Ο Τρομάρας
Ο Θανάσης ήτανε καλό παιδί, μόνο που τρόμαζε και με τη σκιά του την ίδια, που λέει ο λόγος.Φοβόταν και τρόμαζε, ώστε τα άλλα παιδιά του έβγαλαν το παρατσούκλι:Τρομάρας!
Κάποια μέρα ο Τρομάρας έπιασε δουλειά σε ένα σιδηρουργείο.Το έκανε αυτό,γιατί σε ενα σιδηρουργείο έχει πολύ φασαρία και ήθελε να διώξει αυτό το φόβο απο’πάνω του.Εκεί του είπε το αφεντικό να πιάσει το φυσερό. Ο Τρομάρας αρπάζει το φυσερό βου, φςςς! βου, φςςς! Κόντεψε να το βάλει στα πόδια απο την τρομάρα του αλλά άρχισε να τραγουδάει πιο δυνατά από τον ήχο του φυσερού.Τραγούδαγε τόσο γλυκά που τον άκουσε η κόρη του νομάρχη και ο νομάρχης θέλησε να τον κάνει γαμπρό του.
Ο νομάρχης του είπε για να δει αν φοβάται ή όχι να πάει στο δάσος να πιάσει έναν ληστή. Ο Τρομάρας φοβισμένος πήγε στο δάσος. Περπάταγε ώσπου θέλησε κάπου να ξαπλώσει να κοιμηθεί. Πριν κοιμηθεί κάρφωσε το μαχαίρι του στο δέντρο. Ο ληστής είδε το μαχαίρι του που έγραφε “ΘΑΝ. ΤΡΟΜΑΡΑΣ” και νόμιζε οτι έλεγε “ΘΑΝΑΤΑΣ”. Τότε τον ξυπνάει και τον ρωτάει αν θέλει να γίνουν συνέταιροι. Το βράδυ κοιμήθηκαν σε μια σπηλιά. Ο ληστής ροχάλιζε και ο Τρομάρας έφυγε.
Ο Τρομάρας νίκησε μια αρκούδα. Τότε ο ληστής ξύπνησε και τον ρώτησε τι έγινε. Αυτός απάντησε ότι τον έσωσε από μια αρκούδα. Μετά από την περιπέτεια της αρκούδας ο ληστής έπιασε το κλαδί μιας κρανιάς να φάει λίγους καρπούς.Τότε πήγε και οΤρομάρας και όταν έπιασε κι αυτός το κλάδι,γλίστρησε απο το χέρι του ληστή και ο Τρομάρας πετάχτηκε ψηλά και έπεσε μέσα σε έναν θάμνο. Μέσα στο θάμνο υπήρχε ένας λαγός. Ο Τρομάρας πήγε να κόψει ξύλα για να τον φάνε αλλά δεν μπορούσε και ζήτησε βοήθεια απο τον ληστή.Τα μάζεψαν,τους έβαλαν φωτιά και άρχισαν να ψήνουν τον λαγό.O Τρομάρας είπε στον ληστή:θα σε δέσω θα σε πάω στον νομάρχη, θα μπούμε μέσα στο σπίτι του και όταν σε λύσω θα τον πιάσουμε. Έπειτα συμφώνησαν και οι δύο. Ο Τρομάρας όταν τον πήγε στην πόλη όλοι τον καμάρωναν.Όταν έφτασαν στο σπίτι του νομάρχη, ο νομάρχης τους άνοιξε. Στη συνέχεια όρμηξαν οι χωροφυλάκοι και του έδεσαν και τα πόδια.
Προτού γίνει ο γάμος ο Τρομάρας είπε ότι δεν τον έπιασε με την δύναμή του. Ο νομάρχης απάντησε:” τόσο καλύτερο”. Η εξυπνάδα νικάει τη δύναμη. Κι έτσι, έγινε ο γάμος και τελείωσε η περίληψη.
Συγγραφέας: Γεώργιος Βιζυηνός
Κωνσταντίνος Μηδέλλιας Ε’2