Με μεγάλη μας χαρά υποδεχτήκαμε την Τετάρτη 14 Μαρτίου 2018 στον φιλόξενο χώρο της βιβλιοθήκης του σχολείου μας τον συγγραφέα Στέλιο Βισκαδουράκη. Η συνάντηση οργανώθηκε στο πλαίσιο του προγράμματος “Συγγραφείς στα σχολεία”. Είχε προηγηθεί μελέτη, ανάλυση και συζήτηση των κειμένων του συγγραφέα στο μάθημα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Στη συνέχεια, οι μαθητές εμπνεόμενοι από τα διηγήματά του, δημιούργησαν οι ίδιοι λογοτεχνικά κείμενα, εικαστικές συνθέσεις, σχέδια, εκπόνησαν αφιερώματα με τη μορφή της ψηφιακής παρουσίασης, επιμελήθηκαν φωτογραφίες αποτυπώνοντας σημεία της πόλης που αναφέρονται στο έργο του, συνέθεσαν και παρουσίασαν πρωτότυπη μουσική, επιχείρησαν ακόμα και γευστικά να προσεγγίσουν την ατμόσφαιρα των κειμένων του (σοκολατάκια με μέντα και λικέρ βύσσινο από το διήγημα “Μια κάρτα από τον “Μικελάντζελο” ). Οι δημιουργίες τους συγκεντρώθηκαν σε ένα έντυπο αφιέρωμα που προσφέρθηκε στον συγγραφέα στην αρχή της συνάντησης. Aφιέρωμα
Στο 3ο Λύκειο, ένα κορίτσι βραβεύτηκε από την Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών στον Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό 2018 για διήγημα της “Σημείο Ζωής” που εμπνεύστηκε από μια ιστορία βιβλίου μου. Επίσης φτιάξαν ένα καλόγουστο φυλλάδιο με δικά τους διηγήματα, ποιήματα και ζωγραφιές με το ίδιο κίνητρο. Έστησαν ένα βίντεο με ιστορικές καταγραφές (Μικρασία, Σπιναλόγκα), έγραψαν και τραγούδησαν ένα τραγούδι βάσει τα διηγημάτων μου και έφτιαξαν υπέροχα σοκολατάκια μέντας που περιγράφω σε μια ιστορία μου. Νομίζω ότι όλα αυτά που έκαναν τα παιδιά, είναι μια ευκαιρία μεταμόρφωσης της σκέψης σε πράξη, κάτι που πάντα εκτιμώ και με εντυπωσιάζει. Ίσως καταλαβαίνετε την έκπληξη μου όταν μια μαθήτρια είχε την έμπνευση να φτιάξει με την μητέρα της, σοκολατάκια μέντας, όπως τα περιέγραφα στο “Μια κάρτα από τον Μικελάντζελο” (που έκαναν μάθημα τα παιδιά ), από το βιβλίο μου “Στη Ρωγμή του Χρόνου”. Όταν δοκίμασα ένα, ένοιωσα ακριβώς το ίδιο συναίσθημα που περιέγραφα στο διήγημα.
Τώρα, κοιτώντας έξω από το παράθυρο μου σαν ξαφνιασμένος από τον καιρό και τον Θεό, ψαράς, μαζεύω πάνω στην ξύλινη βάρκα μου, όλη ετούτη την θεόσταλτη, πνευματική περιουσία, ως ανεκτίμητο και μοναδικό θησαυρό από την θάλασσα της φαντασίας και του μέλλοντος.
Δεν μπορώ ακόμα τουλάχιστον, να διαχειριστώ και να εκφράσω κατάλληλα το συναίσθημα μου για όλα αυτά. Το μόνο που μπορώ να κάνω, είναι να σας παραθέσω το μικρό απόσπασμα για τα σοκολατάκια από το διήγημα “Μια κάρτα από τον Μικελάντζελο”.
Μακάρι να μπορούσα να σας μεταφέρω όλη την έκφραση της δουλειάς και των συναισθημάτων των παιδιών. Ευχαριστώ τα παιδιά για την φαντασία, την δυναμική, τις δημιουργίες τους και την τιμή που μου κάνουν. Για πάντα, όλα τους, αυτά και οι δημιουργικές πράξεις τους, θα είναι μοναδικοί και ανεκτίμητοι θησαυροί μέσα μου. Ευχαριστώ ακόμα, όλους τους καθηγητές για την εξαίσια δουλειά τους και την Β’ αθμια εκπαίδευση για το θάρρος της, την αποδοχή και την πραγματοποίηση πρώτα της ιδέας μου “Συγγραφείς στα Σχολεία” και μετά της παρουσίας μου στα σχολεία. Πιστεύω, όπως έχει ειπωθεί, ότι όλα θα συνεχιστούν και με άλλους συγγραφείς κάθε χρόνο.
Το απόσπασμα από το διήγημα για τα σοκολατάκια μέντας:
“Το μάτι του έπεσε πάνω στο κουτί με τα χειροποίητα σοκολατάκια που είχε φτιάξει εκείνη. Ήταν τετράγωνα και στρογγυλά. Πήρε ένα από τα τετράγωνα και το έβαλε στο στόμα του. Με το σπάσιμο της πρώτης στρώσης της σοκολάτας ένοιωσε γεύση μέντας να διαχέεται στο στόμα του, να περνά τη μύτη του και να ανεβαίνει στα μηνίγγια του. Ασυνήθιστος πια στις γεύσεις αυτές, τον κυριάρχησε μια εξαίσια αίσθηση, μαγικιά, που περνούσε από το σώμα στην ψυχή του. Πώς γίνεται ένα τόσο δα πραγματάκι να σου δίνει τόση στιγμιαία ευτυχία! Έγειρε προς τα πίσω στην καρέκλα και νόμισε ότι βυθιζόταν το σώμα του μέσα σε δροσερή λίμνη πράσινου χρώματος. Η έλλειψη τού είχε δημιουργήσει μια γλυκιά ζαλάδα. Είδε ένα παιδί, ένα αγόρι, σαν άγγελο σε σύννεφο, βγαλμένο λες απ’ την οροφή της Καπέλα Σιστίνα, να τρέχει μέσα σε έναν διάδρομο. Πίσω του ένα ξανθό κορίτσι να τον κυνηγάει γελώντας. Το ξύλινο πάτωμα έτριζε από τα τρεξίματά τους. Μυρωδιά καβουρντισμένου κουκουναριού, σοκολάτας, ζάχαρης και καμένου μυρωδάτου ξύλου στριφογυρνούσε στον αέρα που ήταν ζεστός σαν χειμωνιάτικο παλτό. Τα παιδιά έτρεχαν γύρω από ένα τραπέζι όπου μια γυναίκα, μόνη, έφτιαχνε σοκολατάκια από μέντα και λικέρ βύσσινο. Έτρεξε κι η γυναίκα μαζί τους γελώντας και αφήνοντας για λίγο τη σοκολάτα να σιγοβράζει.
Μετά είδε την οικογένεια καθισμένη γύρω από ένα αναμμένο τζάκι. Η μητέρα έδειχνε στα παιδιά τούς ζωγραφισμένους πίνακες του πατέρα που έλειπε. Είχε ένα μεγάλο χαμόγελο και πίσω από αυτό κρυβόταν μία κρυφή σιωπή και μία θλίψη που μόνο ένας ζωγράφος θα μπορούσε να περιγράψει. Δίπλα στο φωτεινό δωμάτιο που είχε πάρει πορτοκαλί και κόκκινη απόχρωση από την κίνηση της φωτιάς, ήταν ένα χριστουγεννιάτικο έλατο, στολισμένο, ακίνητο. Ανεπηρέαστο από το φως της φωτιάς, γκρι κι αυτό και τα στολίδια του. Σαν ασπρόμαυρη φωτογραφία σε έγχρωμο φόντο.”
Ανασήκωσε το κεφάλι του και είδε τον ξαπλωμένο Γερμανό. Το δωμάτιο του ασθενή τού φαινόταν τώρα εντελώς άχρωμο. Ξανακοίταξε τα σοκολατάκια στο κόκκινο κουτί. Ντράπηκε. Ήθελε τόσο πολύ άλλο ένα! Είχε το ελεύθερο. Ήταν, όμως, από τη φύση του ντροπαλός παρά την έλλειψη τροφής που είχε. Τα κοίταζε κάμποση ώρα. «Από το ’41 έχω να νιώσω λικέρ στα χείλια μου» ψιθύρισε χαμηλόφωνα, ντροπαλά, σαν να τον άκουγε κάποιος. «Υπόσχομαι να μην πάρω άλλο».