Μέσα στον Μάρτη είχαμε την χαρά να παρακολουθήσουμε την παράσταση Το δώρο της παπλωματούς από την Κιβωτό της γνώσης. Τα παιδιά είχαν ενεργό ρόλο και με την κατάλληλη μεταμφίεση έγιναν πραγματικοί ηθοποιοί ,κάτι που φυσικά τα ενθουσίασε!Λίγα λόγια για την παράσταση..
Μια φορά και έναν καιρό σ’ένα σπίτι στα ψηλά βουνά ζούσε μια Παπλωματού, ράβοντας όλη μέρα τα παπλώματα της. Κάποιοι έλεγαν ότι τα έραβε με υφάσματα που είχαν τα πιο όμορφα χρώματα, δώρο των νεράιδων, ενώ άλλοι πως τα δάχτυλά της ήταν μαγικά.
Πολλοί ήθελαν να αγοράσουν ένα από τα παπλώματα της, όμως αυτή τους απαντούσε ευγενικά: «Χαρίζω τα παπλώματα μου μόνο στους φτωχούς! Δεν είναι για τους πλούσιους και ούτε τα πουλάω!» Και πράγματι αυτό ακριβώς έκανε… Τα κρύα βράδια του χειμώνα κατέβαινε στα καλντερίμια της πόλης και σκέπαζε με τα παπλώματα της, που έραβε ολημερίς και ολονυχτίς, φτωχούς ανθρώπους που ζούσαν στο δρόμο…
Κάπου εκεί κοντά, ζούσε ένας πλούσιος βασιλιάς που αυτό που επιθυμούσε όσο τίποτα ήταν να του κάνουν συνεχώς δώρα. Τόσα πολλά ήταν τα δώρα που έπαιρνε καθημερινά μέχρι που είχε μαζέψει στο παλάτι του ότι πιο όμορφο και πολύτιμο υπήρχε σε όλο τον κόσμο! Αλλά παρ’όλο που τίποτα δεν του έλλειπε, δεν ήταν ευτυχισμένος και αναζητούσε να αποκτήσει αυτό το κάτι που θα τον έκανε να νιώσει αυτό το συναίσθημα. Γιαυτό και όταν έμαθε για τα παπλώματα της Παπλωματούς απαίτησε αμέσως από αυτή να του χαρίσει ένα. Η Παπλωματού όμως του είπε: «Θα φτιάξω το πάπλωμα που θες μόνο όταν χαρίσεις όλα τα πράγματά σου».
Ο Βασιλιάς όμως το αρνήθηκε χωρίς δεύτερη κουβέντα και διέταξε να την φυλακίσουν σε μια σπηλιά όπου ζούσε μια μεγάλη αρκούδα. Μετάνιωσε όμως για την πράξη του, επέστρεψε στην σπηλιά να την ελευθερώσει. Τότε ήταν που είδε την παπλωματού ελεύθερη, να έχει πιάσει φιλία με την αρκούδα φτιάχνοντάς της ένα μαξιλάρι από το σάλι της.
Ο Βασιλιάς ζήτησε για δεύτερη φορά από την Παπλωματού να του φτιάξει ένα πάπλωμα. Η απάντηση που πήρε όμως ήταν πάλι η ίδια. Θυμωμένος διέταξε αυτή την φορά να την αφήσουν σε ένα τόσο δα μικρό νησάκι στην μέση μιας λίμνης που μετά βίας χωρούσαν τα δυο της πόδια. Όταν όμως μετανιωμένος για άλλη μια φορά επέστρεψε να την ελευθερώσει, την βρήκε στην όχθη μαζί με τα σπουργίτια. Είχε πετάξει μέχρι εκεί με την βοήθειά τους όταν έραψε στο καθένα από αυτά ένα μικρό παλτουδάκι.
Για τρίτη φορά ο βασιλιάς ζήτησε από την Παπλωματού ένα πάπλωμα. Η απάντηση της όμως ήταν πάλι η ίδια. Αποφάσισε όμως τελικά να συμφωνήσει με αυτή και να χαρίσει τα υπάρχοντά του.
Ξεκίνησε κάνοντας το πρώτο του δώρο. Έπειτα το δεύτερο και μετά το τρίτο. Τότε ήταν που άρχιζε να σχηματίζεται κάτι σαν χαμόγελο στα χείλη του. Έτσι συνέχισε να χαρίζει τα υπάρχοντά του- μέχρι και μακρινά ταξίδια έκανε- όταν κατάλαβε ότι όσο πιο πολλά χάριζε τόσο μεγαλύτερη ήταν η χαρά που έπαιρνε από τους ανθρώπους που έδειχναν ευτυχισμένοι με τα δώρα του.
Ο βασιλιάς είχε χαρίσει όλη του την περιουσία και είχε μείνει πάμφτωχος. Ήταν όμως ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος που είχε δει η παπλωματού και φυσικά τότε του δώρισε το ωραιότερο πάπλωμα που είχε φτιάξει ποτέ! Και εκείνος για να την ευχαριστήσει της έκανε δώρο τον θρόνο του για να κάθεται εκεί αναπαυτικά και να ράβει τα παπλώματά της.
Από τότε ο βασιλιάς τριγυρνούσε στις πόλεις και έψαχνε να βρει τους πιο φτωχούς ανθρώπους για να δωρίσει τα παπλώματα της Παπλωματούς, και ήταν πάντα χαμογελαστός και γεμάτος χαρά και ευτυχία….

