ΠΩΣ Η ΠΑΣΧΑΛΙΤΣΑ ΑΠΕΚΤΗΣΕ ΚΟΚΚΙΝΟ ΧΡΩΜΑ

 

 

Ήταν  κάποτε πολύ παλιά

ένα έντομο παιδιά

μαύρα πόδια και κοιλιά

μαύρο όλο ως τ’ αυτιά 

 

 

Μα έκλαιγε και δεν μπορούσε

το μαύρο χρώμα το μισούσε

“Μαύρα είναι τα κοράκια

οι κατσαρίδες τα μυγάκια

μαύρες και οι αραχνούλες

μαύρες ,γκρι και οι ποντικούλες

Άλλο χρώμα θέλω εγώ

κάτι έντονο και δυνατό”

 

 

Μα δεν απογοητευότανε πολύ

γιατί ήξερε ότι με την προσευχή

μπορεί η ευχή να βγει αληθινή

Και ένα βράδυ όπως προσευχόταν

ακούει βροντές , βλέπει αστραπές

βροχή ξεκινάει δυνατή

και το εντομάκι ψάχνει απεγνωσμένα

κάποιο μέρος να κρυφτεί.

Με τα λεπτά του τα ποδαράκια

τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορεί

και  φτάνει κάπου, σ΄ ένα βουνό ψηλά

που ακούγονται κλάματα και λυγμοί .

 

 

 

Σηκώνει το κεφαλάκι και αντικρίζει

έναν μεγάλο   ξύλινο σταυρό

εκεί πάνω ένας άνθρωπος βογκάει

με βλέμμα στραμμένο στον ουρανό.

”Ο καημενούλης πρέπει να πονάει”

σκέφτεται το εντομάκι .

Εκείνος δακρύζει

και απ’ το μέτωπό Του

κυλάει το αίμα σαν ποταμάκι.

 

 

 

Βαλάντωσε κι εκείνο

γίνεται μια μπαλίτσα

ένα απαλό γυναικείο χέρι το ακουμπά

θαρρεί πως είναι η Παναγίτσα.

Το παίρνει στο δάχτυλό Της με προσοχή

και πάνω στα πόδια Του Ιησού

το βάζει εκεί.

 

 

 

Μια στάλα αίμα πάνω του κυλά

κι αμέσως αλλάζουν όλα ξαφνικά.

Αποκτάει χρώμα κόκκινο βαθύ

με μαύρες βούλες

που ήταν το αποτύπωμα της Παναγίτσας

όταν το έπιασε  από την πλατούλα τη μικρή.

Ο Ιησούς κλείνει τα μάτια Του

για τη στερνή φορά

λέει «Τετέλεσται»

και τον κόσμο αποχαιρετά.

 

 

Το εντομάκι τώρα πια

συνέδεσε τη ζωούλα του με τη δική Του.

Τον υπόλοιπο καιρό κρύβεται καλά

μα σαν έρθει το Πάσχα

κάνει την εμφάνισή του.

Από τότε κατάλαβε

ότι ευτυχώς γι’αυτό

δεν ήταν κατσαρίδα

ούτε μύγα,ούτε αραχνίτσα.

Είναι κόκκινο με μαύρες βούλες

και το λένε ΠΑΣΧΑΛΙΤΣΑ.

 

ΑΝΤΖΕΛΑ ΤΑΒΕΡΝΑΡΑΚΗ