Ανταπόκριση από τη Συνάντηση της Λογοτεχνικής Συντροφιάς με τον Γιώργο Γώτη στη Βιβλιοθήκη του Σχολείου την Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2013 στο Πλαίσιο του Θεματικού Κύκλου «Το Συμβόλαιο Μεταξύ Πομπού και Δέκτη στη Λογοτεχνία»

Γράφει: ο Γιάννης Πουλόπουλος

Με την αρχή του καινούριου χρόνου ξεκίνησε και ο Όμιλος της Λογοτεχνίας, και στην πρώτη αυτή Συνάντηση είχαμε την τιμή να συνομιλήσουμε με τον ποιητή Γιώργο Γώτη. Η συζήτηση άρχισε να κυλάει με το δικό του έναυσμα, το οποίο περιλάμβανε την περιγραφή των εγκύκλιων σπουδών του στην επαρχία, τις δυσκολίες που επέφερε η Δικτατορία, τις εξαιρέσεις που υπήρχαν ανάμεσα στους καθηγητές του και τη μύηση, χάρη σε αυτούς, πολλών συνομηλίκων του στη λογοτεχνία. Θίγοντας το θέμα με το οποίο ασχολούνται η φετινές Λογοτεχνικές Συναντήσεις (το «Συμβόλαιο Μεταξύ Πομπού και Δέκτη στη Λογοτεχνία»), παρουσίασε τρία παραδείγματα – τρεις διαφορετικές ιστορίες.

Η πρώτη ιστορία ήταν από τον Δάντη, ο οποίος στην αρχή της «Θείας Κωμωδίας» παρουσιάζεται από τον Βιργίλιο στους μεγάλους ποιητές του κλασικού παρελθόντος, με επικεφαλής τον Όμηρο. Αυτοί τον υποδέχονται, στην προνομιακή τους θέση στη Κόλαση (ως παγανιστές), ως έκτο στη συντροφιά τους και συνομιλούν μαζί του. Αλλά, όπως το σχολίασε ο κ. Γώτης: «Δεν μας λέει τι είπαν. Ωραίο μυστήριο – πειρασμός…» Αυτή η φανταστική συνάντηση, κατά τον ίδιο, είναι μια ιστορία για τον τρόπο ένταξης των ανθρώπων (των καλλιτεχνών) στον πολιτισμό, με τα πιο υψηλά μέτρα, και για την τύχη να γίνουν αποδεκτοί από το καθιερωμένο σύστημα αξιών.

Η δεύτερη ιστορία που μας αφηγήθηκε ήταν η εκμυστήρευση του Γουίλιαμ Γουέρντσγουερθ σε έναν φίλο του, για τον φόβο του ότι ένας κατακλυσμός θα σαρώσει τα πάντα. Όπως μας διηγήθηκε ο κ. Γώτης, ο μεγάλος Άγγλος ρομαντικός είδε σε όνειρο ότι είχε αποκοιμηθεί σε μια σπηλιά διαβάζοντας τον «Δον Κιχώτη» και ονειρεύτηκε ότι βρισκόταν σε μια έρημο, όπου του εμφανίστηκε ένας βεδουίνος, ο οποίος κράταγε στα χέρια του, μεταξύ άλλων, και τα «Στοιχεία» (τη Γεωμετρία) του Ευκλείδη. Αυτός του είπε πως η αποστολή του ήταν «να σώσει τις επιστήμες και τις τέχνες». Αργότερα ο Γουέρντσγουερθ έκρινε πως αυτός ήταν ο Δον Κιχώτης, και η ιστορία του μας υποδεικνύει την αποστολή και το χρέος των ανθρώπων στη δημιουργία.

Η τρίτη και τελευταία ιστορία που μας εξιστόρησε ο κ. Γώτης ήταν το όνειρο του Ρωμανού Μελωδού όταν ήταν διάκονος. Κατ’ αυτόν, του παρουσιάστηκε η Παναγία να του δίνει ένα μεγάλο βιβλίο για να το φάει. Εκείνος έπραξε όπως του υπέδειξε και μετά από λίγο άρχισε να συνθέτει ύμνους. Αυτή η ιστορία είναι μια αλληγορία για την έμπνευση και το ξεκίνημα του καθενός στο δρόμο της δημιουργίας.

Μετά από αυτές τις χαρακτηριστικές ιστορίες, μας δικαιολογήθηκε πως «Δεν χρειάζεται να είναι όλοι οι δρόμοι ίδιοι, ο καθένας διαφέρει από του άλλου», και πως η λογοτεχνία πάντοτε έθετε ερωτήματα που παράλλαζαν κατά εποχές. Με αυτά τα ερωτήματα μπορούσε και μπορεί να επικοινωνήσει με τους ανθρώπους, είτε αυτοί είναι παραλήπτες είτε αποστολείς. Τα κείμενα επηρεάζονται από κείμενα και οι αναγνώστες επηρεάζονται από τα διαβάσματά τους, είπε λίγο αργότερα. Στην ίδια διάσταση, βρήκε την ευκαιρία να παρατηρήσει ότι ειδικά η ποίηση «είναι όλη ζήτημα χρόνου: η αιωνιότητα σε λίγες γραμμές». Υπάρχουν συγκεκριμένες στιγμές και πρόσωπα στο χρόνο, στα οποία επιστρέφουμε και, έχοντας κάτι στο νου, το προβάλλουμε στη γραμμή του. Μόνο η παλινδρόμηση στο χρόνο μάς δίνει τα κλειδιά για να επικοινωνήσουμε, και μέσα από το γράψιμο στοχεύουμε στο να υλοποιήσουμε αυτή τη διπλή κίνηση, και να αντέξει. Η διαδικασία με την οποία γίνεται αυτό παραλλάσσει κάθε εποχή και το κυρίαρχο ύφος κάθε εποχής συνδέει το έργο με τη στιγμή σύλληψης και τους υλικούς όρους της δημιουργίας.

Μετά από μια σύντομη παύση, η συζήτηση συνεχίστηκε, αλλά αυτή τη φορά με λίγο διαφορετική πορεία. Η συνεχής τροφοδότηση της λογοτεχνίας, παρατήρησε ο προσκεκλημένος μας, επιτυγχάνεται με την ανάγκη του ατόμου να υπάρξει ένας τρόπος έκφρασης, τον οποίο θα εξατομικεύσει. Ο τρόπος αυτός (το σύνολο των κανόνων του) είναι μέσα στον ορίζοντα της εποχής του. Θεμέλιο της επικοινωνίας κοινού και δημιουργών είναι η αρέσκεια βάσει κανόνων. Οι κανόνες διευκολύνουν την πρόσληψη. Κινήματα και τεχνοτροπίες κυριάρχησαν, έφυγαν κι επανήλθαν: δύσκολα, επομένως, μπορεί να ξεκαθαριστεί ο ορίζοντας στο εσωτερικό μιας εποχής. «Σίγουρα θα υπάρχουν μερικά έργα τα οποία θα σας αρέσουν περισσότερο από άλλα. Διαβάζουμε πολλά, αλλά λίγα είναι αυτά που μας ξεκουράζουν και αποτελούν το καταφύγιό μας: αγαπημένοι συγγραφείς ή, καλύτερα, αγαπημένα κομμάτια.» Αυτό είναι και κάτι το οποίο, όπως μας τόνισε, το υποστήριζε και μέσα από δική του, προσωπική εμπειρία.

«Μπορεί να υπάρξει αριστεία στους ποιητές;» ρωτήθηκε.

Κατ’ αυτόν, υπάρχει, και όπως είπε: «Μεγάλος ποιητής είναι αυτός που φτιάχνει έναν κόσμο συνολικά και απαντά σφαιρικά σε ζητήματα της εποχής του.» Ίσως οι χαρακτηρισμοί να είναι προκαταλήψεις των ηλικιωμένων (βάσει της αποθησαυρισμένης πείρας τους), όμως οι νέοι τους ελέγχουν και ή τους επιβεβαιώνουν ή τους απορρίπτουν. Κάποιοι χαρακτηρισμοί επιβεβαιώνονται συστηματικά και συνεπώς υπάρχει μεγαλύτερη σιγουριά ως προς το κύρος τους.

Πάνω σε αυτό το θέμα, διάβασε τον «Ποιητή» του («Χρονογραφία», 2007), από τις κάρτες που κυκλοφορούσαν ανάμεσά μας, και αναφέρθηκε στο ανεκδοτολογικό υπόβαθρο του ποιήματος. Λίγο μετά από το αυθόρμητο γέλιο που προκάλεσε το κείμενο (όχι απαλλαγμένο και από μια δόση πικρίας), αναφερθήκαμε στους ποιητές που αδικήθηκαν, λόγω του ότι η εικόνα τους παρουσιάστηκε αμαυρωμένη στη λαϊκή κουλτούρα, θυσιασμένη πάνω στον βωμό του παρεξηγημένου μοντερνισμού. Από τα πρώτα παραδείγματα ήταν ο «Σκοταδόψυχος» του ελληνικού κινηματογράφου, και ακολούθησαν άλλα πολλά.

Το ποίημα, όμως, παρατηρήθηκε ότι δεν είναι από τα χαρακτηριστικά του κ. Γώτη. Προκειμένου λοιπόν να πάρουμε μια γεύση από την αντιπροσωπευτική γραφή και θεματολογία του, μας διάβασε τη «Θολή Παρασκευή» από το ίδιο βιβλίο.

Έχοντας ήδη παρασυρθεί από το σύνηθες ρεύμα που μας συνεπαίρνει σε παρόμοιες συναντήσεις, ξαναγυρίσαμε στο καθόλου λιγότερο ενδιαφέρον θέμα που μας απασχολεί αυτή τη χρονιά (το «Συμβόλαιο Πομπού-Δέκτη»), για να ακούσουμε από τον καλεσμένο μας ότι ο δημιουργός δεν χρειάζεται να κάνει υποχρεωτικά υποχωρήσεις στο «κοινό γούστο» ή τη «μέση αντίληψη», επειδή υπάρχει για τους περισσότερους δίοδος μέσα από τη σκοτεινότητα, χάρη στη συμβολοποίηση μερικών βασικών, καθοριστικών θεμάτων.

Μετά από ερώτηση κάποιου παρευρισκόμενου για το πώς δουλεύει ο ίδιος, ήμασταν αρκετά τυχεροί που βρισκόμασταν εκεί για να μάθουμε την απάντηση: Ο τρόπος είναι απλός, είπε· κάθε φορά που τελειώνει ένα έργο, το διαβάζει δυνατά ο ίδιος, έτσι ώστε να σιγουρευτεί ότι τον αγγίζει και ότι είναι ολοκληρωμένο και, εφόσον υπάρχουν οι προαναφερθείσες «προδιαγραφές», τότε το ιαβάζει και σε μερικούς κοντινούς του φίλους, ανθρώπους που εμπιστεύεται. Έχει πολλά πετάξει. Δεν τα κρατά (ρωτήθηκε επίμονα γι’ αυτό) επειδή είναι επικίνδυνος πειρασμός.

«Είστε σκληρός δηλαδή;» ρωτήθηκε.

«Λιγάκι… Όχι πολύ.»

Υιοθετεί κριτικά, μας είπε, τις γνώμες όσων εμπιστεύεται. Ανάμεσα σ’ αυτούς και ο εκδότης του Αιμίλιος Καλιακάτσος. «Σχολαστικός μέχρι σημείου που μερικές φορές δεν αντέχεις, αλλά ποτέ παρεμβατικός» σχολίασε, εγκωμιάζοντας τη συγκρότησή του.

Αναφερόμενος στα κριτήριά του, είπε ότι τα πράγματα που κάποιος θα πρέπει να προσέχει περισσότερο είναι: «Ρυθμός σωστός, νόημα πλήρες, λέξεις έκπληξη. Για να δοκιμάσεις το δικό σου έργο, αρκεί να το συγκρίνεις με το πρότυπο των μαστόρων της τέχνης.»

Λίγο αργότερα μας ρώτησε αν διαβάζουμε ποίηση και με ποιο κίνητρο και κριτήριο. Αφού ακούστηκαν μερικές αξιόλογες απαντήσεις, στάθηκε σε μία:

«Κάτι που αναζητάς.»

«Πόσο παλιό; Ένα δημοτικό τραγούδι συγκινεί όσο ένα σύγχρονο;»

Συμφωνήθηκε πως αυτό που αγγίζει είναι το νόημα, μιας και ο ρυθμός είναι απαρασάλευτη αξία.

«Εσάς τι σας κίνησε να γράψετε;» τον ρώτησε στη συνέχεια άλλο μέλος της Λογοτεχνικής Συντροφιάς.

«Το διάβασμα», απάντησε εκείνος, και αναφέρθηκε στη δανειστική δημοτική βιβλιοθήκη της ιδιαίτερης πατρίδας του (δωρεά του Ε.Π. Παπανούτσου) και στον συναγωνισμό που είχε αναπτυχθεί μεταξύ των συνομηλίκων του για το ποιος έχει διαβάσει τα περισσότερα βιβλία. Επίσης, μας ομολόγησε πως από την αρχή, πριν ακόμα ξεκινήσει να γράφει, ένιωθε πως με μεγαλύτερη χαρά θα έγραφε ένα ποίημα από οτιδήποτε άλλο.

Η επόμενη ερώτησε που του έγινε ήταν για το αν έχει καμιά ιδιαίτερη προτίμηση από τα ποιήματα.

«Ω ναι! Έχω!»

«Όχι από διαφορετικών ποιητών. Από τα δικά σας.»

«Ναι, κι εγώ για τα δικά μου λέω… Σε ποιον ποιητή εξάλλου δεν του αρέσουν τα δικά του ποιήματα!»

Ακολούθησαν γέλια και μετά μας διάβασε το «Άννα Καρένινα» (πάλι από τη «Χρονογραφία»), το οποίο ένιωθε να έχει παραδειγματικό χαρακτήρα.

Το ξεκίνημά του στη ποίηση, προσέθεσε στη συνέχεια, είχε γίνει γράφοντας ομοιοκατάληκτα και ελευθερόστιχα ποιήματα και, παρότι είχε γράψει αρκετά από το πρώτο είδος (μας διάβασε δυο απ’ αυτά, που περιλαμβάνονται στην «Κρυμμένη Εικόνα» του 1999), δίστασε να τα δώσει στη δημοσιότητα, λόγω του πληθωρισμού που είχε δημιουργηθεί εκείνη την εποχή από παρόμοια ποιήματα. Κατά τη δεκαετία του 1980, βρισκόταν μέσα σ’ ένα πέλαγος από προβληματισμούς σχετικά με τη ρίμα. Σε αυτή τη γενιά είχε προσφέρει αρκετά στελέχη η σχολή του, η Οδοντιατρική Αθηνών.

Με αφορμή τη ρίμα, μιλήσαμε και για την τέχνη της ραπ και τη μορφή της. Αναφερόμενοι στο ρητό πως «οι νέοι καιροί απαιτούν και νέα μέσα», ζητήθηκε η άποψή του πάνω σε αυτή την παράδοση, πλέον, και τον ρωτήσαμε ποια είναι η στάση του απέναντί της. Μας απάντησε ως εξής:

«Η άποψή μου είναι πολύ καλή. Σημασία έχει η βαθύτητα και η ειλικρίνεια.» Προφανώς, αφού και αυτή η τέχνη δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται για εκτόνωση, αλλά για έκφραση. Ίσως ο κ. Γώτης έδινε μια συμβουλή στους τραγουδοποιούς της ραπ.

Άλλο μέλος της Λογοτεχνικής Συντροφιάς (με καλή μνήμη…) θυμήθηκε ότι ο φίλος του προσκεκλημένου μας κ. Κοροπούλης είχε αναφέρει, την προηγούμενη χρονιά, πως η ραπ «αντιμετωπίζει το χάος με τάξη», καθώς μάλλον τα θέματα και ο τρόπος ανάπτυξής τους συγκρούονται με την «παραδοσιακή» στιχουργική της. Αφού κόπασε το νέο ξέσπασμα γέλιου που ακολούθησε την παρατήρηση, ο κ. Γώτης, συμπλήρωσε: «Μπορεί να λειτουργήσει και αμφίδρομα. Το μήνυμα ευνοείται και με αντίστροφη φορά.» Αν και εγώ πιστεύω πως κάποιος εκπρόσωπος της ραπ, για να το καταφέρει αυτό, θα πρέπει να έχει απλώς και την κατάλληλη ικανότητα, την ειδική ικανότητα που χρειάζεται και γι’ αυτό το είδος μουσικής.

Μετά από αυτή τη συζήτηση, μιλήσαμε για τη δυσκολία και τη σκοτεινότητα του λόγου σήμερα και για τη γοητεία της κρυπτικότητας. Μας επεσήμανε όμως πως, έτσι κι αλλιώς, τα ποιήματα είναι βραδυφλεγή, και έφερε για παράδειγμα τον ρυθμό ανάγνωσης μικρών σε έκταση βιβλίων, όπως είναι και οι ποιητικές συλλογές. Κατά την άποψή μου, αν ο ποιητής είναι «καλός», τότε δεν έχει και τόση σημασία η έκταση της ποιητικής του συλλογής, καθώς είναι σαν μια σταγόνα πολύ δυνατού και όμορφου αρώματος: δεν σε ενδιαφέρει η ποσότητα· μονάχα η μυρωδιά του.

Σχόλια έγιναν και για την προθετικότητα:

«Είναι ίσως και ματαιοπονία να την αναζητούμε», παρατήρησε ο καλεσμένος μας. «Μερικές φορές έχει ξεχάσει κι ο ίδιος ο ποιητής τι τον κίνησε να γράψει κάτι.»

Η συνάντηση έκλεισε μόνο και μόνο επειδή είχε παράσει η ώρα. Ο κ. Γώτης είχε την ευγένεια να προσφέρει στη Βιβλιοθήκη του σχολείου μας αντίτυπα των βιβλίων του.

Κατηγορίες: ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΕΙΣ. Ετικέτες: . Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *