Διευθυντής: ΜΠΟΝΑΤΣΟΣ ΒΛΑΣΗΣ – ΠΕ17
Τηλ. 24610-37563
Υποδιευθυντής:
Υποδιευθυντής:
Διεύθυνση: Ανδρέα Κάλβου 1, Κοζάνη 50100
Τηλέφωνο: 24610-25812
Φαξ: 24610-37155
email: 2lykkoza@sch.gr
Ανδρέα Κάλβου 1, Κοζάνη 50100, τηλ. 24610-25812
Διευθυντής: ΜΠΟΝΑΤΣΟΣ ΒΛΑΣΗΣ – ΠΕ17
Τηλ. 24610-37563
Υποδιευθυντής:
Υποδιευθυντής:
Διεύθυνση: Ανδρέα Κάλβου 1, Κοζάνη 50100
Τηλέφωνο: 24610-25812
Φαξ: 24610-37155
email: 2lykkoza@sch.gr
Χριστούγεννα
ΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟ ΦΩΣ
-Νυχτωμένοι στρατοκόποι,
στά σκοτάδια πού γυρνᾶτε,
σάν τί νά ‘ναι πού ζητᾶτε;
Τόσος δρόμος, τόσοι κόποι
μές στό σκοτεινό στρατί
τ’ ἀνηφορικό, γιατί,
νυχτωμένοι στρατοκόποι;
Νά! Σέ λίγο ἀρχίζει ἡ μπόρα:
Σύγνεφα, βροντή, καπνός·
καί τό λιγοστό ἀστροφῶς,
πού σᾶς σιγοφέγγει τώρα,
ὅπου νά ‘ν’ κι αὐτό θά σβήσει.
Καί σεῖς τρέχετε, γυρνᾶτε,
λές καί βιάζεστε νά πᾶτε
σέ νυχτερινό μεθύσι.
Τόσος δρόμος, τόσοι κόποι!
Σάν τί νά ‘ναι πού ζητᾶτε
στά σκοτάδια πού γυρνᾶτε,
νυχτωμένοι στρατοκόποι;
– Τί ζητᾶμε; Φῶς, διαβάτη:
Εἶν’ ὁ πόθος ὁ βαθύς
κάθε ἀνθρώπινης ψυχῆς.
Σάν ποιό νά ‘ν’ τό μονοπάτι
πού στό φῶς θέ νά μᾶς φέρει;
Ἄχ! κανείς μας δέν τό ξέρει.
Φῶς ζητᾶμε, Φῶς, διαβάτη.
Πήραμ’ ἕνα γιδοστράτι
καί χυθήκαμε στά σκότη
ἀπ’ τήν πρώτη μας τή νιότη.
Καί ζητᾶμε κι ὅλο πᾶμε
κι ὅσο πᾶμε καί ζητᾶμε.
Πόσα χρόνια πᾶνε τώρα;
Χίλια; Δυό χιλιάδες; Τρεῖς;
Μέτρησέ μας τα ἄν μπορεῖς.
Μέ τήν ἴδια πάντα φόρα,
στό σκοτάδι, στ’ ἀστροφῶς,
τριγυρνᾶμε σάν ἀλῆτες,
νυχτωμένοι παρωρίτες,
καί γυρεύουμε τό Φῶς.
Πήγαμε στή Βαβυλώνα,
στό Θιβέτ, στήν Καρχηδόνα,
στῆς Αἰγύπτου τίς ἐρμιές.
Μᾶς ἐμάθαν ὅλ’ οἱ δρόμοι
κι ὅλες οἱ νεροσυρμές
ὥς τήν Κίνα κι ὥς τή Ρώμη.
Τϊποτα! Νεκρές ἐλπίδες!
Δέν ἐβρήκαμε παρά
λιγοστές χλωμές ἀχτίδες.
Φῶς ζητᾶμε, Φῶς, διαβάτη.
Ξαναπαίρνουμε φτερά
καί πετᾶμε νύχτα-μέρα
ἀπ’ τό Νεῖλο στόν Εὐφράτη
κι ὥς τίς θάλασσες κι ὥς πέρα.
Τρέξαμε στό Καπιτώλιο
καί στό βράχο τόν αἰώνιο
κι ἀνεβήκαμε κι αὐτές
τοῦ Ὀλύμπου τίς κορφές.
Μά κι ἐδῶ ἡ χαρά σάν πρῶτα
σβήστηκε σάν λευκαφρός:
Ἦταν φῶτα, χίλια φῶτα,
μά δέν ἤτανε τό Φῶς…
Καί κινήσαμε καί πάλι
καί ριχτήκαμε ξανά
στά λαγκάδια, στά βουνά,
στά σκοτάδια καί στήν πάλη.
Καί γυρνᾶμε σάν ἀλῆτες,
νυχτωμένοι παρωρίτες,
στό σκοτάδι στ’ ἀστροφῶς.
Ἄχ! πονόψυχε διαβάτη,
πές ἐσύ, ποιό μονοπάτι
θά μᾶς φέρει πρός τό Φῶς;
– Κουρασμένοι στρατοκόποι,
πού σᾶς εἶδαν τόσοι τόποι,
πού σᾶς θόλωσαν τό μάτι
καταιγίδα, ἀνεμοζάλη,
δίψα, θλίψη, φόβος, μπόρα,
πάρτε καί τό μονοπάτι
τό φτωχό, πού θά σᾶς βγάλει
πρός τῆς Βηθλεέμ τή χώρα.
Εἶν’ τό ἴδιο τό στρατί
τό ματόβρεχτο πού φθάνει
στό μαρτυρικό στεφάνι
κι ὥς τό Γολγοθᾶ κρατεῖ.
Ἀκλουθᾶτε το, ἀκλουθᾶτε:
Ἀπ’ τή φάτνη ὥς τό Σταυρό
μπόρεσα κι ἐγώ νά βρῶ
τ’ ἄυλο Φῶς π’ ἀναζητᾶτε.
Γ. Βερίτης
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥΣ
Λειτουργός Θεοῦ
«῎Α! ᾿Εκπαιδευτικός! Σπουδαία δουλειά! Πᾶς – ἔρχεσαι, δέν κάνεις τίποτα…». Τήν κοίταξα γιά λίγο σιωπηλή, δίχως νά δώσω ἀπάντηση. Στά χείλη της ἄκουγα ἀκόμη μιά φορά τό σχόλιο, πού συμμερίζεται σχεδόν μιά κοινωνία ὁλόκληρη, γιά κείνους πού διδάσκουν τά παιδιά της… ῎Εμεινα μόνο σκεφτική μπροστά στήν ἐπιπόλαιη ἀφέλεια τοῦ κόσμου μας, πού τόσο ἀστόχαστα ξεγύμνωσε τίς λέξεις… Κάποτε «ἐκπαιδευτικός» σήμαινε «λειτουργός». Μά τώρα τούτη ἡ λέξη ἡ ὑπέροχη, πού ξεπηδᾶ κελαρυστή ἀπό τή νερομάνα τῆς ἀρχαίας γλώσσας μας κι ἀπό τό ἀλληλέγγυο πολίτευμα τῆς δημοκρατικῆς ᾿Αθήνας, μίκρυνε θλιβερά μέσα στίς ἀλειτούργητες ψυχές μας. Κι ὅμως -μ᾿ ὅλες τίς ἀβαρίες πού φορτώσαμε τή γλώσσα μας καί τήν ψυχή μας- θά ἤθελα νά πῶ στή νεαρή μου φίλη πώς νά ᾿σαι ἐκπαιδευτικός σημαίνει ἀκόμα νά ᾿σαι λειτουργός. Εἶναι ἡ ἀλήθεια πού μοῦ μάθανε κεῖνοι πού διάλεξαν νά μείνουνε πιστοί στήν ὀμορφιά τῆς ἑλληνίδας λέξης μας καί πρόσθεσαν σ᾿ αὐτήν ἕνα συμπλήρωμα, γιά νά φυλάγει ἀμόλευτη τούτη τήν ὀμορφιά ἀπ᾿ τή φθορά τοῦ μέσα καί τοῦ ἔξω κόσμου τους. Εἶναι ἐκεῖνοι πού μοῦ δίδαξαν, σάν μοῦ χαρίστηκε νά κοινωνήσω στήν ψυχή τους, πώς νά ᾿σαι ἐκπαιδευτικός θά πεῖ νά εἶσαι λειτουργός Θεοῦ· νά τοῦ προσφέρεις τήν ἀσίγαστη λατρεία σου· ὅλος σου ὁ ἑαυτός σάν ἕνα πρόσφορο, πού τεμαχίζεται ἀξόδευτο στό μυστικό θυσιαστήριο τῆς καρδιᾶς σου. Νά ᾿σαι ἐκπαιδευτικός θά πεῖ νά ξεφυλλίζουνε οἱ νύχτες σου σκυφτές τίς ἀνοιχτές σελίδες τῶν βιβλίων σου… νά ξαγρυπνοῦν σκυφτές οἱ νύχτες σου, γιά νά ἑτοιμάσουνε τόν ἥλιο, νά ζωγραφίσει μέσα στίς ψυχές μαντατοφόρους οὐρανούς στό αὔριό μας. Νά ᾿σαι ἐκπαιδευτικός θά πεῖ νά κουβαλᾶς στούς ὤμους σου ἐτοῦτες τίς ψυχές, βάρος γλυκό καί σταυρικό στά λυγισμένα γόνατά σου, καί νά τίς ἀκουμπᾶς στόν Κυρηναῖο σου. Νά ξεφορτώνεις ἕναν-ἕναν τούς σταυρούς σου ἀπάνω στόν δικό του· ἐκεῖνο τό παιδί πού τό σαλεύει τό κακό· κι αὐτό πού ἦρθε σήμερα ἀφρόντιστο ἀπό τά χέρια μιᾶς μητέρας· καί τ᾿ ἄλλο πού σέ ἱκέτεψε μέ πεινασμένα μάτια γιά ἕνα χαμόγελο… Νά ᾿σαι ἐκπαιδευτικός θά πεῖ νά στέκεσαι ἀνοχύρωτος μέσα σέ τόση πεινασμένη ὀδύνη μέ μόνο σου ἐφόδιο ἕνα ἀπροσμάχητο χαμόγελο, πού τό ταΐζεις θρυμματίζοντας στά μάτια τῶν παιδιῶν· μά τόση πείνα γιά στοργή πῶς νά χορτάσει; Κι ἐσύ ἀκουμπᾶς τό ἐλάχιστό σου ἀντίδωρο στά χέρια του κραυγάζοντας τή βασανιστική σου ἔνδεια· «Κύριε, τί ἐστι ταῦτα εἰς τοσούτους;», προσμένοντας νά δεῖς μέσα στό θαῦμα του πολλαπλασιασμένα τά χαμόγελα στά πεινασμένα μάτια τῶν παιδιῶν ἀπό τό ἐλάχιστο μοιράδι τῆς ψυχῆς σου. Νά ᾿σαι ἐκπαιδευτικός θά πεῖ νά περπατᾶς μέ τήν καρδιά ξεγύμνωτη στ᾿ ἀγκάθια τῆς ἀχάριστης ἀναίδειας ἐκείνου τοῦ παιδιοῦ, πού τό κουβάλαγες στούς ὤμους σου… καί σύ νά δέχεσαι ἀγόγγυστα ἐτοῦτες τίς πληγές, ὅπως ὁ Κύριός σου τίς δικές του, εὐγνωμονώντας μοναχά π᾿ ἀξιώθηκες νά μοιραστεῖς τ᾿ ἀκάνθινο στεφάνι του, γιά ν᾿ ἁπαλύνεις τόν δικό του πόνο. Νά ᾿σαι ἐκπαιδευτικός θά πεῖ νά κοινωνᾶς ἐσύ στόν πόνο τοῦ σταυροῦ, γιά νά γευτοῦν ἐκεῖνα τήν ἀνάσταση· νά λιγοστεύεις μέρα-μέρα μές στήν τάξη σου, σάν τό κερί πού τό κυρτώνει ἡ φλόγα, γιά ν᾿ ἀτενίσουνε ἐκεῖνα πάνω ἀπό σένα, πίσω ἀπό σένα, πού ξοδεύεσαι στόν πίνακα, Αὐτόν πού τά προσμένει μέ τά χέρια ἀνοιχτά, γιά νά σκορπίσει τή μετέωρη εὐλογία του. Νά ᾿σαι ἐκπαιδευτικός θά πεῖ νά τοῦ τά πᾶς ἐσύ στήν ἀγκαλιά, ὅπως τίς πρῶτες ἀγκαλιές τῆς καρποφόρας γῆς. Κι ἄν τώρα ἀνώφελα προσμένουνε τά χέρια σου νά δεματιάσουν ἀγκαλιές ἀπό τήν πεισματάρα γῆ πού ξεπετάει ἀγκάθια, νά ᾿χεις τήν πίστη πώς θ᾿ ἀτενίσεις κάποτε μέ δάκρυα κάτω ἀπ᾿ τό χρυσωμένο δειλινό χρυσός νά λαμπυρίζει ὁ καρπός πάνω στά θημωνιασμένα στάχυα σου. Σάν γέρνει ὁ ἥλιος μές στά μάτια σου, νά ᾿χεις τήν πίστη πώς θά σέ πάρουν ἀγκαλιά χέρια παιδιῶν στόν οὐρανό, θά σέ κυκλώσουνε σάν ἄγγελοι μέ τά λευκά φτερά στό νοερό θυσιαστήριο, γιά νά ντυθεῖς ἐκεῖ τά ἄμφια τῆς λαμπροφόρου Κυριακῆς ἐσύ, ὁ λειτουργός τοῦ ῎Ορθρου τῆς Μ. Πέμπτης, καί ν᾿ ἀνακράξεις ἀναστάσιμα προσφέροντας τή λειτουργία τῆς σταυρωμένης σου ζωῆς· «᾿Ιδού ἐγώ καί τά παιδία, ἅ μοι ἔδωκεν ὁ Θεός».
Μαρία ΠαστουρματζῆΦιλόλογος