Στα πλαίσια της μέσα από παράλληλα κείμενα προσέγγισης των θεμάτων [που προκύπτουν στις αναζητήσεις-συζητήσεις μας –με αφορμή πάντα το βιβλίο που διαβάζουμε] …
κι αφού, με αφορμή το βιβλίο, μιλήσαμε για θάλασσα, ναυάγια, δύτες & βουτηχτές…, ο μαθητής της β’γυμνασίου, Κωσταντίνος Τσίντσης, επέλεξε κι έφερε τα παρακάτω σχετικά αποσπάσματα από το βιβλίο του Ιουλίου Βερν «Είκοσι Χιλιάδες Λεύγες κάτω από τη θάλασσα»:
σελ.80-81 [«Στο Αιγαίο Πέλαγος»]
«… όταν ξαφνικά έμεινα κατάπληκτος από μιαν αναπάντεχη ανθρώπινη παρουσία. Ήταν ένας βουτηχτής που κολυμπούσε δυνατά, ανέβαινε στην επιφάνεια να πάρει ανάσα και ξαναβουτούσε.
– Ένας άνθρωπος! Φώναξα. Ένας ναυαγός! Πρέπει να τον σώσουμε πάση θυσία!
Ο πλοίαρχος Νέμο πλησίασε το φινιστρίνι και κούνησε το χέρι του στο βουτηχτή, που είχε κολλήσει το πρόσωπό του στο κρύσταλλο και μας κοίταζε. Ο άνθρωπος ανταπέδωσε τον χαιρετισμό, ανέβηκε στην επιφάνεια του νερού και δεν ξαναφάνηκε.
– Μην ανησυχείτε, κύριε Αρονάξ. Είναι ο Νικόλας από το ακρωτήριο Ταίναρο, ο Πέσκος με τ’ όνομα. Είναι πασίγνωστος σε όλες τις Κυκλάδες. Είναι δεινός βουτηχτής και μπορεί να φτάσει από το ένα νησί στο άλλο κολυμπώντας. Συχνά φτάνει και μέχρι την Κρήτη! ….»
σελ.85 [«Από τη Μεσόγειο στον Ατλαντικό»]
«… Τη νύχτα μεταξύ 16 και 17 Φεβρουαρίου έτυχε να διασχίζουμε την πιο πλούσια σε ναυάγια περιοχή της Μεσογείου που απλώνεται από τις ακτές του Αλγερίου μέχρι τα παράλια της Προβηγκίας. Αμέτρητα ιστιοφόρα και ατμόπλοια είχαν χαθεί εκεί! Είδαμε συντρίμμια σκεπασμένα με κοράλια, σκουριασμένες άγκυρες και κανόνια, φτερά από προπέλες, κομμάτια από μηχανές, τρύπια καζάνια. Υπήρχαν και ολόκληρα κουφάρια καραβιών, άλλα όρθια κι άλλα αναποδογυρισμένα. Ορισμένα από αυτά φαίνονταν να έχουν βουλιάξει ύστερα από σύγκρουση, αλλά πέφτοντας πάνω σε υφάλους. Σιωπή και θάνατος επικρατούσαν στο μέρος εκείνο του βυθού. Όσο πλησιάζαμε προς το Γιβραλτάρ τόσο πλήθαιναν τα ναυάγια. Γεμάτος φρίκη, αναρωτήθηκα πόσες ψυχές να είχαν χαθεί στον υγρό αυτό τάφο…»
σελ.90-91 [«Στον κόλπο του Βίγκο»]
«… – Ε, λοιπόν, κύριε Αρονάξ, βρισκόμαστε στον κόλπο του Βίγκο και μπορείτε να διεισδύσετε στα μυστικά που κρύβει! είπε και με οδήγησε στο σαλόνι. Το θέαμα που αντίκρισα από τα φινιστρίνια με άφησε άναυδο.
Ο βυθός γύρω από το ‘Ναυτίλος’ φωτιζόταν άπλετα από ηλεκτρικό φως. Άντρες του πληρώματος με σκάφανδρα δούλευαν ανάμεσα σε μαυρισμένα από τον καιρό ναυάγια. Άνοιγαν σαπισμένα βαρέλια και ξεκοιλιασμένα κιβώτια κι έβγαζαν από μέσα πλάκες χρυσού και ασημένια νομίσματα, κοσμήματα και άλλα πολύτιμα αντικείμενα. Φορτωμένοι με τα λάφυρα αυτά, γύριζαν στο ‘Ναυτίλος’, ξεφόρτωναν και επέστρεφαν για να συνεχίσουν το έργο τους.
Αμέσως κατάλαβα τι συνέβαινε. Στο μέρος αυτό είχε γίνει στις 22 Οκτωβρίου του 1702 η ναυμαχία. Εδώ είχαν βουλιάξει τα φορτωμένα χρυσάφι ισπανικά πλοία. Και ο πλοίαρχος Νέμο, κάθε φορά που χρειαζόταν χρήματα, ερχόταν εδώ να πάρει. Ήταν ο μοναδικός κληρονόμος όλων εκείνων των κλεμμένων θησαυρών που είχε αρπάξει από τους Ίνκας ο Φερνάντο Κορτές!
– Ξέρατε, κύριε Αρονάξ, ότι η θάλασσα κρύβει τόσα πλούτη; Να λοιπόν πώς έγινα εκατομμυριούχος! είπε ο πλοίαρχος …»
σελ.93 [«Ατλαντίδα: Μια χαμένη ήπειρος»]
«…Όταν επιτέλους ανεβήκαμε στην κορυφή του βουνού, αντικρίσαμε μια πεδιάδα και απέναντι ένα άλλο βουνό, που δεν ήταν παρά ο κρατήρας ενός ηφαιστείου. Από τα σπλάχνα του έβγαιναν χείμαρροι λάβας, που σκόρπιζαν σαν πύρινοι καταρράκτες, και φώτιζαν με ένα ασπροκόκκινο χρώμα μια πολιτεία. Γιατί, πραγματικά, μπροστά στα μάτια μας βρισκόταν μια ερειπωμένη, κατεστραμμένη, αρχαία πολιτεία. Ξεχώριζαν βουλιαγμένες στέγες σπιτιών, ακορπισμένες κολόνες ναών, απομεινάρια ενός υδραγωγείου, ίχνη από τα τείχη μιας ακρόπολης αλλά και κάποιου λιμανιού. Μια βυθισμένη πολιτεία! Μια άλλη Πομπηία θαμμένη κάτω από το νερό!
Πού βρισκόμουν; Ο πλοίαρχος Νέμο χάραξε πάνω σε μια πέτρα τη λέξη Ατλαντίδα.
Βρισκόμουν λοιπόν στη θρυλική Ατλαντίδα; Θυμήθηκα τον ‘Τίμαιο’ του Πλάτωνα, τον περίφημο διάλογο, όπου αναφέρεται η ιστορία της Ατλαντίδας. Εκεί γίνεται λόγος για τους Άτλαντες, που κατοικούσαν σε μια ήπειρο απέραντη, μεγαλύτερη από την Αφρική και την Ασία μαζί. Η κυριαρχία τους έφτανε ως την Αίγυπτο και θέλησαν να επιβληθούν και στην Ελλάδα, αλλά αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν μπροστά στην αντίσταση των Ελλήνων. Πέρασαν αιώνες, ήρθαν κατακλυσμοί, πλημμύρες, σεισμοί και η Ατλαντίδα χάθηκε… Απόμειναν μόνο οι ψηλές κορυφές των βουνών της, που ξεπροβάλλουν και σήμερα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας: η Μαδέρα, τα Κανάρια νησιά, οι Αζόρες και τα νησιά του Πράσινου Ακρωτηρίου.
Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι πατούσα το έδαφος αυτής της χαμένης ηπείρου, ότι άγγιζα τα πανάρχαια ερείπια και τα απολιθωμένα δέντρα που κάποτε είχαν ζωή…
Μείναμε μιαν ολόκληρη ώρα κοιτάζοντας το απόκοσμο αυτό τοπίο. Ο πλοίαρχος Νεμο, ακουμπισμένος σε μια κολόνα καλυμμένη από θαλάσσια φυτά, ατένιζε ασάλευτος, εκστατικός το τοπίο, λες και ξαναζούσε νοερά τη ζωή της νεκρωμένης πολιτείας. Κι εγώ σκεφτόμουν ότι ίσως κάποια μέρα η έκρηξη ενός υποθαλάσσιου ηφαιστείου ξαναφέρει στην επιφάνεια τα καταποντισμένα αυτά ερείπια …»
αποσπάσματα από: Ιούλιος Βερν, «Είκοσι Χιλιάδες Λεύγες κάτω από τη θάλασσα»
[διασκευή: Μαρία Παππά, Εκδόσεις: Παπαδόπουλος]