Μια φορά και έναν καιρό σε ένα δάσος ζούσε σε μια μικρή καλύβα ένας ηλικιωμένος άνθρωπος. Ο κακόμοιρος δεν είχε οικογένεια.Όταν ήταν μικρός η μητέρα του τον άφησε στο δάσος.Τα ζώα όμως τον βρήκαν και τον φρόντισαν.’Οταν έγινε πέντε χρονών, ένας κυνηγός που κυνηγούσε εκεί κοντά, τον βρήκε, τον πήγε σπίτι του και μαζί με την μητέρα του τον φρόντισε.Μόλις έγινε δεκαεπτά ετών , επειδή αυτοί τον χτυπούσαν και δεν του φέρονταν καλά, έφυγε από το σπίτι..Δεν ήξερε που να πάει.Δυο χρόνια περιπλανιόταν στους δρόμους της γειτονικής πόλης και από θαύμα έμεινε ζωντανός.Στα δεκαεννιά του σκέφτηκε να πάει πίσω στο δάσος .Κι έτσι κι έκανε. Από τότε ζούσε στο δάσος μαζί με τα ζωάκια. Μια μέρα που ήταν πολύ κουρασμένος έπεσε να κοιμηθεί.Στον ύπνο του είδε ένα παράξενο όνειρο.Παρουσιάστηκαν μπροστά του ένα ελάφι και ένα παγώνι που μάλωναν για το ποιο από τα δύο ήταν το πιο όμορφο.Όταν ξύπνησε, τα δυο ζώα ήταν ολοζώντανα μπροστά του.Του ζήτησαν να τους πει σε ποιο σοφό να πάνε για να λύσουν την διαφορά τους.Ο ηλικιωμένος κύριος είχε μια ιδέα και τους είπε να τον ακολουθήσουν.Στο τέλος του δάσους, στη Σοφοχώρα ζούσε η σοφή κουκουβάγια που είχε τις απαντήσεις σε ό,τι και να την ρωτούσες.Πέρασαν πολλές δυσκολίες μέχρι να φτάσουν .Από τον πίθηκο που πετούσε μπανάνες στους ξένους , κι από ένα γουρούνι που φύλαγε το πέρασμα και για να περάσουν έπρεπε να δώσουν χρήματα.Όμως αυτοί δεν είχαν και έτσι έκοψαν δρόμο μέσα από την Χώρα των Νάνων. Ο φύλακας της πύλης της Νανοχώρας ήταν τεράστιος.Φοβισμένοι οι τέσσερις φίλοι ρώτησαν δειλά αν τους αφήνει να περάσουν.Ευτυχώς ο Γιγαντονάνος εκτός από τεράστιος ήταν και καλός.Τώρα βρισκόταν κοντά στην πραγματοποίηση του ονείρου τους,και ακόμη πιο κοντά στην Σοφοχώρα όπου έμενε και η σοφή κουκουβάγια. Διέσχισαν κάτω από τον καυτό ήλιο τη μισή χώρα και λίγο πριν νυχτώσει , κατασκήνωσαν σε μια σπηλιά κοντά στον ποταμό.Την επόμενη μέρα έφτασαν πια στην Σοφοχώρα .Ήταν ένα μέρος με δάση και πράσινο παντού.Άρχισαν να ψάχνουν παντού αλλά πουθενά η κουκουβάγια.Τα δύο ζώα αναρωτήθηκαν ποιος θα τους πει τώρα ποιο από τα δύο είναι το πιο όμορφο.
-Ακούστε, είπε ο ηλικιωμένος κύριος.
-Εμένα με μεγάλωσαν τα ζώα και έχω μάθει να τα εκτιμώ και να τα αγαπώ.Όλα τα ζώα είναι όμορφα και εσωτερικά και εξωτερικά .Το κάθε ένα έχει την δική του ομορφιά για αυτό είναι και μοναδικά.
Έτσι ικανοποιημένοι και πιο σοφοί γύρισαν πίσω στο δάσος τους και δεν ξέχασαν ποτέ τα σοφά λόγια του ηλκιωμένου γέροντα.
Σκανδαλάκης Μιχάλης Ε’ τάξη