«Έννοια του εαυτού, αυτοεκτίμηση και τρόποι ενίσχυσης αυτής κατά τη παιδική ηλικία»


Ψυχοκοινωνική ανάπτυξη στη μέση παιδική ηλικία: Στάδιο Φιλοπονίας ή
Κατωτερότητας
Η μέση παιδική ηλικία αποτελεί περίοδο κατά την οποία το παιδί αποδίδει μεγάλη
σημασία στην επάρκειά του. Με διάρκεια περίπου 6 ετών (περίπου από το 6ο μέχρι το
12ο
έτος), το στάδιο φιλοπονίας ή κατωτερότητας χαρακτηρίζεται από την
προσπάθεια του παιδιού να αποκτήσει τις κατάλληλες δεξιότητες, ώστε να
ανταποκριθεί στις προκλήσεις, με τις οποίες έρχεται αντιμέτωπο στο σπίτι, στο
σχολείο και στον ευρύτερο σύγχρονο κόσμο του.
Καθώς το παιδί διέρχεται τη μέση παιδική ηλικία, κατευθύνει την ενεργητικότητά
του όχι μόνο στην κατάκτηση γνώσεων και πληροφοριών που του προσφέρονται στο
σχολείο, αλλά και στο να βρει μία θέση για τον εαυτό του στο κοινωνικό περιβάλλον.
Η επιτυχία στο στάδιο αυτό συνοδεύεται από αισθήματα ικανότητας και επάρκειας.
Από το άλλο μέρος, πιθανές δυσκολίες σε αυτό το στάδιο, οδηγούν σε αισθήματα
αποτυχίας και ανικανότητας. Ως αποτέλεσμα, το παιδί είναι πιθανό να
αποστασιοποιηθεί τόσο από τις μαθησιακές του αναζητήσεις, δείχνοντας μειωμένο
ενδιαφέρον και κίνητρα για καλές επιδόσεις, όσο και από τις συναναστροφές με τους
συνομηλίκους του.
Αντίληψη του εαυτού: «Ποιος είμαι;»
Κατά τη διάρκεια της σχολικής ηλικίας, το παιδί συνεχίζει να αναζητεί μία
απάντηση στο ερώτημα «Ποιος είμαι;», καθώς προσπαθεί να κατανοήσει την έννοια
του εαυτού. Αν και το ερώτημα δεν είναι τόσο κρίσιμο όσο κατά την εφηβεία, το
παιδί σχολικής ηλικίας εξακολουθεί να αναζητεί τη θέση του στο κοινωνικό
περιβάλλον. Με τη συμβολή των γνωστικών προόδων που επιτυγχάνει το παιδί,
αρχίζει να αντιλαμβάνεται τον εαυτό λιγότερο με όρους εξωτερικών, σωματικών
χαρακτηριστικών και περισσότερο με όρους ψυχολογικών γνωρισμάτων. Για
παράδειγμα, ένα εξάχρονο παιδί περιγράφει τον εαυτό του ως «καλό στο τρέξιμο και
στη ζωγραφική», χαρακτηριστικά που και τα δύο εξαρτώνται από δεξιότητες σε
εξωτερικές δραστηριότητες, βασισμένες σε κινητικές και σωματικές ικανότητες.
Αντίθετα, ένα 12χρονο παιδί χαρακτηρίζει τον εαυτό του ως ένα άτομο «αρκετά
έξυπνο, φιλικό, που βοηθάει τους φίλους». Η αντίληψη που έχει το μεγαλύτερο παιδί
για τον εαυτό του βασίζεται σε ψυχολογικά χαρακτηριστικά, εσωτερικά δηλαδή
γνωρίσματα που είναι πιο αφηρημένα από ό,τι οι περιγραφές του μικρότερου παιδιού.
Η χρήση αυτών των αφηρημένων γνωρισμάτων της προσωπικότητας για τον
καθορισμό της έννοιας του εαυτού εκπηγάζει από τις αυξημένες γνωστικές δεξιότητες
του παιδιού. Εκτός από τη μετατόπιση της εστίασης από τα σωματικά στα εσωτερικά,
ψυχολογικά γνωρίσματα, η αντίληψη του παιδιού σχετικά με τον εαυτό του γίνεται
λιγότερο απλοϊκή και περισσότερο σύνθετη. Το παιδί αναζητεί έργα στα οποία μπορεί
να αποδειχθεί παραγωγικό. Καθώς μεγαλώνει το παιδί ανακαλύπτει ότι μπορεί να
είναι αποτελεσματικό σε ορισμένα πράγματα, αλλά όχι τόσο σε άλλα. Για
παράδειγμα, ένα κορίτσι, ηλικίας 10 ετών, συνειδητοποιεί ότι είναι καλή στην
αριθμητική, αλλά όχι τόσο καλή στην ορθογραφία, ενώ ένα 11χρονο αγόρι γνωρίζει
ότι είναι πολύ καλός στο ποδόσφαιρο αλλά όχι τόσο γρήγορος στο τρέξιμο. Η
αυτοαντίληψη του παιδιού, λοιπόν, περιλαμβάνει τον προσωπικό και τον ακαδημαϊκό
τομέα. Στον προσωπικό τομέα υπάγονται παράγοντες της εξωτερικής εμφάνισης, των
σχέσεων με τους συνομηλίκους και οι σωματικές δυνατότητές του ενώ στον
ακαδημαϊκό τομέα υπάγονται οι σχολικές επιδόσεις του παιδιού στα μαθήματά του,
στην εκμάθηση ξένης γλώσσας κ.τ.λ.
Η έννοια του εαυτού περιλαμβάνει την αυτοαντίληψη, η οποία αναφέρεται στην
περιγραφική- γνωστική εκτίμηση, δηλαδή στις πίστεις και πεποιθήσεις που έχει ένα
παιδί για τον εαυτό του, π.χ. είμαι καλός στα μαθηματικά, ενώ η αυτοεκτίμηση
αναφέρεται στη συναισθηματική-αξιολογική περιγραφή, δηλαδή στην εικόνα που έχει
ένα παιδί για τον εαυτό του και την αξία του, π.χ. όλοι νομίζουν ότι είμαι υπερβολικά
γκρινιάρης. Η αυτοεκτίμηση του παιδιού αντικατοπτρίζει την συνολική και επιμέρους
θετική και αρνητική αυτό-αξιολόγησή του. Μάλιστα, παρουσιάζει αξιοσημείωτη
ανάπτυξη στη μέση παιδική ηλικία. Το παιδί συγκρίνει όλο και περισσότερο τον
εαυτό του με τους άλλους, αξιολογώντας παράλληλα το βαθμό στον οποίο
ανταποκρίνεται στα κριτήρια της κοινωνίας. Επιπρόσθετα, αναπτύσσει βαθμιαία τα
προσωπικά του εσωτερικά κριτήρια επιτυχίας και αξιολογεί τον εαυτό του με βάση τα
κριτήρια αυτά. Έχει βρεθεί ότι σε ηλικία 7 ετών, τα περισσότερα παιδιά έχουν
αυτοεκτίμηση που αντικατοπτρίζει μία γενική, σχετικά απλή εικόνα του εαυτού. Αν η
αυτοεκτίμηση είναι θετική, το παιδί θεωρεί ότι είναι καλό σε όλους τους τομείς.
Αντίθετα, αν η συνολική του αυτοεκτίμηση είναι αρνητική, αισθάνεται ανεπαρκής
στους περισσότερους- όχι σε όλους- τους τομείς. Ωστόσο, καθώς το παιδί μεγαλώνει,
η αυτοεκτίμηση διαφοροποιείται, μπορεί δηλαδή να είναι υψηλότερη σε ορισμένους
τομείς και χαμηλότερη σε άλλους.
Σε γενικές γραμμές, η συνολική αυτοεκτίμηση είναι υψηλή στη μέση παιδική
ηλικία, αλλά αρχίζει να μειώνεται περί το 12ο
έτος. Αν και υπάρχουν πολλοί λόγοι για
τη μείωση αυτή, ο κυριότερος φαίνεται να είναι η μετάβαση από το δημοτικό στο
γυμνάσιο, που συνήθως συμβαίνει σε αυτή την ηλικία. Τα παιδιά που ολοκληρώνουν
την πρωτοβάθμια εκπαίδευση και εγγράφονται στο γυμνάσιο, εμφανίζουν πτώση
στην αυτοεκτίμηση, η οποία, παρ’ όλα αυτά, έπειτα από ένα χρονικό διάστημα,
παρουσιάζει και πάλι ανοδική τάση. Από το άλλο μέρος, ορισμένα παιδιά εμφανίζουν
σταθερά χαμηλή αυτοεκτίμηση. Τα παιδιά με μονίμως χαμηλά επίπεδα
αυτοεκτίμησης, θέτουν τον εαυτό τους σε μειονεκτική θέση, διότι παγιδεύονται σε
έναν κύκλο αποτυχίας, τον οποίο δύσκολα μπορούν να σπάσουν. Για παράδειγμα, ένα
παιδί με χρόνια χαμηλή αυτοεκτίμηση, καλείται να γράψει ένα πολύ σημαντικό
διαγώνισμα στο σχολείο, Λόγω της χαμηλής του αυτοεκτίμησης, αναμένει ότι η
επίδοσή του θα είναι χαμηλή. Κατά συνέπεια, βιώνει άγχος- τόσο έντονο ώστε του
είναι δύσκολο να συγκεντρωθεί και να μελετήσει επαρκώς. Επιπλέον, είναι πιθανό να
αποφασίσει να μη μελετήσει αρκετά για το διαγώνισμα διότι αποφαίνεται ότι δεν έχει
νόημα να κουραστεί, αφού δεν πρόκειται, ούτως ή άλλως, να τα καταφέρει. Φυσικά,
στο τέλος, το άγχος και η απουσία προσπάθειας επιφέρουν το αποτέλεσμα που
ανέμενε, δηλαδή χαμηλή επίδοση (φαινόμενο αυτό-εκπληρούμενης προφητείας) . Η
αποτυχία αυτή, που επιβεβαιώνει την προσδοκία του παιδιού, ενισχύει τη χαμηλή
αυτοεκτίμησή του και, έτσι ο φαύλος κύκλος της αποτυχίας συνεχίζεται. Από το άλλο
μέρος, οι μαθητές με υψηλή αυτοεκτίμηση, έχουν καλύτερη πορεία. Οι υψηλότερες
προσδοκίες οδηγούν σε περισσότερη προσπάθεια και λιγότερο άγχος, γεγονός που
αυξάνει τις πιθανότητες επιτυχίας. Αυτό με τη σειρά του ενισχύει την αυτοεκτίμηση,
με την οποία άρχισε ο κύκλος της επιτυχίας.
Τρόποι Ενίσχυσης της Αυτοεκτίμησης του παιδιού
Τα πρώτα χρόνια της ζωής του παιδιού είναι καθοριστικά για να χτίσει την
αυτοεκτίμησή του. Οι γονείς δεν μπορούν φυσικά να ελέγξουν όλα όσα βλέπει,
ακούει ή σκέφτεται το παιδί, που ίσως επηρεάσουν την εικόνα που θα σχηματίσει για
τον εαυτό του. Μπορούν όμως να συμβάλουν καθοριστικά στη διαμόρφωση της
αυτοεκτίμησης του παιδιού τους μέσω ουσιαστικών τρόπων και πρωτοβουλιών.
Δύνανται να βοηθήσουν να σπάσει ο φαύλος κύκλος της αποτυχίας, που
προαναφέρθηκε. Ο καλύτερος τρόπος για να γίνει κάτι τέτοιο είναι η υιοθέτηση
διαλεκτικού στυλ στην ανατροφή των παιδιών. Οι διαλεκτικοί γονείς είναι στοργικοί
και συναισθηματικά υποστηρικτικοί, ενώ παράλληλα θέτουν σαφή όρια στη
συμπεριφορά του παιδιού. Αντίθετα, οι άλλοι τρόποι ανατροφής ασκούν λιγότερο
θετικές επιδράσεις στην αυτοεκτίμηση του παιδιού. Οι γονείς που είναι ιδιαιτέρως
τιμωρητικοί και ασκούν αυστηρό έλεγχο, μεταβιβάζουν με τη συμπεριφορά τους στο
παιδί το μήνυμα ότι είναι αναξιόπιστο και ανίκανο να πάρει ορθές αποφάσεις- ένα
μήνυμα που μπορεί να υπονομεύσει την αίσθηση επάρκειας του παιδιού. Από το άλλο
μέρος, οι υπερβολικά επιεικείς γονείς, που αδιακρίτως επαινούν και επιβραβεύουν το
παιδί, ανεξάρτητα με τις επιδόσεις του, διαμορφώνουν λανθασμένη αίσθηση
αυτοεκτίμησης στο παιδί, γεγονός που τελικά μπορεί, επίσης, να το βλάψει.
Επίσης, ωφέλιμο θα ήταν οι γονείς να ξεχωρίζουν το παιδί τους από την ιδιότητα
του μαθητή. Το παιδί οφείλει να νιώθει αγαπητό, ξεχωριστό και αποδεκτό,
ανεξαρτήτως του αν είναι καλός μαθητής ή όχι. Δεν πρέπει να ακούγονται από τους
γονείς εκφράσεις τύπου «σήμερα δε σ’ αγαπώ, γιατί έκανες πολλά λάθη και
απροσεξίες στην ορθογραφία σου». Η αγάπη και ο θαυμασμός των γονέων για τα
παιδιά τους, από τη πιο μικρή μέχρι τη πιο μεγάλη κατάκτησή τους, πρέπει να
εκδηλώνονται από τους γονείς, να μην αμφισβητούνται από τα παιδιά αλλά αντίθετα,
να αποτελούν σταθερά στη ζωή τους. Οι γονείς θα ήταν χρήσιμο να δρουν με
γνώμονα την ενίσχυση της αυτονομίας, αυτενέργειας και αυτοπεποίθησης των
παιδιών τους. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με το να επιτρέψουν οι γονείς στα παιδιά
τους να έχουν λόγο και πρωτοβουλία σε επιμέρους καθημερινές τους δραστηριότητες.
Για παράδειγμα, μία ώρα την ημέρα τα παιδιά θα μπορούν να την αξιοποιούν με
όποιο τρόπο θέλουν, από το να παίξουν ένα ηλεκτρονικό παιχνίδι , να ακούσουν
μουσική ή να δουν το αγαπημένο τηλεοπτικό τους πρόγραμμα, να ρωτηθούν για το
ποιο φαγητό θα ήθελαν να φάνε το βράδυ ή ποια μπλούζα θέλουν να διαλέξουν να
φορέσουν, κατά αυτό τον τρόπο οι γονείς θα δείξουν ότι εμπιστεύονται τα παιδιά τους
ν’ αξιοποιήσουν δημιουργικά τον ελεύθερο χρόνο τους ενώ παράλληλα θα ενισχυθεί
η αίσθηση επάρκειας και ελέγχου των παιδιών πάνω στο περιβάλλον τους και θα
κατανοήσουν ότι δεν είναι παθητικοί δέκτες αλλά αντίθετα συν-διαμορφώνουν το
πρόγραμμά τους και αλληλεπιδρούν αποτελεσματικά με τους «σημαντικούς άλλους»
τους (γονείς, γιαγιά-παππούς, μεγαλύτερα αδέρφια κ.τ.λ.).
Επίσης, μερικά από τα συνήθη λάθη που κάνουν οι γονείς και επηρεάζουν την
αυτοεκτίμηση των παιδιών, είναι η διατήρηση αυστηρής και κριτικής στάσης
απέναντι στα παιδιά τους, χωρίς αυτή να συνοδεύεται από εποικοδομητική
καθοδήγηση και συμβουλευτική. Το να θέτουν οι γονείς μη ρεαλιστικούς στόχους για
τα παιδιά, είναι πιθανό να κλονίσει την αυτοπεποίθηση των τελευταίων. Οι στόχοι
πρέπει να είναι εφικτοί και επιτεύξιμοι, λίγο πιο πάνω από τις δυνατότητες των
παιδιών, προκειμένου να τα κινητοποιήσουν προς την κατάκτηση αυτών αλλά όχι
πολύ πιο υψηλοί από τις δυνατότητες και το γνωστικό επίπεδο των παιδιών, καθώς θα
τους «τρομοκρατήσουν» και θα εντείνουν την ανασφάλεια και το αίσθημα
αναξιότητας και ανημπόριας , που πιθανόν να νιώσουν. Σωστό είναι ν’ αποφεύγεται
η συστηματική χρήση φράσεων και λέξεων όπως «πρέπει, οφείλεις κ.τ.λ.» , οι οποίες
έχουν ανελαστικό και απόλυτο χαρακτήρα. Επομένως, αυτές οι φράσεις θα
μπορούσαν να αντικατασταθούν με άλλες λιγότερο διατακτικές, όπως «καλό θα ήταν,
θα ήταν βοηθητικό/χρήσιμο κ.τ.λ.». Σημαντικό είναι, εξάλλου, να μην προβαίνουν οι
γονείς σε αξιολογικές κρίσεις/ εκτιμήσεις των παιδιών, ούτε να «βιάζονται» ν’
αποδώσουν σ’ αυτά ένα μόνιμο και σταθερό χαρακτηριστικό γνώρισμα στα παιδιά
τους. Αυτό το οποίο θα πρέπει να ψέγεται, είναι οι πράξεις των παιδιών, π.χ. αντί
«δεν είσαι καλό παιδί επειδή μιλάς συνέχεια στην τάξη», μπορούμε να πούμε «όταν
μιλάς κατά τη διάρκεια του μαθήματος, δυσκολεύεις τη δασκάλα και τους
συμμαθητές σου να παρακολουθήσουν το μάθημα». Ας θυμηθούμε το γραμματικό
φαινόμενο της αγγλικής γλώσσας. Στα αγγλικά, όταν θέλουμε να δώσουμε έμφαση
στη συμπεριφορά και όχι να σκιαγραφήσουμε το χαρακτήρα ενός παιδιού, προτιμάται
να λέγεται “You are being stubborn” αντί για “You are stubborn”, «συμπεριφέρεσαι
δηλαδή τώρα σαν πεισματάρης» και όχι «είσαι πεισματάρης». Με αυτό τον τρόπο,
δεν αποδίδουμε έναν χαρακτηρισμό, που πιθανό να εσωτερικεύσει το παιδί, αλλά του
τονίζουμε τις συνέπειες της πράξης του, βοηθώντας το να αποκτήσει ενσυναίσθηση
για τους άλλους και εναισθησία και αυτεπίγνωση για τον εαυτό του. Τέλος, θυμηθείτε
να επαινείτε το παιδί σας όχι μόνο για τις επιτυχίες του, αλλά κυρίως για την
προσπάθεια που καταβάλλει και επιβραβεύστε το όποτε τα καταφέρνει καλά, ακόμα
και σε πράγματα που θεωρείτε απλά και καθημερινά, αποφεύγοντας τη σύγκρισή του
με μεγαλύτερα αδέλφια ή συνομηλίκους του. Κύριο μέλημα και επιθυμία μας είναι η
αυτοεκτίμηση και αυτοπεποίθησή του, να στηρίζονται στην αυθύπαρκτη, μοναδική
και χαρισματική προσωπικότητα του κάθε παιδιού.

Κακούρου Μυρτώ-Παναγιώτα
Σχολική Ψυχολόγος

Κατηγορίες: ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ Δ/ΝΤΗ, ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΑ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *