ΤΑ ΞΕΝΑ ΔΑΝΕΙΑ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

Σας παρουσιάζουμε τη βασική ομιλία  που έγινε στα πλαίσια της εθνικής εορτής στις 25 Μαρτίου 2010. Είναι προφανές ότι το θέμα  της ομιλίας είναι αρκετά  επίκαιρο σε σχέση με τη σημερινή οικονομική πραγματικότητα.

Η Διευθύντρια
Σοφία Σφυρόερα

ΤΑ ΞΕΝΑ ΔΑΝΕΙΑ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

Η Ελληνική Επανάσταση του 1821, ο επικός απελευθερωτικός αγώνας του επί αιώνες υπόδουλου ελληνικού λαού, υπήρξε ο πιο σημαντικός σταθμός της ιστορίας του Νεότερου Ελληνισμού.

Σφράγισε την εθνική πορεία των Ελλήνων, αφού η επιτυχής τελική έκβασή του, μετά από εννιά χρόνια σκληρού, ηρωικού, αλλά και αιματηρού πολέμου, σε πολλά μέτωπα, σήμανε το 1830 την ίδρυση του ελληνικού κράτους και την ένταξη της Ελλάδος, ύστερα από πολλούς αιώνες, στον πολιτικό χάρτη των ανεξάρτητων κρατών της γης.

Και γύρω απ’ αυτό το αρχικά μικρό κράτος, που δεν ανταποκρινόταν στις προσδοκίες και τις θυσίες των αγωνιστών του ’21, θα συγκεντρωθεί σιγά σιγά όλος ο Ελληνισμός για να πραγματοποιήσει τη νέα του ιστορική πορεία. Ο αγώνας της εθνικής παλιγγενεσίας ήταν μακροχρόνιος, άνισος, με κορυφώσεις ηρωισμού αλλά και με περιόδους κάμψης και κατάπτωσης. Με αληθινή κατάπληξη έβλεπαν οι Ευρωπαίοι τους Έλληνες να μάχονται «για του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδος την ελευθερία», μέσα σ’ ένα διεθνές πολιτικό κλίμα που όχι μόνο δεν ήταν ευνοϊκό, αλλά ήταν σαφώς εχθρικό ή –στην καλύτερη περίπτωση– αντίθετο ή υποκριτικά «ουδέτερο». Ωστόσο, όπως λέει ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης:

«Όταν αποφασίσαμε να κάμουμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε, ούτε πόσοι είμεθα, ούτε πως δεν έχουμε άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις, ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε; “πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με τα σιταροκάραβα βατσέλια”. Αλλά, ως μια βροχή, έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της Ελευθερίας μας και όλοι και οι κληρικοί και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτόν το σκοπό και εκάμαμε την επανάσταση».

Αυτή η πίστη στο δίκαιο του αγώνα, το όραμα της ελευθερίας κατόρθωσε τότε να σφυρηλατήσει την εθνική συνείδηση των Ελλήνων, να αναπτύξει την εθνική τους ενότητα και να εμπνεύσει τις επόμενες  γενιές για διαδοχικές εξορμήσεις και απελευθερώσεις ώστε να λάβει η Ελλάδα τη σημερινή της μορφή.

Ακόμη, σε καιρούς απογοήτευσης και δοκιμασίας, εμψύχωσε τους αλύτρωτους Έλληνες και τους έδωσε τη δύναμη για καρτερία και αντίσταση, μέχρι να μπορέσουν να πετύχουν κι αυτοί την εθνική τους αποκατάσταση και ένταξη στον εθνικό κορμό.

Ταυτόχρονα, η Ελληνική Επανάσταση υπήρξε κορυφαίο πολιτικό γεγονός και για την ίδια την ιστορία της Ευρώπης, αφού απασχόλησε την ευρωπαϊκή διπλωματία, ενεργοποίησε τις φιλελεύθερες συνειδήσεις, προκάλεσε το φιλελληνικό κίνημα, όπλισε με προσδοκίες τους ευρωπαϊκούς λαούς που αναζητούσαν την εθνική τους δικαίωση, παρέσυρε κυβερνήσεις μεγάλων δυνάμεων να ενδιαφερθούν, θετικά ή αρνητικά, και στο τέλος να υποχρεωθούν να συνεργασθούν και να συνυπογράψουν τα πρωτόκολλα για την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους.

Αλλά οι επαναστατικοί αγώνες (όπως άλλωστε και κάθε είδους αγώνας) δεν κερδίζονται μόνο με την αυτοθυσία και τον ενθουσιασμό, αλλά απαιτείται και η συνδρομή άλλων παραγόντων, όπως η διπλωματία και η ύπαρξη υλικής υποστήριξης. Έτσι, στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία της οικονομικής κρίσης που ζει η πατρίδα μας, κρίνεται σκόπιμο να αναφερθούμε σήμερα στις προσπάθειες που έγιναν για την ενίσχυση του Αγώνα μέσω δανείων, φωτίζοντας πολύ από το σκοτεινό παρασκήνιο της εποχής.

Οι πρώτες απόπειρες για δάνειο

Ήδη, από το Νοέμβριο του 1821, η τοπική εξουσία της Ανατολικής Στερεάς «Άρειος Πάγος», μετά από υπόδειξη του φιλέλληνα καθηγητή στο Μόναχο Ειρηναίου Θείρσιου, έστειλε στη Γερμανία τον Θεοχάρη Κεφαλά και τον Χ. Δροσινό για να διαπραγματευθούν δάνειο 150.000 φλορινίων. Οι απεσταλμένοι επέστρεψαν στο τέλος του 1822, έχοντας συνομολογήσει δύο δάνεια: ένα στη Ζυρίχη (40.000 φλορίνια) κι ένα στη Μασσαλία (62.000 φλορίνια). Η ελληνική κυβέρνηση επικύρωσε την οφειλή και παρήγγειλε δύο κανόνια και άλλα στρατιωτικά είδη που δεν έφτασαν ποτέ στην Ελλάδα, αφού τα γερμανοελβετικά φιλελληνικά κομιτάτα συμψήφισαν το δάνειο των 150.000 φλορινίων με τις δαπάνες του εξοπλισμού μιας «λεγεώνας» Γερμανών, που εμφανίστηκαν στην Ύδρα και θέλοντας να επιδείξουν τη στρατιωτική τους πείρα με μια χαιρετιστήρια ομοβροντία, εισέπραξαν τα γιουχαΐσματα των Υδραίων, αφού τα χρυσοπληρωμένα τουφέκια τους δεν πήραν φωτιά, γιατί ήταν σκουριασμένα!

Το 1822 και επ’ ευκαιρία τον Συνεδρίου των Ευρωπαίων ηγεμόνων στη Βερόνα της Ιταλίας, στάλθηκε εκεί ελληνική επιτροπή αποτελούμενη από τους Παλαιών Πατρών Γερμανό και Ανδρέα Μεταξά, με συνοδό το Γάλλο φιλέλληνα ναύαρχο Φίλιππο Ζουρνταίν. Με εξουσιοδότηση του Μεταξά, ο Ζουρνταίν προσπάθησε να βρει πιστωτές και τους βρήκε στο πρόσωπο των πληρεξουσίων του Τάγματος των Ιπποτών του Aγίου Ιωάννου της Ιερουσαλήμ, στο οποίο ανήκε και ο ίδιος! Οι Ιωαννίτες, μέλη ενός θρησκευτικού ιπποτικού τάγματος που είχε ιδρυθεί το έτος 1309 και δεν διέθετε εδαφικές κτήσεις, πρόσφεραν τη μεσολάβηση τους για τη σύναψη δανείου 10 εκατομμυρίων επ’ ονόματι της ελληνικής κυβέρνησης, με τον όρο να τους δίνονταν τα νησιά Ρόδος, Κάρπαθος, Αστυπάλαια, Σύρος και Οινούσες (της Νοτιοδυτικής Πελοποννήσου) μετά την απελευθέρωσή τους. Παρότι τόσο ο Ζουρνταίν όσο και άλλοι Έλληνες του εξωτερικού (όπως ο μητροπολίτης Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιος) συνέστησαν αποδοχή της πρότασης των Ιωαννιτών, η Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδος την απέρριψε χωρίς άλλη συζήτηση. Την ίδια εποχή έγιναν κι άλλες απόπειρες σύναψης δανείου, όμως ήταν ασήμαντες. Μόνο μία, του Άγγλου Ρούμπενταλ, συζητήθηκε. Δίνονταν 40 εκατομμύρια γρόσια με τιμή έκδοσης 50% και τόκο 6%, το δε τοκοχρεολύσιο θα εισέπρατταν αυτοπροσώπως Άγγλοι από τις εθνικές προσόδους. Όμως η Αγγλία ήταν τότε ύποπτη στα μάτια των επαναστατών και καθετί που προερχόταν από αυτή θεωρείτο ύποπτο, ακόμη και οι προσφορές των Άγγλων φιλελλήνων.

Το πρώτο δάνειο το 1824

Ωστόσο, οι οικονομικές ανάγκες ήταν πιεστικές και μόνο ένα μεγάλο εξωτερικό δάνειο θα βοηθούσε στην αντιμετώπιση των άμεσων αναγκών. Το 1823 διορίστηκε η επιτροπή του δανείου, αποτελούμενη από τον Ανδρέα Λουριώτη, σημαίνοντα απόστολο της Φιλικής Εταιρείας, τον Ι. Ορλάνδο και τον Ι. Ζαΐμη. Κατά τις οδηγίες του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, έπρεπε να συνάψουν εμπορικές και πολιτικές σχέσεις με τη Αγγλία, αλλά να φαίνεται ότι μοναδικός σκοπός τους ήταν η σύναψη του δανείου. Τον Νοέμβριο του 1823 συνάντησαν στην Κεφαλονιά τον λόρδο Byron και συζήτησαν μαζί του το θέμα του δανείου. Όταν έφτασαν στο Λονδίνο (14 Ιανουαρίου 1824) διαπίστωσαν ότι υπήρχε δυσμενές κλίμα απέναντι στους Έλληνες. Τα μέλη της Επιτροπής ήρθαν σε απευθείας επαφή με τον Άγγλο υπουργό Τζορτζ Κάνινγκ και τη Φιλελληνική Επιτροπή – το περίφημο Φιλελληνικό Κομιτάτο – του Λονδίνου, που βοήθησε άμεσα στη διαπραγμάτευση για το δάνειο. Τότε στη χρηματαγορά του Λονδίνου υπήρχε μεγάλη κρίση. Υπήρχαν μεγάλα διαθέσιμα κεφάλαια και με χαμηλούς τόκους, οι δε κεφαλαιούχοι ενδιαφέρονταν για την τοποθέτηση των κεφαλαίων τους σε περιοχές με όχι σταθερό καθεστώς, αρκεί να εξασφάλιζαν μεγάλο τόκο. Έτσι άρχισαν να δανειοδοτούν χώρες που δεν είχαν ακόμη γίνει ανεξάρτητες, κυρίως στη Λατινική Αμερική. Η Φιλελληνική Επιτροπή του Λονδίνου, αποτελούμενη από σαράντα και πλέον τραπεζίτες και εμπόρους, συμφώνησε για τη σύναψη τον δανείου και την 21η Φεβρουαρίου υπογράφτηκε το πρώτο εξωτερικό δάνειο των 800.000 λιρών, με τόκο 5%. Ως εγγύηση δίνονταν όλα τα δημόσια έσοδα (από τελωνεία, αλυκές κ.λπ.) για την πληρωμή των τόκων, και όλα τα εθνικά κτήματα για την εξόφληση του κεφαλαίου.

Όμως από το ποσό των 800.000 λιρών του δανείου αφαιρέθηκαν προκαταβολικά το χρεώλυτρα και οι τόκοι δυο ετών, προμήθειες, διάφορα έξοδα κ.λπ. και τελικά εισπράχθηκαν από τους ‘Ελληνες μόνο 298.700 λίρες! Στην πραγματικότητα, με το τοκογλυφικό αυτό δάνειο η Ελλάδα υποδουλωνόταν στους κεφαλαιούχους της χρηματαγοράς του Λονδίνου, οι οποίοι εξυπηρετούσαν τα μυστικά συμφέροντα τους. Παράλληλα, ενίσχυε τον οικονομικό και πολιτικό ρόλο της χώρας τους στην Εγγύς Ανατολή. Εντούτοις η Ελληνική Επιτροπή θεώρησε τη σύμβαση ευνοϊκή, γιατί οι όροι της ήταν καλύτεροι από εκείνους αντί ατυχών δανείων που πήραν από άλλες χώρες, όπως το Μεξικό, η Ισπανία και η Κολομβία! Ωστόσο, αυτή η Επιτροπή δεν απέφυγε τις υποψίες για προμήθειες ενώ οι Άγγλοι θα βρουν εξαιτίας τους την ευκαιρία να επεμβαίνουν στα ελληνικά πράγματα.

Άλλοι ωστόσο ιστορικοί τόνιζαν το ότι η σύναψη του δανείου ήταν γεγονός σημαντικότερο από μία στρατιωτική νίκη, αφού οι Άγγλοι θα είχαν συμφέρον να ευοδωθεί ο ελληνικός αγώνας. Ουσιαστικά μάλιστα οι Άγγλοι αναγνώριζαν έτσι την ελληνική ανεξαρτησία, άλλωστε είχε ήδη αρχίσει να διαφαίνεται μια αλλαγή της εξωτερικής τους πολιτικής οπωσδήποτε ευνοϊκή για τους Έλληνες.

Πάντως, ο Αμερικανός φιλέλληνας Σάμουελ Χάου μιλάει για κατασπατάληση των χρημάτων από την ελληνική κυβέρνηση. Κατ’ αυτόν, τα περισσότερα ξοδεύτηκαν για τo στόλο κι όχι για το στρατό και χορηγήθηκαν αφειδώς βαθμοί και αυξήσεις στους μισθούς των φιλοκυβερνητικών. Ο ίδιος μας πληροφορεί επίσης ότι ο Ι. Ορλάνδος κράτησε 5.900 λίρες, γιατί τάχα το ποσό αυτό χρωστούσε η κυβέρνηση στη γυναίκα του.

Εδώ να σημειώσουμε ότι οι πληρεξούσιοι για την διαπραγμάτευση Ορλάνδος και Λουριώτης έζησαν στο Λονδίνο σαν μεγάλοι άρχοντες και ξόδεψαν 5.045(!) λίρες, όταν οι συμπατριώτες τους πέθαιναν από την πείνα…

Το δεύτερο δάνειο το 1825

Την ανάγκη για τη σύναψη του δεύτερου δανείου δεν επέβαλε μόνο η αχρηματία που υπήρχε μετά την εξάντληση των χρημάτων του πρώτου, αλλά και η ανάγκη να αντιμετωπιστεί ο Ιμπραήμ, εκτός από τον τακτικό στρατό και με σύγχρονα ναυτικά μέσα. Έτσι, η κυβέρνηση ανέθεσε στην επιτροπή Λουριώτη-Ορλάνδου τη σύναψη νέου δανείου. Στις 7 Φεβρουαρίου 1825 υπογράφτηκε στο Λονδίνο δάνειο 2.000.000 λιρών με πιστωτές τους εβραϊκής καταγωγής τραπεζίτες αδελφούς Ρικάρντο. Τελικά, μέσω ενός απίστευτου παρασκηνίου, μετά την εκκαθάριση του ποσού έμειναν μόνο 816.000 λίρες και από αυτές έφτασαν στην κυβέρνηση 230.000. Όταν άρχισαν να φτάνουν χρήματα στην Ελλάδα, οι Έλληνες άρχισαν να πυροβολούν από χαρά και να παιανίζουν το «God save the King»! Πλήθος στρατιωτικών και καλαμαράδων έσπευσαν να προβάλουν τις αξιώσεις τους. Εξάλλου τώρα αρχίζει η απροκάλυπτη επέμβαση στα πράγματα της Επανάστασης: Τα μέλη της Φιλελληνικής Επιτροπής του Λονδίνου, που είχαν ποντάρει στην επιτυχία του ελληνικού αγώνα και τώρα, με την αιγυπτιακή επιδρομή, κινδύνευαν να χάσουν τα χρήματα τους, ύστερα από πιέσεις υποχρέωσαν τον Λουριώτη και τον Ορλάνδο να προσληφθεί ως αρχηγός του νέου στόλου ο Άγγλος ναύαρχος Κόχραν, ο οποίος είχε αποκτήσει φήμη για τα κατορθώματα του ως αρχηγός του στόλου της Βραζιλίας. Παράλληλα, οι δανειστές μας, οι αδελφοί Ρικάρντο, χωρίς να ενημερώσουν τους Έλληνες αντιπροσώπους, ανέθεσαν την κατασκευή έξι ατμοκίνητων πλοίων, που θα βοηθούσαν τον Αγώνα. Τελικά αποκαλύπτεται ότι το ίδιο ναυπηγείο είχε αναλάβει ταυτόχρονα και τη ναυπήγηση δέκα πλοίων για τον Μεχμέτ Αλή πατέρα του ίδιου του Ιμπραήμ.

Τελικά, το 1826 έφτασε το πρώτο ατμόπλοιο, η «Καρτερία», το 1827 η «Επιχείρηση» και το 1828 ο «Ερμής». Στα τέλη του 1829 έφτασε άλλο ένα ατμόπλοιο στην Ελλάδα, ενώ τα άλλα τρία σάπισαν στον Τάμεση από έλλειψη χρωμάτων για την αποπεράτωσή τους! Παράλληλα με τα ατμόπλοια, είχαν παραγγελθεί σε ναυπηγείο της Αμερικής δύο φρεγάτες οπλισμένες με κανόνια.

Τελικά, ενώ είχαν σταλεί εκεί 750.000 δολάρια, παραδόθηκε μόνο η φρεγάτα «Ελλάς» που στοίχισε 300.000 δολάρια. Τα υπόλοιπα 450.000 δολάρια σπαταλήθηκαν από Αμερικανούς πολίτες!

Όπως έγραψε ο Βαυαρός Γεώργιος Μάουρερ, που χρημάτισε αργότερα αντιβασιλιάς στην Ελλάδα, «όλοι όσοι ανακατεύθηκαν με αυτά τα δύο δάνεια έγιναν τελικά πλούσιοι και μόνο ο άμεσα ενδιαφερόμενος (η φτωχή Ελλάδα) έμεινε με αδειανά χέρια». Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι τα δύο δάνεια που συνάφθηκαν για να κάνουν την Ελλάδα ανεξάρτητο κράτος, τελικά της δημιούργησαν στενούς δεσμούς εξάρτησης, που υποθήκευσαν το μέλλον των παιδιών της για πολλές δεκαετίες.

Να κλείσουμε επιχειρώντας μια απάντηση στην ερώτηση « εξοφλήθηκαν και πότε τα περίφημα εκείνα δάνεια»; Ορισμένοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι η εξόφληση τους έγινε μόλις πριν λίγες δεκαετίες. Άλλοι όμως λένε πως η κατακράτηση μέρους του ελληνικού αποθεματικού χρυσού στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο από την Αγγλία έχει σχέση με τα περιβόητα εκείνα δάνεια…

Τελειώνοντας με αυτή την πικρή αναδρομή σε μια από τις πιο θλιβερές σελίδες της Ελληνικής Επανάστασης, που πιστεύουμε όμως ότι είναι ιδιαίτερα επίκαιρη σε αυτή τη δύσκολη περίοδο που περνάει ο τόπος, θυμίζουμε ένα απόσπασμα από τον στρατηγό, Γιάννη Μακρυγιάννη, που μακάρι να εμπνεύσει όλους μας και ιδίως όσους μας κυβερνάνε:

«Τούτην την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί και αμαθείς και στρατιωτικοί και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι. Όσοι αγωνιστήκαμεν, αναλόγως ο καθείς, έχομεν να ζήσωμεν εδώ. Το λοιπόν δουλέψαμεν όλοι μαζί, να την φυλάμεν κι όλοι μαζί.
Και να μην λέγει ούτε ο δυνατός “εγώ”, ούτε ο αδύνατος. Ξέρετε πότε να λέγη ο καθείς “εγώ”; Όταν αγωνιστή μόνος του και φκιάση ή χαλάση, να λέγη “εγώ”. Όταν όμως αγωνίζωνται πολλοί και φκιάνουν, τότε να λέη “εμείς”. Είμαστε εις το “εμείς” και όχι εις το “εγώ”. Και εις το εξής να μάθωμεν γνώση, αν θέλωμεν να φκιάσωμεν χωριόν, να ζήσωμεν όλοι μαζί».