Η γριά και η γάτα (Μετάφραση)
Ο γέρος και η γριά είχαν μια γάτα. Οι γείτονες γύρω κανείς δεν τους ήθελε, κανένας τους ούτε πήγαινε, ούτε ερχόταν. Σε λίγο καιρό πέθανε ο γέρος έμεινε μοναχή της η γριά. Αυτοί οι γείτονες έλεγαν «αυτή η γριά κανείς δεν πηγαινοέρχεται σπίτι της, πως ζει;». Παραφύλαξαν με τη σειρά «για να δούμε αυτή η γριά ούτε δουλεύει , ούτε τίποτα ποιος τη συντηρεί;». Παραφύλαξαν και έπιασαν την γάτα. Η γάτα αυτή πήγαινε σ’ έναν ψαρά κοντά «νιάου! νιάου!», ο ψαράς της έδινε ένα ψάρι το ‘φερνε στη γριά. Πήγαινε στο φούρνο «νιάου! νιάου!», ο φούρναρης της έδινε ένα ψωμί, το ‘φερνε στη γριά και το έτρωγε. Πήγαινε στον οπωροπώλη «νιάου! νιάου!» ,της έφερνε οπωρικά και έτρωγε η γριά. Έτσι λοιπόν μια γάτα συντηρούσε τη γριά. Φαίνεται πως αυτό απ’ το Θεό ήταν, μα η γριά είχε τύχη.
Ο γέρος και η κόφα (Μετάφραση)
Γέρασε ο γέρος. Ο γιος του σχεδίασε να πάει να τον αφήσει πίσω από ένα βουνό .Πήρε την κόφα κι έβαλε μέσα το γέρο. Το παιδί του τον ρωτάει:» Πατέρα, τι θα κάνεις;». –Θα πάω να πετάξω τον παππού σου…».-«Μα, το κοφίνι να το φέρεις πίσω, μην το πετάξεις….. Πρόσεχε μην το πετάξεις».-«Και γιατί το λες και το ξαναλές;». –«Μα, όταν γεράσεις κι εσύ μ’ αυτό το κοφίνι θα σε πάρω να σε πετάξω κι εγώ εσένα….». Και έτσι ο πατέρας του σκέφτηκε τα λόγια του παιδιού του, φοβήθηκε μήπως έρθει καιρός και πάθει κι αυτός τα ίδια, παράτησε το κοφίνι. Και έτσι γλίτωσε ο γέρος απ’ το πέταμα.
Ο πελαργός και η αλεπού (Μετάφραση)
Μια φορά ένας πελαργός και μια αλεπού έγιναν φίλοι. Μια, δυο, φιλίες από δω, φιλίες από κει, κουμπαριές, σκέφτηκε η αλεπού να καλέσει τον πελαργό στο σπίτι της να του κάνει το τραπέζι. Πήγε η αλεπού βρήκε τον πελαργό και του ‘πε:» Αύριο μην φας σε σένα, έλα να φάμε σ’ εμένα». Ο πελαργός λοιπόν δεν περίμενε πότε να ξημερώσει. Όταν ξημέρωσε ο Θεός, σηκώθηκε και πήγε στην αλεπού. Η αλεπού τον καλωσόρισε» έλα, τι νέα;» κι άρχισαν τη συζήτηση. Μετά λέει η αλεπού στον πελαργό:» Κουμπάρε, έλα να φάμε το φαγητό που αγαπάς, έχω πολύ».-«Και τι φαγητό είναι;».-«Γάλα είναι ,πρόβειο γάλα». Έφερε η αλεπού το γάλα εκειδά με το πήλινο(δοχείο), αλλά πονηρή, κατακέφαλη, όπως το κρατούσε, έκανε πως της γλίστρησε απ’ τα χέρια της κι έπεσε κάτω, έσπασε και το γάλα χύθηκε πάνω στις πλάκες. Η αλεπού για μια στιγμή έκανε πως τρόμαξε και φώναξε. Και μετά «κουμπάρε», λέει στον πελαργό, «μην τ’ αφήσουμε να χαθεί, έλα να το φάμε». Κι άρχισε να γλείφει και να γλείφει και τα χείλια της. Ο καημένος ο πελαργός βλέπει την αλεπού να τρώει και να γλείφεται, κάνει τάχα με το ράμφος του να φάει, δεν μπορεί, λέει «πώς να φάω, κουμπάρα, αυτό όλο σκορπίστηκε δω πέρα». Σηκώθηκε, αποχαιρέτησε κι έφυγε. Καθώς έφευγε, λέει στην αλεπού:» Κουμπάρα, σήμερα πολύ ευχαριστήθηκα με το τραπέζι που μ’ έκαμες, έλα την επόμενη Κυριακή σε μένα, να φάμε και σε μένα». Η αλεπού χάρηκε «καλά», είπε, «θα ‘ρθω να μη σου χαλάσω το χατίρι». Το Σαββατόβραδο η αλεπού δεν έφαγε, να πάει να φάει πολύ την άλλη μέρα στον κουμπάρο της. Το πρωινό σηκώθηκε και πήγε. Πήγε, έφερε ο πελαργός το γάλα με το κουτί το μακρουλό και το στόμα του από πάνω, κάτι σαν σωλήνας, μόλις το ράμφος του πελαργού χωρούσε να μπει μέσα. Ο πελαργός έβαλε το ράμφος του και ρούφηξε ρούφηξε κάμποσο, μετά σταμάτησε και λέει «ε, κουμπάρα, ρούφα και εσύ λίγο…». Η αλεπού προσπάθησε προσπάθησε να βάλει τη μουσούδα της μέσα, δεν μπόρεσε- ο πελαργός κρατούσε το κουτί, τάχα να την βοηθήσει, αλλά το έκανε για να μην το ρίξει κάτω η κουμπάρα του ο διάβολος- δεν έγινε τίποτε. Πάλι ο πελαργός το ρούφηξε όλο. Η αλεπού κατάλαβε, βρήκε ότι έκαμε, σηκώθηκε μάζεψε όμορφα όμορφα την ουρά της κι έφυγε. Να, για να μάθεις.
Το αρνί και ο λύκος (Μετάφραση)
Μια φορά όπως βγήκε το κοπάδι (προβάτων) να πάει στο βουνό (για βοσκή), εκεί στην εξοχή ένα ψωριάρικο αρνί ξέμεινε πίσω. Ο λύκος το βρήκε, θέλει να το φάει.Του λέει τ’ αρνί «από εμένα το ψωριάρικο, τι θα βρείς να φας; Άσε με να πάω στο βουνό, να βοσκήσω καλά, να παχύνω κι όταν κατέβουμε τον τάδε καιρόσ ‘αυτόν εδώ τον τόπο να με περιμένεις και να με φας….»-Μα, τι θα πω, για να καταλάβεις ότι είμαι εγώ;» -«Θα λες «χερ χερ «.Εγώ θα ξεμείνω και θα με φας». Ο λύκος πείστηκε απ’ τα λόγια του αρνιού, ήταν και χορτάτος, τ’ άφησε. Πήγε εκεί πάνω το κοπάδι, βόσκησε βόσκησε, όλα τα πρόβατα πάχυναν, κι εκείνο το ψωριάρικο τ’ αρνί πάχυνε, έγινε σαν λαμπίκος. Ήρθε κάποτε ο καιρός και το κοπάδι κατέβηκε να περάσει από κείνο τον τόπο. Ο λύκος εκειδά περιμένει, κάνει «χερ χερ» να ρθεί τ’ αρνί κοντά του, αλλά εκείνο τώρα παχύ(όπως είναι) τρέχει μπροστά απ’ όλα και πάει. Ο λύκος κατάλαβε την καζούρα που έπαθε, λέει θυμωμένα:» Βρήκες ένα πρόβατο μπροστά σου, φάτο και τι δουλειά έχεις με τις διαβολιές!».
Τάξη: Στ 2016-2017