Η Ειρήνη η ιστορία ενός παιδιού πρόσφυγα
Η Ειρήνη , βλέποντας τις φλόγες να πέφτουν από τον ουρανό , έφυγε μακριά. Ήταν πεινασμένη . Κανένας δεν ενδιαφερόταν για ένα παιδί που ήταν μόνο του και τρομαγμένο .
Η Ειρήνη έτρεχε και έτρεχε και δεν σταμάτησε μέχρι που έφτασε σ’ ένα ήσυχο ειρηνικό χωριό .
Δύο άνθρωποι κάθονταν σ ΄ ένα παγκάκι μπροστά από ένα σπίτι , λιάζονταν στο ζεστό ήλιο , μιλούσαν αδιάκοπα και φαίνονταν ευχαριστημένοι .
Η Ειρήνη ήταν μόνη και πεινασμένη . Ρώτησε αν θα μπορούσε να ζήσει εκεί , στο χωριό . Και μήπως είχαν ένα κομματάκι ψωμί ή κάτι άλλο που θα μπορούσε να φάει .
<<Αυτό είναι ανεπίτρεπτο >> , είπε ένας από τους χωρικούς . << Ένα παιδί να περιφέρεται και να ζητιανεύει φαγητό! Κάποιος πρέπει να κάνει κάτι γι΄ αυτό ! Η θέση της είναι στο ορφανοτροφείο ! >>
Τότε κάλεσαν την αστυνομία για να πιάσει την Ειρήνη .
Όμως η Ειρήνη έφυγε μακριά .
Έφτασε σ’ ένα δάσος . Εκεί βρήκε μερικά βατόμουρα , τα έφαγε και έτσι ένιωσε λιγότερο πεινασμένη .Πάνω σε κάποια χόρτα έκανε ένα μαλακό ζεστό κρεβάτι . Όμως πεινούσε ακόμη και οι θόρυβοι της νύχτας την έκαναν να φοβάται .
Όχι , δεν μπορούσε να μείνει εκεί για πάντα , ολομόναχη . Η Ειρήνη άρχισε να περιπλανάται πάλι στο δάσος και ακολουθώντας την όσφρησή της , έφθασε στην άλλη πλευρά του .
Εκεί μπήκε στη χώρα των Πετροφάγων .Ήταν πολύ φιλικοί και έδωσαν στην Ειρήνη να φάει μια χούφτα πέτρες . Όμως εκείνη δεν μπορούσε να τις φάει .
Τότε οι Πετροφάγοι θύμωσαν .
<<Δεν σου κάνει ο τόπος μας ; Αν δεν τρως ότι σου δίνουμε , τότε καλύτερα να φύγεις !>>
Τότε η Ειρήνη σκέφτηκε λυπημένη : <<Δεν με συμπαθούν γιατί είμαι ξένη και διαφορετική από αυτούς .>> Και αυτό ήταν αλήθεια. Οι Πετροφάγοι εξαφανίστηκαν και την άφησαν μόνη της .
Η Ειρήνη συνέχισε την περιπλάνησή της .
Διέσχισε ξανά ένα τεράστιο σκοτεινό δάσος .Μπροστά της ήταν η χώρα με τις Μεταξωτές Ουρές .
<<Καλώς ήρθες ! Καλώς ήρθες !>>, της φώναξαν και τη ρώτησαν τι θέλει από τον τόπο τους .
<<Ω , μόνο ένα μικρό κομματάκι ψωμί και μια ζεστή γωνιά να κοιμηθώ >> , είπε η Ειρήνη .
<<Αυτό μπορείς να το έχεις >>, τιτίβισαν οι Μεταξωτές Ουρές .
Ωστόσο μια από αυτές που στεκόταν πίσω από την Ειρήνη , είπε τρομαγμένα :
<<Δεν έχει ουρά !!!>> Τότε όλες θέλησαν να κοιτάξουν την Ειρήνη από πίσω και όταν είδαν ότι πραγματικά δεν έχει ουρά , είπαν ανήσυχες : <<Όχι δεν μπορείς να μείνεις μαζί μας . Στο κάτω κάτω δεν έχεις μεταξωτή ουρά >>.
<<Μα αυτό δεν έχει σημασία >>, προσπάθησε να τους καθησυχάσει η Ειρήνη .
<<Μπορώ να κρεμάσω μια γύρω από τη μέση μου ή να καρφιτσώσω μια με παραμάνα.>> <<Όχι , όχι αυτό δε φθάνει >> , φώναζαν οι Μεταξωτές ουρές τρομοκρατημένες . <<Μόνο οι Μεταξωτές Ουρές επιτρέπεται να ζουν σ ‘ αυτή τη χώρα >>. Η Ειρήνη παρακάλεσε , ικέτευσε αλλά χωρίς αποτέλεσμα .Σκέφθηκε στεναχωρημένη, <<Δε με βοηθάνε γιατί είμαι ξένη και διαφορετική απ’ αυτές>>.
Ξαναπήρε το δρόμο της και όταν έφτασε στην άκρη του δάσους μπήκε στη χώρα των Μουτζουρωμένων Κορακιών .
Εδώ την υποδέχθηκαν θερμά . Ένα κοράκι της πρόσφερε μια μαλακή φωλιά πάνω ψηλά σ’ ένα γυμνό δέντρο και ένα ψόφιο ποντίκι για να φάει .
Το ποντίκι είχε αρχίσει ήδη να μυρίζει , πράγμα που το έκανε ιδιαίτερα λαχταριστό για τα κοράκια .Αλλά η Ειρήνη δεν ήθελε να φάει το ποντίκι . Η ιδέα και μόνο έκανε το στομάχι της να ανακατεύεται . Και δεν μπορούσε να ανέβει στο δέντρο , γιατί ήταν πολύ ψηλό .
<<Πρέπει να πετάξεις πάνω ψηλά >>, τη συμβούλεψαν τα Μουτζουρωμένα Κοράκια . Αλλά η Ειρήνη δεν μπορούσε να πετάξει .
<<Δεν υπάρχει τίποτα άλλο εδώ >>, είπαν λυπημένα τα Μουτζουρωμένα Κοράκια .
Έτσι η Ειρήνη σκέφτηκε : <<Δεν με καταλαβαίνουν γιατί είμαι ξένη και διαφορετική απ’ αυτούς .>>
Δεν της έμενε τίποτε άλλο να κάνει από το να συνεχίσει να περπατάει .Στο τέλος του δάσους μπήκε στη χώρα των Αχόρταγων.
Ήταν πλούσιοι , ζούσαν σε μεγάλα άνετα σπίτια και πάντα είχαν αρκετό φαγητό .Ό,τι τους περίσσευε , το πετούσαν . Ακόμα και τα ζωάκια τους απολάμβαναν το καλύτερο φαγητό .
Όταν οι άνθρωποι συναντιόνταν στο δρόμο , αγκαλιάζονταν και αντάλλαζαν φιλιά , ένα σε κάθε μάγουλο .
Αλλά κανένας δεν αγκάλιασε την Ειρήνη , παρόλο που η πείνα της και η μοναξιά της ήταν ολοφάνερη .Ντροπαλά , χαιρέτησε δυο ανθρώπους και ρώτησε που μπορούσε να βρει κάτι να φάει και ένα ζεστό μέρος για να κοιμηθεί .
Αλλά εκείνοι εξοργίστηκαν . <<Δίνε του από δω! Δεν μας περισσεύει τίποτα !>> , είπαν οι Αχόρταγοι .
<<Οι πλούσιοι δεν ξέρουν πόσο πονάει η πείνα >>, σκέφτηκε η Ειρήνη . <<Πρέπει να ψάξω για φτωχούς ανθρώπους . Αυτοί ξέρουν πόσο οδυνηρό είναι να μη σε βοηθάει κανένας>>.
Προχώρησε μέχρι την άκρη της πόλης , σε μια περιοχή πίσω από μεγάλα εργοστάσια και σκουπιδότοπους .Εκεί φτωχοί άνθρωποι ζούσαν σε παράγκες .
<<Φύγε !>>, φώναξαν όταν είδαν ένα ξένο παιδί . <<Δε σε χρειαζόμαστε εδώ . Εάν μαζευτούμε πολλοί φτωχοί εδώ , δεν θα υπάρχει ούτε αρκετό φαγητό ούτε και χώρος για να μείνουμε .>>
<<Πρέπει να καταλάβεις.>>
Η Ειρήνη κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να ζήσει εκεί .
Αλλά δεν ήξερε πλέον που αλλού να πάει . Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά , άρχισε και να βρέχει .
Η Ειρήνη απομακρύνθηκε από την πόλη και κατευθύνθηκε προς τα χωράφια .
Ξαφνικά είδε ένα τεράστιο δέντρο . Στα κλαδιά του κάποιος είχε χτίσει ένα σπίτι από παλιά και άχρηστα πράγματα . Καθόταν στο παράθυρο , κοιτούσε έξω και έτρωγε ένα μεγάλο κομμάτι ψωμί με τυρί .
<<Γεια σου ! Έλα πάνω να σου δώσω λίγο ψωμί με τυρί >>, της φώναξε.
<<Φαίνεσαι κουρασμένη και πεινασμένη . Κάθισε εδώ που είναι στεγνά και ζεστά .>>
<<Ποιος είσαι ;>> ρώτησε η Ειρήνη ξαφνιασμένη , κοιτάζοντας αυτόν τον άντρα που ήταν ντυμένος αλλόκοτα με τόσο έντονα χρώματα , όσο και το σπιτάκι του .
<<Είμαι ο κύριος Καλόκαρδος >>, απάντησε .
<<Α>>, είπε η Ειρήνη , που δεν είχε ξανακούσει αυτό το όνομα , <<Έτσι δεν λέγονται όσοι είναι ευγενικοί με τους άλλους ;>>
Σας έψαχνα πολύ καιρό . Αν μου το επιτρέπατε , θα ήθελα να έρθω να μείνω εδώ με σας και την οικογένειά σας . >>Κι έτσι , ο κύριος Καλόκαρδος άνοιξε το σπίτι του στην Ειρηνούλα που έμεινε κοντά τους για πολύ , πολύ καιρό .
Πηγή: Ειρήνη , η ιστορία ενός παιδιού πρόσφυγα , Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες