Ο Αναστάσης λέει τα κάλαντα και ο παππούς αφηγείται:
Ανήμερα το Σάββατο του Λαζάρου το πρωί, τα παιδιά κρατώντας μικρό καλαθάκι, στολισμένο με λουλούδια, πήγαιναν στα σπίτια και αφού έλεγαν τα κάλαντα, τους έδιναν ή αυγό (για να το βάψουν) ή κοκόσες (καρύδια) ή χρήματα (παρατζίκος)…
Ήρθ’ ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάγια,
Ήρθ’ η Κυριακή που τρών’ τα ψάρια.
-Πού ‘σουν Λάζαρε; Πού ‘σουν κρυμμένος;
-Μες στα χάντακα, χαντακωμένος.
-Σήκω Λάζαρε και μην κοιμάσαι,
ήρθ’ η μάνα σου από την πόλη
σου ‘φερε χαρτί και καλαμάρι.
Γράφε Θόδωρε, γράφε Δημήτρη,
γράφε Λεμονιά και Κυπαρρίση.
Του Λάζαρου, του Λάζαρου
του φέτο και του χρόνου.
Το καλαθάκιμ’ θέλει αυγό
κι η τσέπη μου κοκόσες.
Και το δεξί το χέρι μου
θέλει έναν παρατζίκο.
Διαβάστε την ιστορία του Λαζάρου, πείτε τα κάλαντα και φτιάξτε Λαζαράκια”!


































