“School Violence” από tomswift46 ( Hi Res Images for Sale) διατίθεται με άδεια χρήσης CC by-nc-nd-2.0
Είναι η επιθετική εκείνη
συμπεριφορά που είναι εσκεμμένη, απρόκλητη και
επαναλαμβανόμενη, αποτελεί κατάχρηση εξουσίας και εμπεριέχει
ανισότητα στη δύναμη αντικειμενική (π.χ. σωματική) ή αντιληπτή
(π.χ. προσωπικότητας). Εν ολίγοις, κατευθύνεται προς εκείνα τα
θύματα που εκλαμβάνονται από τους θύτες (έναν ή πολλούς μαζί)
ως αδύναμα, είτε σωματικά είτε ψυχολογικά.
Τι δεν είναι σχολικός εκφοβισμός: Όταν τα εμπλεκόμενα μέρη
είναι ίσης δύναμης και όχι άνισης, λόγω αριθμού, σωματικής
διάπλασης, κοινωνικής θέσης, κουλτούρας, τότε πρόκειται για
σύγκρουση, βίαιη ίσως αλλά όχι εκφοβιστική συμπεριφορά. Εκτός
από την ισότητα στη δύναμη, παρατηρείται επίσης όμοια
συναισθηματική αντίδραση, που σημαίνει ότι και οι δύο μαθητές
είναι θυμωμένοι και όχι όπως στον εκφοβισμό όπου ο μαθητήςστόχος φοβάται και αδυνατεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του.
Υπάρχει επίσης η περίπτωση του πειράγματος, όπου οι μαθητές
κάνουν αστεία μεταξύ τους, διασκεδάζοντας και οι δύο αληθινά.
Μορφές της βίας στον εκφοβισμό
Ο σχολικός εκφοβισμός παίρνει διάφορες μορφές, ανάλογα με τα
μέσα που ο θύτης χρησιμοποιεί για να βλάψει το θύμα. Έτσι,
διακρίνουμε τους παρακάτω τύπους εκφοβισμού:
Τον άμεσο ή σωματικό εκφοβισμό (physical bullying): ο
θύτης χρησιμοποιεί φυσική βία, όπως γρονθοκοπήματα,
κλωτσιές, σπρωξιές καθώς επίσης φθορά ή/και άρπαγμα της
ατομικής ιδιοκτησίας.
Τον λεκτικό εκφοβισμό (verbal bullying): εδώ ο θύτης
κατ’ επανάληψη πειράζει το θύμα του σε ενοχλητικό, για
τον δεύτερο, βαθμό, τον κοροϊδεύει, του κολλάει
παρατσούκλια, τον βρίζει και γενικότερα τον προσβάλλει με
βωμολοχίες και λόγια. Τον έμμεσο ή κοινωνικό εκφοβισμό
(indirect/social/relational bullying): Ο αποκλεισμός του
θύματος από την παρέα και η κοινωνική του απομόνωση,
μέσω της χειραγώγησης της ομάδας ομηλίκων.
Συγκεκριμένα, οι θύτες δημιουργούν μία κλίκα και πολύ
συντονισμένα αγνοούν τον συμμαθητή ή τη συμμαθήτριά
τους, στις ομαδικές δραστηριότητες τούς αναθέτουν τα πιο
δυσάρεστα καθήκοντα ή δεν τους επιτρέπουν καν να
παίξουν, τους κάνουν να αισθάνονται αόρατοι, τρέχουν να
κρυφτούν (δείχνοντας επιδεικτικά ότι θα ήθελαν να τους
εγκαταλείψουν) και γενικά τους απορρίπτουν. Αυτή είναι
και η μορφή που δυσκολεύονται περισσότερο να αναφέρουν
τα θύματα, διότι εκφράζεται με έμμεσο τρόπο,
συγκαλυμμένα.
Τον εκβιασμό (extortion): Σε αυτή την μορφή εκφοβισμού,
οι θύτες με εκβιασμούς και απειλές αναγκάζουν τα θύματα
να τους παραδώσουν το χαρτζιλίκι τους και το κολατσιό
τους.
Τον οπτικό εκφοβισμό (visual bullying): Συμβαίνει όταν ο
θύτης γράφει ένα προσβλητικό, για το θύμα, σημείωμα και
το δίνει στους συμμαθητές τους από χέρι σε χέρι ή το αφήνει
σε περίοπτη θέση στη σχολική τσάντα του θύματος ή στο
θρανίο του. Διαφορετικά, σχεδιάζει γκράφιτι παρόμοιας
σημειολογίας σε εμφανή σημεία του σχολείου.
Τον ηλεκτρονικό εκφοβισμό (cyberbullying): Ο θύτης
χρησιμοποιεί διαδικτυακά μέσα, παραδείγματος χάριν,
συντάσσει και προωθεί μηνύματα σε κινητά ή ηλεκτρονικές
διευθύνσεις (e-mails).
Το ρατσιστικό εκφοβισμό (racial bullying): Εδώ
πρόκειται για μία ειδική περίπτωση εκφοβισμού, που
εκφράζεται κοινωνικά, ψυχολογικά ή σωματικά και έχει σκοπό να στιγματίσει τη διαφορετικότητα του θύματος ως
προς την εθνικότητά του.
Το σεξουαλικό εκφοβισμό (sexual bullying): Ο θύτης
δημιουργεί ένα αίσθημα ντροπής και αμηχανίας στο θύμα με
αισχρά σκίτσα, ανήθικες χειρονομίες, σχόλια σεξουαλικού
περιεχομένου σε βάρος του θύματος και «αγενή αστεία»,
καθώς και ερωτήσεις παρόμοιας θεματικής. Επιπλέον,
μπορεί να αγγίζει το θύμα, παρά τη θέλησή του σε διάφορα
σημεία, περίπτωση στην οποία διακρίνεται από τη
σεξουαλική παρενόχληση με ποσοτικά κριτήρια.
Σχετικά με την έκταση και ένταση του σχολικού εκφοβισμού γενικά
έχουν παρατηρηθεί τα εξής:
Ο εκφοβισμός σταθερά μειώνεται μεταξύ των ηλικιών 12 και 18.
Το φαινόμενο φθάνει στην κορύφωσή του στα δύο πρώτα χρόνια
της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Σταδιακά μειώνεται η σωματική βία και αυξάνεται η λεκτική και η
ψυχολογική.
Γενικά, το ποσοστό του εκφοβισμού μικραίνει, όσο τα χρόνια
προχωρούν, αλλά μεγαλώνει η έντασή του.
Ατομικά Χαρακτηριστικά μαθητών που ασκούν εκφοβισμό
Έντονη, εξωστρεφής, παρορμητική προσωπικότητα
Μη ανοχή στην διαφορετικότητα
Χειριστικοί, έλλειψη ενσυναίσθησης
Εναλλάσσονται σε ρόλους θύτη-θύματος
Δικαιολογούν τις πράξεις τους ως πρόκληση του
θύματος και τις εκλογικεύουν, ελαχιστοποιώντας τις
συνέπειες για το θύμα
Ναρκισσιστικά σχήματα προσωπικότητας, υψηλή
αυτοπεποίθηση, με υπερβολικά θετική αυτό-εικόνα που δεν στηρίζεται στην πραγματικότητα, απειλές ως
προς αυτήν αντιμετωπίζονται με επιθετικότητα
Ατομικά Χαρακτηριστικά μαθητών που δέχονται
εκφοβισμό
Παθητικές προσωπικότητες: με ανασφάλειες, άγχος,
μοναξιά, χαμηλή αυτοεκτίμηση
«Προκλητικά» άτομα: αντιδραστικά, αδέξια, αυθόρμητα,
συχνά υπερκινητικά με δυσκολία συγκέντρωσης
Ανήκουν σε μειοψηφική ομάδα (εθνότητα, θρήσκευμα,
αναπηρία, σεξουαλικός προσανατολισμός, σωματική
εμφάνιση, παχυσαρκία κ.τ.λ)
Συνέπειες του εκφοβισμού σε μαθητές-θύτες και σε μαθητές-θύματα
Σωματικές (παιδιά που δέχονται εκφοβισμό): γρατζουνιές,
μώλωπες, στραμπουλήγματα, διαστρέμματα, διάσειση,
πονοκέφαλοι, πόνοι πλάτης, στομαχόπονοι, αϋπνία, εφιάλτες,
απώλεια όρεξης ή βουλιμία, αύξηση ορμονών στρες, άγχος,
αδύναμο ανοσοποιητικό σύστημα, μεγαλύτερη πιθανότητα
τραυματισμού στα πρώτα 15 λεπτά μετά το περιστατικό, εύκολη
απώλεια ισορροπίας, παραπατήματα, κακός έλεγχος κυκλοφορίας
αυτοκινήτων.
Πνευματικές (παιδιά που δέχονται εκφοβισμό): μειωμένη
ικανότητα συγκέντρωσης, δυσκολίες στη μνήμη και στη μάθηση,
έλλειψη κινήτρων για μάθηση, χαμηλό προφίλ στην επικοινωνία,
δε λένε τις σκέψεις τους από φόβο χλευασμού, αποφεύγουν να
τραβούν την προσοχή με τη συμμετοχή τους στη μαθησιακή
διαδικασία ακόμα και με ερωτήσεις, σχολική άρνηση, συχνές
απουσίες, μειωμένη σχολική επίδοση. Αυτό-εικόνα (παιδιά που δέχονται εκφοβισμό): Η κοροϊδία
μειώνει την αυτοεκτίμησή τους, ιδιαίτερα όταν αυτή σχετίζεται με
τη διαφορετικότητά τους (σωματική διάπλαση, εθνικότητα κ.τ.λ.).
Παιδιά που δεν αποδέχονται τον εαυτό τους όπως είναι, γίνονται
ιδιαίτερα ευαίσθητα σε οποιουδήποτε είδους κριτική. Είναι
ιδιαίτερα αυστηρά, απαιτητικά με τον εαυτό τους. Επικρίνουν τον
εαυτό τους και σταδιακά όλους τους άλλους.
Ψυχολογικές (παιδιά που δέχονται εκφοβισμό): Βρίσκονται σε
διαρκή ετοιμότητα και κατάσταση άμυνας. Διακατέχονται από
φόβο, αγωνία, νευρικότητα, ευερεθιστότητα. Δε μπορούν να
χαλαρώσουν ούτε στις κοινωνικές τους επαφές. Γίνονται επιθετικά
ως αντίδραση στη βία. Εκτονώνουν την έντασή τους στο σπίτι,
γίνονται επιθετικά και αγενή. Μιλάνε χαμηλόφωνα ή γρήγορα και
χάνουν, «μασάνε» τις λέξεις. Εμφανίζουν μελαγχολία, κατάθλιψη.
Σε ακραίες περιπτώσεις, μπορεί να εμφανίσουν και τάσεις
αυτοκτονίας.
Συνέπειες εκφοβισμού (μακροπρόθεσμες σε παιδιά που τον
ασκούν): Αδυναμία να αποδεκτούν τον εαυτό τους και ν’
αντλήσουν δύναμη και αυτοεκτίμηση με θετικούς, δημιουργικούς
τρόπους. Δυσκολία διαπροσωπικών σχέσεων, διαχείρισης θυμού
και συγκρούσεων. Οι οπαδοί τους αποχωρούν σταδιακά, καθώς
μεγαλώνουν και μένουν μόνοι, με άγχος και τάσεις κατάθλιψης.
Έχουν αυξημένο κίνδυνο νεανικής και ενήλικης
εγκληματικότητας, χρήση ουσιών και αλκοόλ. Αυξημένη
πιθανότητα βίαιης συμπεριφοράς προς τα παιδιά και τη σύντροφο
μέσα στην οικογένειά τους.Οδηγίες αντιμετώπισης του εκφοβισμού για τους γονείς
Σημάδια αναγνώρισης στα παιδιά που υπόκεινται σχολικό εκφοβισμό
Ανεξήγητες μελανιές και σημάδια από χτυπήματα.
Δεν έχει στενούς φίλους από το σχολείο.
Δεν θέλει να πάει στο σχολείο. Είναι αγχωμένο. Παρουσιάζει
επιθετική συμπεριφορά στο σπίτι. Απομονώνεται. Βλέπει εφιάλτες.
Νιώθει άρρωστο όταν ξυπνάει το πρωί.
Επιστρέφει σπίτι από το σχολείο με ρούχα σκισμένα ή αντικείμενα
που έχουν καταστραφεί.
«Χάνει» τα χρήματά του ή άλλα αντικείμενα στο σχολείο.
Στους γονείς –παιδιών που εκφοβίζουν ή
εκφοβίζονται- προτείνεται να:
Παίρνουν στα σοβαρά αναφορές του παιδιού τους ή/και του
σχολείου για θέματα βίας.
Αποφεύγουν να ρίξουν την ευθύνη για τον εκφοβισμό στα παιδιά
που γίνονται δέκτες αυτού.
Αποφεύγουν να ενθαρρύνουν την αντίδραση στη βία με βία
(«χτύπα αν σε χτυπήσουν» ή «κορόϊδεψε αν σε κοροϊδέψουν»).
Κρατάνε γραπτό αρχείο των αναφορών των παιδιών, να
ενημερώνουν άμεσα στο σχολείο και να ζητούν να εφαρμοστεί η
πολιτική του σχολείου όσον αφορά το θέμα.
Αποφεύγουν να έρθουν σε επαφή με τους γονείς του παιδιού που
εκφοβίζει ή το ίδιο το παιδί.
Δείχνουν υπομονή καθώς ούτε η επιθετική συμπεριφορά των
παιδιών που εκφοβίζουν ούτε η παθητική συμπεριφορά των
παιδιών που δέχονται τον εκφοβισμό, αλλάζει εύκολα.
Ενθαρρύνουν το παιδί τους ν’ ανακαλύψει τα ιδιαίτερα ταλέντα
και τις ικανότητές του, ενισχύοντας έτσι την αυτοεκτίμησή του.
Ενθαρρύνουν το παιδί που δέχεται τον εκφοβισμό, να
δημιουργήσει νέες φιλίες.
Διδάσκουν το παιδί που ασκεί εκφοβισμό, με το παράδειγμά τους. Ελέγχουν το θυμό τους, χωρίς να επιβάλλουν σωματικές τιμωρίες.
Δείχνουν ότι νοιάζονται για τα προβλήματα των παιδιών και
προσπαθούν να βρουν λύσεις από κοινού.
Αναζητούν τη βοήθεια ειδικών, αν το πρόβλημα επιμένει ή
χειροτερεύει.
Συνοψίζοντας, αξίζει –για ακόμη μία φορά- να γίνει σαφής η διαφορά
του σχολικού εκφοβισμού (bullying) από το «πείραγμα» στο πλαίσιο του
παιχνιδιού. Το «πείραγμα» αυτό συνήθως συμβαίνει μεταξύ φίλων και
δεν περιλαμβάνει την πρόκληση σωματικού πόνου των άλλων. Αντίθετα,
ο εκφοβισμός εμπλέκει άτομα που δεν έχουν φιλικές σχέσεις μεταξύ
τους. Ωστόσο, το «πείραγμα» μπορεί εύκολα να μετατραπεί σε
εκφοβισμό, αν συμβαίνει για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα και το
σημαντικότερο, όταν το παιδί αισθανθεί ότι οι πράξεις των άλλων δεν
διέπονται από αστείο, αντίθετα του προκαλούν στενοχώρια, αμηχανία και
φόβο καθώς και ότι δεν γίνονται μέσα στα όρια του παιχνιδιού.
Βιβλιογραφική Πηγή
Μέρος Ερευνητικής Εργασίας από το Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών στην Προαγωγή
και Αγωγή Υγείας, στο Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Εργαστήριο
Υγιεινής & Επιδημιολογίας της Ιατρικής Σχολής
Σχολική Ψυχολόγος
Κακούρου Μυρτώ-Παναγιώτα