Η επιθετικότητα στα παιδιά προσχολικής ηλικίας (3-6 ετών) αποτελεί σύνηθες φαινόμενο. Η λεκτική επιθετικότητα, οι σπρωξιές, οι κλοτσιές και άλλα είδη επιθετικότητας είναι παρόντα στην προσχολική ηλικία, αν και ο βαθμός στον οποίο εκφράζεται η επιθετικότητα αλλάζει καθώς το παιδί μεγαλώνει.
Επιθετικότητα είναι η σκόπιμη πρόκληση βλάβης σ’ ένα άλλο άτομο. Τα βρέφη δεν συμπεριφέρονται επιθετικά. Είναι δύσκολο να υποστηρίξει κανείς ότι η συμπεριφορά τους έχει ως στόχο να βλάψει τους άλλους, ακόμη και όταν χωρίς τη θέλησή τους συμβαίνει αυτό. Αντίθετα, τα παιδιά προσχολικής ηλικίας εκδηλώνουν σαφή επιθετικότητα.
Στα πρώτα χρόνια της προσχολικής περιόδου, ένα μέρος της επιθετικότητας έχει ως στόχο να εξασφαλίσει ένα ευχάριστο- για το παιδί- αποτέλεσμα, όπως π.χ. το παιχνίδι ενός άλλου παιδιού. Επομένως, η επιθετικότητα δεν έχει σοβαρό περιεχόμενο, όπως φαίνεται και από τους διαπληκτισμούς, οι οποίοι αποτελούν τυπικό χαρακτηριστικό της προσχολικής ηλικίας. Είναι σπάνιες οι περιπτώσεις όπου ένα παιδί δεν εμπλέκεται, τουλάχιστον περιστασιακά, σε μία επιθετική πράξη. Από το άλλο μέρος, η ακραία και παρατεταμένη επιθετικότητα αποτελεί σοβαρή αιτία ανησυχίας. Στα περισσότερα παιδιά, η επιθετικότητα μειώνεται στο τέλος της προσχολικής περιόδου, όπως επίσης μειώνονται η συχνότητα και η μέση διάρκεια των επεισοδίων επιθετικής συμπεριφοράς.
Αυτό στο οποίο εν μέρει οφείλεται η μείωση της επιθετικότητας στο παιδί είναι η αναπτυσσόμενη προσωπικότητα και η κοινωνική του ανάπτυξη. Συγκεκριμένα, μεταξύ των άλλων, το παιδί μαθαίνει να ελέγχει καλύτερα τα συναισθήματα που βιώνει. Συναισθηματική αυτό-ρύθμιση είναι η ικανότητα του ατόμου να ρυθμίζει το συναίσθημά του σ’ ένα επιθυμητό επίπεδο έντασης. Από το 2ο έτος και μετά, το παιδί είναι ικανό να μιλήσει για τα συναισθήματά του και χρησιμοποιεί στρατηγικές για να τα ρυθμίσει. Καθώς μεγαλώνει, υιοθετεί όλο και πιο αποτελεσματικές στρατηγικές ρύθμισης και μαθαίνει ν’ αντιμετωπίζει καλύτερα τ’ αρνητικά συναισθήματα. Όπως έχει ήδη σημειωθεί, εκτός από τον αυξανόμενο αυτοέλεγχο, το παιδί αναπτύσσει όλο και πιο σύνθετες κοινωνικές δεξιότητες. Τα περισσότερα παιδιά μαθαίνουν να εκφράζουν λεκτικά τις επιθυμίες τους και γίνονται όλο και πιο ικανά στο να «διαπραγματεύονται» με τους άλλους.
Παρά τη συνήθη μείωση της επιθετικότητας στο μέσο παιδί, ορισμένα παιδιά συνεχίζουν να είναι επιθετικά καθ’ όλη τη διάρκεια της προσχολικής περιόδου. Επιπλέον, η επιθετικότητα είναι ένα σχετικά σταθερό γνώρισμα της προσωπικότητας: Τα παιδιά με τη μεγαλύτερη επιθετικότητα στην περίοδο αυτή συνεχίζουν να είναι επιθετικά κατά τη σχολική ηλικία, όπως επίσης τα λιγότερο επιθετικά παιδιά προσχολικής ηλικίας εμφανίζουν τη λιγότερη επιθετικότητα κατά τη σχολική περίοδο.
Τα αγόρια συνήθως παρουσιάζουν υψηλότερα επίπεδα σωματικής, συντελεστικής επιθετικότητας, συγκριτικά με τα κορίτσια. Συντελεστική επιθετικότητα είναι η επιθετικότητα που έχει ως αφετηρία την επιθυμία του παιδιού να επιτύχει έναν συγκεκριμένο στόχο, όπως για παράδειγμα να παίξει με ένα συγκεκριμένο παιχνίδι, το οποίο ανήκει σ’ ένα άλλο παιδί. Από το άλλο μέρος, αν και τα κορίτσια εμφανίζουν χαμηλότερα επίπεδα συντελεστικής επιθετικότητας, μπορεί να είναι το ίδιο επιθετικά, αλλά με διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι τα αγόρια. Τα κορίτσια είναι πιθανότερο να επιδείξουν ένα είδος διαπροσωπικής επιθετικότητας, δηλαδή μη σωματική επιθετικότητα που σκοπό της έχει να προκαλέσει ψυχική βλάβη. (Το είδος αυτό έχει ονομαστεί και εχθρική επιθετικότητα). Η επιθετικότητα αυτή εκφράζεται με προσβολές στους άλλου, προσωρινή άρση σχέσεων φιλίας ή με άλλες φραστικές επιθέσεις που κάνουν τους άλλους να αισθάνονται άσχημα.
Αίτια της επιθετικότητας. Ορισμένοι θεωρητικοί υποστηρίζουν ότι η επιθετική συμπεριφορά αποτελεί ένστικτο και έμφυτο στοιχείο της προσωπικότητας. Για παράδειγμα, η ψυχαναλυτική θεωρία του Φρόυντ, υποστηρίζει ότι όλοι οι άνθρωποι παρωθούνται από σεξουαλικά και επιθετικά ένστικτα. Σύμφωνα με τον εθολόγο Konrad Lorenz, ειδικό στη συμπεριφορά των ζώων, τα ζώα –συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπου- χαρακτηρίζονται από το ένστικτο της πάλης, που προέρχεται από τις πρωτόγονες παρορμήσεις για την εξασφάλιση της ατομικής τους περιοχής, τη διατήρηση αποθεμάτων τροφής και την εξουδετέρωση των ασθενέστερων μελών του είδους.
Παρόμοια επιχειρήματα διατυπώνονται και από θεωρητικούς της εξέλιξης και κοινωνιοβιολόγους, επιστήμονες που μελετούν τις βιολογικές πλευρές της κοινωνικής συμπεριφοράς. Υποστηρίζουν ότι η επιθετικότητα οδηγεί σε περισσότερες ευκαιρίες ζευγαρώματος, κάτι που βελτιώνει τις πιθανότητες μεταβίβασης των γονιδίων στις επόμενες γενιές. Επίσης, είναι πιθανό ότι η επιθετικότητα μπορεί να βοηθήσει στην ισχυροποίηση του είδους και των γονιδίων του στο σύνολό τους, καθώς επιβιώνει ο ισχυρότερος. Τα ένστικτα επιθετικότητας, επομένως, αυξάνουν τις πιθανότητες επιβίωσης των γονιδίων του είδους, καθώς αυτά μεταβιβάζονται στις επόμενες γενιές.
Αν και η ερμηνεία του φαινομένου της επιθετικότητας με βάση τα ένστικτα έχει λογική βάση, οι περισσότεροι ειδικοί πιστεύουν ότι τα ένστικτα δεν αποτελούν τη μοναδική αιτία της επιθετικότητας. Οι θεωρίες ενστίκτων όχι μόνον δεν παίρνουν υπόψη τις σύνθετες γνωστικές δεξιότητες του ατόμου, καθώς αυτό αναπτύσσεται, αλλά, επίσης, δεν έχουν να επιδείξουν επαρκή εμπειρική τεκμηρίωση. Επίσης, παρέχουν ελάχιστη δυνατότητα πρόβλεψης ως προς το πότε και με ποιο τρόπο το παιδί, όπως και ο ενήλικας, συμπεριφέρεται επιθετικά, και δηλώνουν απλώς ότι η επιθετικότητα αποτελεί εγγενές στοιχείο της ανθρώπινης φύσης.
Η επιθετικότητα κατά τη θεωρία της κοινωνικής μάθησης. Η θεωρία της κοινωνικής μάθησης υποστηρίζει ότι η επιθετικότητα αποτελεί σε μεγάλο βαθμό επίκτητο χαρακτηριστικό. Σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή, η επιθετικότητα βασίζεται στην παρατήρηση και τη μάθηση. Έτσι, για να κατανοήσουμε τα αίτια της επιθετικής συμπεριφοράς, θα πρέπει να μελετήσουμε τα προγράμματα αμοιβής και τιμωρίας που εφαρμόζονται στο περιβάλλον του παιδιού.
Η θεωρία της κοινωνικής μάθησης δίνει έμφαση στον τρόπο με τον οποίο οι κοινωνικές και περιβαλλοντικές συνθήκες «διδάσκουν» το άτομο να είναι επιθετικό. Οι αντιλήψεις αυτές προέρχονται από τις συμπεριφοριστικές προσεγγίσεις, σύμφωνα με τις οποίες η επιθετικότητα είναι αποτέλεσμα μάθησης μέσω της άμεσης ενίσχυσης. Για παράδειγμα, το παιδί προσχολικής ηλικίας μαθαίνει ότι μπορεί να συνεχίσει να παίζει με το παιχνίδι που του αρέσει πολύ, αν απορρίψει με επιθετικό τρόπο το αίτημα των συμμαθητών του να το μοιραστούν. Με όρους της παραδοσιακής θεωρίας της μάθησης, η επιθετική συμπεριφορά του παιδιού έχει ενισχυθεί (καθώς έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί συνεχώς το επιθυμητό παιχνίδι) και, επομένως, είναι πιθανότερο να συνεχίσει να συμπεριφέρεται έτσι και στο μέλλον. Οι προσεγγίσεις της κοινωνικής μάθησης υποστηρίζουν ότι η ενίσχυση λειτουργεί και έμμεσα. Ένας μεγάλος αριθμός ερευνών δείχνουν ότι το επίπεδο επιθετικότητας του ατόμου τείνει να αυξάνεται με την έκθεσή του σε πρότυπα επιθετικής συμπεριφοράς, ιδιαίτερα όταν ο παρατηρητής είναι ο ίδιος θυμωμένος, προσβεβλημένος ή απογοητευμένος.
Τρόποι για την ενίσχυση της ηθικής συμπεριφοράς και τη μείωση της επιθετικότητας στα παιδιά προσχολικής ηλικίας
Οι θεωρίες για τα αίτια της επιθετικής συμπεριφοράς στα παιδιά προσχολικής ηλικίας είναι χρήσιμες για τις ποικίλες μεθόδους ενίσχυσης της ηθικής συμπεριφοράς (οι αλλαγές στην αίσθηση που έχουν οι άνθρωποι για τη δικαιοσύνη και για το τι είναι σωστό και τι λάθος, καθώς και οι αλλαγές στη συμπεριφορά που σχετίζεται με θέματα ηθικής) και μείωσης της επιθετικότητας που υποδεικνύουν. Ακολουθούν μερικές από τις πιο πρακτικές και εύκολες, στην εφαρμογή τους, στρατηγικές (Goldstein, 1999*, Bor & Bor, 2004).
- Προσφέρουμε ευκαιρίες στο παιδί προσχολικής ηλικίας να παρατηρεί άλλους που συμπεριφέρονται με συνεργατικό και θετικά κοινωνικό τρόπο. Το ενθαρρύνουμε να συνεργάζεται με τους συνομηλίκους του σε κοινές δραστηριότητες, με κοινό στόχο. Τέτοιες δραστηριότητες δείχνουν στο παιδί πόσο σημαντική και επιθυμητή είναι η συνεργασία με- και η παροχή βοήθειας στους άλλους.
- Δεν παραβλέπουμε την επιθετική συμπεριφορά. Γονείς και εκπαιδευτικοί πρέπει να παρεμβαίνουν, όταν έρχονται αντιμέτωποι με επιθετική συμπεριφορά και να δίνουν ξεκάθαρο μήνυμα ότι η επιθετικότητα είναι απαράδεκτος τρόπος επίλυσης των συγκρούσεων.
- Δείχνουμε στο παιδί προσχολικής ηλικίας πώς να επινοεί εναλλακτικές ερμηνείες για τη συμπεριφορά των άλλων. Αυτό είναι ιδιαιτέρως σημαντικό για τα παιδιά που είναι επιρρεπή στην επιθετικότητα και που είναι πιθανότερο να αντιλαμβάνονται τη συμπεριφορά των άλλων ως περισσότερο επιθετική απ’ ό,τι πραγματικά είναι. Γονείς και εκπαιδευτικοί πρέπει να βοηθήσουν αυτά τα παιδιά ν’ αντιληφθούν ότι υπάρχουν πολλές πιθανές ερμηνείες της συμπεριφοράς των άλλων.
- Ελέγχουμε τα τηλεοπτικά προγράμματα που παρακολουθεί το παιδί, ιδιαιτέρως όσα περιέχουν βίαιες σκηνές καθώς και τα διαδικτυακά παιχνίδια, με τα οποία απασχολούνται. Υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ότι η παρακολούθηση προγραμμάτων που περιέχουν βία αυξάνει το επίπεδο επιθετικότητας στο παιδί. Ενθαρρύνουμε το παιδί να παρακολουθεί συγκεκριμένα τηλεοπτικά προγράμματα, τα οποία προάγουν την ηθική συμπεριφορά.
- Βοηθάμε το παιδί προσχολικής ηλικίας να κατανοήσει τα συναισθήματά του. Όταν το παιδί θυμώνει- και όλα τα παιδιά θυμώνουν- πρέπει να μάθει ν’ αντιμετωπίζει το θυμό του με εποικοδομητικό τρόπο. Υποδεικνύουμε συγκεκριμένα πράγματα που μπορεί να κάνει για να βελτιώσει την κατάσταση («Βλέπω ότι είσαι πραγματικά θυμωμένος με τον φίλο σου που πήρε τη θέση σου στο παιχνίδι. Μην τον χτυπήσεις, αλλά πες του ότι θέλεις μία ευκαιρία να παίξεις και εσύ»).
- Εκπαιδεύουμε το παιδί στον ηθικό συλλογισμό και τον αυτοέλεγχο. Το παιδί κατανοεί τα βασικά στοιχεία του ηθικού συλλογισμού και πρέπει να του υπενθυμίζουμε γιατί ορισμένες συμπεριφορές είναι επιθυμητές. Για παράδειγμα, είναι καλύτερο να πούμε «Αν πάρεις όλα τα μπισκότα, δεν θα μείνει τίποτα για τους άλλους», παρά να πούμε «Τα καλά παιδιά δεν τρώνε όλα τα μπισκότα». Εκείνη την ώρα το παιδί το νοιάζει να γευτεί τα μπισκότα και όχι να συγκαταλεγεί σε μία αφηρημένη κατηγορία «καλών παιδιών». Στόχος μας, λοιπόν, είναι η αύξηση της ενσυναίσθησής τους προς τους άλλους.
Βιβλιογραφική Πηγή:
«Εξελικτική Ψυχολογία: Δια βίου ανάπτυξη»
Robert S. Feldman, Έκδοση Gutenberg, 2011.
Σχολική Ψυχολόγος
Κακούρου Μυρτώ-Παναγιώτα