είναι αποκλειστικά για το Τ.Ε. Η αίθουσα αυτή θα πρέπει να είναι έτσι διαμορφωμένη ώστε να εξυπηρετεί περίπου πέντε μαθητές, να είναι φωτεινή, μακριά από θορύβους, να περιλαμβάνει τραπέζι ή θρανία, καρέκλες, γραφείο εκπαιδευτικού, βιβλιοθήκη και Η/Υ/ με εκτυπωτή (Παπαδομαρκάκης, Γκονέλα & Παπαδοπούλου, 2011).
Η δημιουργία δικτύου συνεργασίας μεταξύ του παιδαγωγού του Τ.Ε., των εκπαιδευτικών της τάξης, των γονέων και των παιδιών είναι εξαιρετικής σημασίας για να υπάρξει επιτυχημένη παρέμβαση. Χρέος κάθε σχολείου είναι να εκπληρώνει τον παιδαγωγικό του ρόλο καλύπτοντας έναν ευρύ αριθμό μαθητών, να δίνει ίσες ευκαιρίες σε περισσότερους μαθητές να έχουν πρόσβαση στη γνώση και να μην αποκλείει όσο γίνεται κανέναν (Παπαδομαρκάκης, Γκονέλα & Παπαδοπούλου, 2011). Η θετική στάση όλων μας απέναντι στον νεοσύστατο θεσμό του Τ.Ε. στο σχολείο είναι σίγουρο πως μόνο επιτυχή αποτελέσματα θα φέρει προς όφελος των μαθητών, αλλά και όλης της σχολικής κοινότητας.