(Ο μύθος της κουκουβάγιας και της πέρδικας αλλιώς)
Τα πουλάκια στο σχολείο
τιτιβίζουν τραλαλό
είναι όλα μαθητές επιμελείς
ν’αμφιβάλλεις δεν μπορείς.
Το μικρό το αηδονάκι
είναι πρώτος μουσικός
το κοράκι το μαυρούλι
και ο γύπας ο επιβλητικός.
Το μωρό το περδικάκι
που γκρινιάζει συνεχώς
νάτο και το χελιδόνι
που το χειμώνα βάζει πλώρη
για Αφρική ολοταχώς.
Η γλυκόλαλη η καρδερίνα
το κίτρινο καναρινάκι
ένας αετός περήφανος
Η δασκάλα είναι η κίσσα
που τους τα μοιράζει όλα ίσα
τα μαθαίνει να διαβάζουν
και με τους ανθρώπους
να μην τα βάζουν.
Και είναι όλα μαθητές καλοί
προκομμένοι και διαβαστεροί
στο σχολείο υπέροχα περνούν
παίζουν ,τιτιβίζουν,κελαηδούν.
Μα μια μέρα η μαμά η κουκουβάγια
που ετοιμάζει πάντα φαγητό
όλα τα βράδια
ξέχασε να βάλει στο μικρό της
το φαγάκι
και τώρα πόσο ανησυχεί
γιατί θα γουργουρίζει
το μικρό του στομαχάκι.
«Τι θα κάνω;Πώς μπορώ να φύγω;
και το δάσος τώρα να αφήσω;
Έχω σύσκεψη με τ’άλλα τα πουλιά
είμαι η αρχηγός
Τότε της έρχεται ιδέα φαεινή
φωνάζει την κυρα πέρδικα
από το γειτονικό κλαδί
«Πέρδικα περδικούλα μου
κάνε μου το χατήρι
και πήγαινε στο παιδάκι μου
λιγάκι ψωμοτύρι.
Ξέχασα στη σάκα του
να του βάλω για να φάει
και τώρα το μικρούλι μου
αλήθεια θα πεινάει.»
Τότε η κουκουβάγια μας
κορδώνεται πολύ
και τιτιβίζει:
«Το μικρό μου ,το παιδάκι μου
απ’ όλα ξεχωρίζει,
είναι το ομορφότερο
έχει μάτια μελιά
έχει υπέροχα φτερά
και στητή κορμοστασιά,
όταν το συναντήσεις
αμέσως θα παραδεχτείς
πως είναι το ωραιότερο
που θα ‘χεις ποτέ δει.»
Πείστηκε η κυρά πέρδικα,
για το σχολείο κινάει
τα πουλάκια έχουν διάλειμμα
κι εκείνη ένα ένα τα κοιτάει!
Κάποια έχουν πολύχρωμα φτερά
μα από ράμφος πάνε πίσω
άλλα έχουν ωραία μάτια καστανά
άλλο δεν δείχνει ωραία από πίσω.
Αυτό εδώ το βλέπει παχουλό
εκείνο δεν πετάει περήφανα
το άλλο φαίνεται δύστροπο,κακό
ετούτου οι φτερούγες έχουν γίνει θρύψαλα.
Κοίτα ένα άλλο έχει ράμφος μακρύ
μοιάζει λες και είναι προβοσκίδα
αυτό δεν ειν’ κελάηδημα από πουλί
είναι πραγματική τσιρίδα.
Η καημενούλα η πέρδικα αγωνιά
κανένα δεν ειν’ όμορφο
καθόλου αυτά δεν ξεχωρίζουν
της φαίνονται τόσο ίδια όλα τα πουλιά.
Για να πάρει γνώμη δεύτερη,
ρωτάει τη μάνα του κότσυφα
που κατά τύχη από εκεί περνάει
ποιο είναι τ’ομορφότερο πουλί
κι εκείνη «το κοτσυφάκι» απαντάει.
Ρωτάει μετά τη σπουργιτίνα
που χαιρετάει το μικρό της
από το καγκελάκι
κι εκείνη απαντάει
«μα βλέπεις ομορφότερο
από το σπουργιτάκι;»
Πολλούς γονείς τους ρώτησε
που συναντούσε τυχαία
και όλοι υποστήριζαν
πως τα δικά τους τα παιδιά
ήταν τα πιο ωραία.
«Αλήθεια έψαξα πολύ
μα ένα ήταν τ’ ομορφότερο πουλί
ένα άστραφτε από μεγαλοπρέπεια και χάρη
όπως το πριγκιπόπουλο
κι αυτό ήτανε δίχως άλλο
το δικό μου το παιδί
το μικρό το περδικόπουλο»
Η κουκουβάγια δεν πειράχτηκε
απεναντίας απάντησε η σοφή:
«’Έχεις δίκιο κυρά πέρδικα
για κάθε μάνα
το δικό της είναι
ΑΝΤΖΕΛΑ ΤΑΒΕΡΝΑΡΑΚΗ