«Πέρασαν έτσι κάμποσα χρόνια. Οι ραγιάδες άρχισαν κάπως ν’ ανακατώνονται. Στις εκκλησιές διαβάζανε κάτι παράξενα τροπάρια για τους Αγαρηνούς. Οι χαλκιάδες κι οι τουφεξήδες νύχτα δούλευαν τα σύνεργα του πολέμου. Τα παλικάρια γυμνάζονταν στ’ άρματα, έχυναν βόλια, τραγουδούσαν τα κλέφτικα. Α! πως έγινε και κείνο το αγουροξύπνημα! Την παραμονή του Βαγγελισμού ― Πέφτη θυμούμαι ήταν ― βλέπουμε κατά το κοντόβραδο το Σισίνη από τη Γαστούνη, το Σταματόπουλο από τα Λεχαινά και τον καπετάν Αντωνάκη από τη Μανωλάδα με καμιά τρακοσαριά παλικάρια. Ο πατέρας μου είχε ρεματισμούς και δε μπορούσε να σηκωθεί από το κρεβάτι. Με φώναζε να πάω κοντά, μου έζωσε το σπαθί, μου έδωκε το καρυοφύλλι στο χέρι […]
― Σύρε στο καλό, λέει με τρεμουλιαστή φωνή! Σα φύγουν οι Τούρκοι από το Μοριά, τότε να γυρίσεις και συ».
Απόσπασμα από το διήγημα του Ανδρέα Καρκαβίτσα, «Κρυφός καημός».
200 χρόνια μετά την Επανάσταση.
200 χρόνια Ελευθερίας.
Χρόνια μας πολλά!
Χρόνια πολλά Ελλάδα!
Σύμφωνα με τα έκτακτα μέτρα που έχουν ληφθεί για την αντιμετώπιση του κινδύνου διασποράς του κορωνοϊού COVID-19, οι εκδηλώσεις έγιναν διαδικτυακά με υπεύθυνους καθηγητές την κ.Θάνου Βασιλική και τον κ.Μαρκόπουλο Παντελή.
Αφήστε μια απάντηση