«Στείλτε μου βιβλία, βιβλία, πολλά βιβλία για να μην πεθάνει η ψυχή μου!» Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι
Όταν κάποιος πηγαίνει στο θέατρο, σ’ ένα κονσέρτο, σε μια οποιαδήποτε καλλιτεχνική εκδήλωση ή γιορτή, εφόσον του αρέσει το θέαμα, αναπολεί αμέσως τους δικούς του που απουσιάζουν, και θλίβεται επειδή σκέφτεται: «Πόσο θ’ άρεσε αυτό στην αδερφή μου, στον πατέρα μου!». Από εκεί και πέρα, θα χαρεί το θέαμα, αλλά με μια ελαφρά μελαγχολία.
Τέτοια μελαγχολία αισθάνομαι κι εγώ, όχι για τα μέλη της οικογένειάς μου –αυτό θα ήταν ποταπό– αλλά για όλους τους ανθρώπους που λόγω έλλειψης χρημάτων και εξαιτίας της κακοτυχίας τους δεν απολαμβάνουν το ύψιστο αγαθό της ομορφιάς, της ομορφιάς που είναι ζωή, καλοσύνη, γαλήνη και πάθος.Αυτός είναι ο λόγος που ποτέ δεν έχω βιβλία.
Μόλις διαβάσω αυτό που αγόρασα, τρέχω να το προσφέρω. Έχω δώσει αμέτρητα βιβλία. Γι’ αυτό είναι τιμή για μένα να βρίσκομαι σήμερα εδώ, ευτυχής που εγκαινιάζω αυτή τη βιβλιοθήκη του λαού, την πρώτη σε όλη την επαρχία της Γρανάδας.
Οι άνθρωποι δεν ζουν μόνο με ψωμί. Εγώ, αν πεινούσα και βρισκόμουν πάμφτωχος στο δρόμο, δεν θα ζητούσα ένα ψωμί, αλλά μισό ψωμί κι ένα βιβλίο. Και από εδώ που βρισκόμαστε, καταγγέλλω με δριμύτητα όλους αυτούς που μιλούν μόνο για οικονομικές διεκδικήσεις, ενώ δεν μιλούν ποτέ για πολιτιστικά αιτήματα: κι όμως, αυτά χρειάζονται και απαιτούν βροντοφωνάζοντας οι λαοί.
Είναι σπουδαίο να έχουν φαγητό όλοι οι άνθρωποι, πρέπει, όμως, επίσης, όλοι οι άνθρωποι να έχουν πρόσβαση στη γνώση, να απολαμβάνουν όλους τους καρπούς του ανθρώπινου πνεύματος, διότι το αντίθετο θα σήμαινε τη μετατροπή τους σε μηχανές στην υπηρεσία του κράτους, τη μεταμόρφωσή τους σε σκλάβους μιας φοβερής οργάνωσης της κοινωνίας.
Πολύ περισσότερο υποφέρω για τον άνθρωπο που διψάει για γνώση και τα οικονομικά του δεν επιτρέπουν την ικανοποίηση της επιθυμίας του απ’ ό,τι για κάποιον που πεινάει. Γιατί κάποιος που πεινάει μπορεί να μετριάσει εύκολα την πείνα του μ’ ένα κομμάτι ψωμί ή με φρούτα.
Αυτός όμως που διψάει για γνώση και δεν έχει τα μέσα να ικανοποιήσει την επιθυμία του υποφέρει από μια τρομακτική στέρηση, γιατί αυτό που έχει ανάγκη είναι τα βιβλία, βιβλία, πολλά βιβλία – κι αυτά δεν μπορεί να τα βρει.
Βιβλία! Βιβλία! Να μια μαγική λέξη που είναι σα να κραυγάζει κανείς: «Αγάπη, αγάπη!». Αυτό θα έπρεπε να απαιτούν οι λαοί, με την ίδια ένταση που διεκδικούν το ψωμί ή που προσεύχονται να βρέξει αρκετά για τη σπορά τους.
Όταν ο διάσημος Ρώσος συγγραφέας Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι –πατέρας της Ρώσικης Επανάστασης πολύ περισσότερο απ’ όσο ο Λένιν– ήταν φυλακισμένος σε κάτεργο στη Σιβηρία, αποκομμένος από τον κόσμο, κλεισμένος μέσα σε τέσσερις τοίχους, περικυκλωμένος από ανεμοδαρμένες και μονίμως χιονισμένες πεδιάδες, ζητούσε βοήθεια από την οικογένειά του, γράφοντάς τους: «Στείλτε μου βιβλία, βιβλία, πολλά βιβλία για να μην πεθάνει η ψυχή μου!».
Κρύωνε, αλλά δεν ζητούσε ζέστη· διψούσε πολύ, αλλά δεν ζητούσε νερό, ζητούσε βιβλία, δηλαδή ορίζοντες, δηλαδή σκαλοπάτια για ν’ ανέβει στις κορυφές του πνεύματος και της καρδιάς. Γιατί η φυσική, η βιολογική οδύνη ενός σώματος, εξαιτίας της πείνας, της δίψας ή του ψύχους, διαρκεί λίγο, πολύ λίγο, ενώ η οδύνη της ανικανοποίητης ψυχής διαρκεί ολόκληρη ζωή.
Ο μεγάλος Μενέντεθ Πιδάλ –ένας από τους αληθινά μεγάλους σοφούς της Ευρώπης– έχει πει ότι το έμβλημα της Δημοκρατίας πρέπει να είναι «Ισχύς μου η μόρφωση και η καλλιέργεια του λαού», διότι μόνο χάρη σ’ αυτά μπορούν να επιλυθούν τα προβλήματα του λαού, που είναι γεμάτος πίστη και ενθουσιασμό, αλλά χωρίς φως.
Από την ομιλία του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα στα εγκαίνια της Δημοτικής Βιβλιοθήκης του Φουέντε Βακέρος.
Πηγή: Ενθέματα