Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΒΙΑΣ

(ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΗ  ΕΡΕΥΝΑ)

Μαργιού   Καλλιόπη

ΘΑΣΟΣ   1/9/2016

 

ΓΕΝΙΚΑ

Η σχολική βία και ο σχολικός εκφοβισμός αποτελούν ένα σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα που ταλαιπωρεί πολλά παιδιά, γονείς, εκπαιδευτικούς αλλά και την κοινωνία. Μπορεί , η σχολική βία, να έχει σοβαρές αρνητικές συνέπειες που διαρκούν και γι αυτό χρειάζεται έγκαιρη και συστηματική αντιμετώπιση.
Ο Owlets ορίζει ως εκφοβισμό ή θυματοποίηση την κατάσταση στην οποία ο μαθητής εκτίθεται επανειλημμένα και για κάποιο χρονικό διάστημα σε αρνητικές πράξεις άλλου ή άλλων μαθητών, που εκδηλώνονται ως μορφές επιθετικής συμπεριφοράς (Owlets, 1995).
Η αιτιολογία του εκφοβισμού στο σχολείο αναζητείται στη δυναμική αλληλεπίδραση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της προσωπικότητας των παιδιών που εμπλέκονται σε αυτού του είδους τα επεισόδια, του οικογενειακού περιβάλλοντος, του ψυχολογικού κλίμα- τος του σχολείου, των στάσεων που έχουν διαμορφωθεί στην κοινότητα των συνομηλίκων, καθώς επίσης και των γενικότερων προβλημάτων και διεργασιών που τείνουν να ενισχύουν αντικοινωνικές συμπεριφορές (Χατζηπέμος, 2007).

Πολλοί πιστεύουν πως σχολική βία υφίσταται μόνο όταν το παιδί – δράστης επιτεθεί σπρώχνοντας, κλωτσώντας ή χτυπώντας το παιδί θύμα. Αυτό όμως δεν είναι αλήθεια. Σχολική βία μπορεί να ασκηθεί και με πολλούς πλάγιους τρόπους όπως να λένε στο παιδί – θύμα άσχημα πράγματα και να το κοροϊδεύουν, να το αποκλείουν από παρέες, να του κλέβουν ή να του καταστρέφουν τα πράγματά του, να το αγνοούν, να το ειρωνεύονται εξαιτίας της προφοράς του, της θρησκείας του, της χώρας του, του χρώματός του, να του στέλνουν απειλητικά ή κοροϊδευτικά μηνύματα.
Για την σχολική βία ευθύνεται πολλές φορές και το σχολείο. Όταν ανέχεται, δικαιολογεί ή αδιαφορεί για τα περιστατικά σχολικής βίας, όταν ενδιαφέρεται περισσότερο για τους βαθμούς και λιγότερο για τη συμπεριφορά των μαθητών, όταν προωθεί την ανταγωνιστικότητα και όχι την συνεργασία ανάμεσα στα παιδιά ή όταν είναι πολύ αυστηρό και δεν επικοινωνεί με τα παιδιά.

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ

Ο ρόλος του εκπαιδευτικού είναι σημαντικός , καταλυτικός και απαραίτητος στην αντιμετώπιση της σχολικής βίας, για αυτό και υπάρχει ανάγκη εξειδικευμένης και συνεχιζόμενης επιμόρφωσης και ενδυνάμωσης των εκπαιδευτικών, ώστε να αναλαμβάνουν ενεργότερο ρόλο και να συνεργάζονται λειτουργικά στα σχολεία τους.
Οι Demaray & Malecki (2003) σε έρευνα που πραγματοποίησαν, βρήκαν ότι τα παιδιά θύτες παραδέχονται ότι αισθάνονται μικρή κοινωνική υποστήριξη από την οικογένεια και το σχολείο, ενώ περισσότερη από την παρέα τους.
Ομάδα του Πανεπιστημίου του Yale (Dollard, et al., 1939) αντιμετωπίζει την επιθετικότητα ως αποτέλεσμα βίωσης κοινωνικών καταστάσεων που οδηγούν το άτομο σε ματαίωση, σε διακοπή, δηλαδή, μιας εμπρόθετης δράσης, μιας προσπάθειας επίτευξης κάποιου σημαντικού για το άτομο στόχου.
Σύμφωνα με τον Byrne (1991, ό.π. αναφ. στο Kahn et al, 2012), οι στάσεις και οι συμπεριφορές των μαθητών αποτελούν για τους εκπαιδευτικούς το δεύτερο σημαντικότερο παράγοντα άγχους). Όσον αφορά στην παρέμβαση των εκπαιδευτικών απέναντι στα περιστατικά σχολικού εκφοβισμού, έρευνα των Ziegler & Rosenstein- Manner (1991, ό.π. αναφ. στο Mishna et al, 2005), έδειξε ότι οι μαθητές αναφέρουν πως μόλις το 25% των εκπαιδευτικών συνήθως παρεμβαίνουν στα περιστατικά εκφοβισμού που παρατηρούνται, ενώ αντίστοιχα οι εκπαιδευτικοί αναφέρουν ότι το 75% αυτών συνήθως παρεμβαίνει. Την ίδια άποψη επισημαίνουν και οι Atlas & Pepler το 1998, οι οποίοι βρήκαν ότι οι εκπαιδευτικοί δεν παρεμβαίνουν πάντα στα περιστατικά εκφοβισμού, σύμφωνα με τους μαθητές τους

Οργάνωση σχολικής τάξης

Η οργάνωση και διαχείριση της τάξης, από την πλευρά του εκπαιδευτικού ,πρέπει να είναι τέτοια που να αποτρέπει συμπεριφορές σχολικής βίας .
Με ευθύνη του υπεύθυνου εκπαιδευτικού, να γίνεται στο ξεκίνημα της χρονιάς μια συζήτηση με τους μαθητές για τις βασικές αρχές που διέπουν τις σχέσεις τους, τους στόχους τους και τους τρόπους επίλυσης τυχόν διαφορών, διαφωνιών, εντάσεων, παρενοχλήσεων, κ.λπ. Από τη συζήτηση αυτή μπορεί να προκύπτει ένα «Συμβόλαιο Σχολικής Τάξης» που αναρτάται στον τοίχο, ώστε να γίνεται επίκληση αυτού, όποτε παρουσιάζεται κάποιο πρόβλημα. Σε τακτικά χρονικά διαστήματα (π.χ. μια φορά τη βδομάδα), οι μαθητές μπορούν να συζητούν με τον υπεύθυνο εκπαιδευτικό για την πορεία και εξέλιξη της τάξης ως ομάδας, των σχέσεων, των κοινών στόχων, κ.λπ. Η συζήτηση αυτή θα πρέπει να γίνεται σε ένα ευέλικτο σχήμα, π.χ. με την τοποθέτηση των παιδιών σε κύκλο, ώστε να υφίσταται άμεση οπτική επαφή μεταξύ τους.

Ο ρόλος του εκπαιδευτικού στην συνέχεια, πρέπει να επικεντρώνεται σε δυο στάδια , στην πρόληψη και κατόπιν στη διαχείριση του περιστατικού της σχολικής βίας.

Πρόληψη

Να εξηγούν εγκαίρως στους μαθητές τους την έννοια και το περιεχόμενο των Δικαιωμάτων του Παιδιού, έτσι ώστε να κατανοούν τη σοβαρότητα και την αξία του σεβασμού στη ζωή και ευημερία τους . Να δίνουν έμφαση στην κατανόηση όλων των δικαιωμάτων και στην προσεκτική στάθμισή τους όταν αυτά συγκρούονται, ιδίως δε στα δικαιώματα του σεβασμού της προσωπικότητας, της ελεύθερης έκφρασης της γνώμης, εφόσον δεν προσβάλλει δικαιώματα άλλων, στο δικαίωμα προστασίας από κάθε μορφή αθέμιτης διάκρισης (λόγω φύλου, καταγωγής, εμφάνισης, κοινωνικής προέλευσης κλπ) και βίας, στο δικαίωμα στην εκπαίδευση και στην εύρυθμη λειτουργία του σχολείου, στην προστασία της ιδιωτικής ζωής και των προσωπικών δεδομένων, στο δικαίωμα πρόσβασης στην ενημέρωση, κ.λπ. – Να μάθουν στα παιδιά, με βιωματικό τρόπο, να λαμβάνουν υπόψη τους τα συναισθήματα των άλλων συνομηλίκων και να μπορούν να μπαίνουν στη δική τους θέση. – Να προωθούν ενδιαφέρουσες και συναρπαστικές ομαδικές δραστηριότητες στους μαθητές τους, διευκολύνοντας την προσέγγιση, συνεργασία τους και γεφύρωση των τυχόν διαφορών τους. – Να βοηθούν τους μαθητές τους στην επικοινωνία και στην συμφωνία μεταξύ τους κανόνων, που να διέπουν τις σχέσεις τους και τρόπων επίλυσης συγκρούσεων και αντιμετώπισης επιθετικών-βίαιων συμπεριφορών.

Διαχείριση

Ο καλύτερος τρόπος διαχείρισης της τάξης είναι η δημιουργία συνθηκών για την πρόληψη των πειθαρχικών προβλημάτων. Τρεις είναι οι βασικότερες συνθήκες για την πρόληψη των προβλημάτων στη διαχείριση της τάξης: η θέσπιση κανόνων, η ανάρτησή τους και η στήριξή τους από ένα σύστημα ενίσχυσης.

Κανόνες

Οι κανόνες θα πρέπει να είναι λίγοι, να έχει συζητηθεί η χρησιμότητά τους, να υπάρχει η συναίνεση των μαθητών κατά τη θέσπισή τους, να έχουν αναρτηθεί στο χώρο της τάξης, να επαναλαμβάνονται σε τακτά χρονικά διαστήματα και να προσαρμόζονται όταν οι συνθήκες το απαιτούν.
Ενίσχυση

Η ενίσχυση μπορεί να παρέχεται α) σε κλίμακα σταθερής αναλογίας, σύμφωνα με την οποία, κάθε φορά που ο μαθητής φέρεται με γνώμονα τους κανόνες, αμείβεται, β) σε σταθερά χρονικά διαστήματα, όπου κάθε φορά που παρέρχεται ένα συγκεκριμένο και προκαθορισμένο σταθερό χρονικό διάστημα, κατά το οποίο ο μαθητής φέρεται σύμφωνα με τους κανόνες, αμείβεται και γ) σε μεταβαλλόμενα χρονικά διαστήματα, όπου ο μαθητής αμείβεται αφού παρέλθει κάποιο χρονικό διάστημα, το οποίο δεν είναι σταθερό αλλά είναι, κατά μέσο όρο, προκαθορισμένο .(Μ. Κόκκινου)
Ο ρόλος του εκπαιδευτικού για την αντιμετώπιση της σχολικής βίας δεν τελειώνει με τη χρήση κανόνων και ενισχυτών.

Ο εκπαιδευτικός μπροστά στο επεισόδιο

Όταν εκδηλώνεται ενώπιών τους, και τους αναφέρεται κάποιο περιστατικό βίας μεταξύ συμμαθητών, να ακούν με προσοχή κατ’ αρχήν τους αναφερόμενους ή/και εμπλεκόμενους, και να αποφεύγουν την άμεση επιβολή κυρώσεων. – Να λειτουργούν ως αντικειμενικοί διαμεσολαβητές μεταξύ των εμπλεκομένων, σε ουδέτερο, κατά το δυνατό, χρόνο και χώρο, δίνοντας έμφαση στην ακρόαση των απόψεων των μαθητών για τα αίτια της συμπεριφοράς τους και στην κατανόηση εκ μέρους τους της ανάγκης να υπάρχει επίλυση στην όποια σύγκρουση ή επιθετική-εκφοβιστική συμπεριφορά, με αποκατάσταση της βλάβης που προκαλείται, όπως και με ρητή συμφωνία-δέσμευση για τη μη επανάληψη παρόμοιων συμπεριφορών. Δεν πρέπει να διστάζουν οι εκπαιδευτικοί να ζητήσουν τη βοήθεια ψυχολόγου όταν αυτή χρειάζεται. Ο Lorenz τονίζει τη σημασία του επιθετικού ενστίκτου στην προσπάθεια του ατόμου για επιβίωση. Η επιθετικότητα εμφανίζεται ως εσωτερική ετοιμότητα που εκδηλώνεται όχι μόνο σε περιπτώσεις αντίδρασης, δηλαδή όταν απειλείται η ασφάλεια του ατόμου, αλλά και ως ζωτική ανάγκη (Lorenz. 1966
Οι εκπαιδευτικοί όσο περισσότερο εκφοβισμό έχουν δεχθεί προσωπικά τόσο περισσότερη ενσυναίσθηση αναπτύσσουν για τα παιδιά- θύματα, έχουν μεγαλύτερη πρόθεση να συζητήσουν μαζί τους και αισθάνονται περισσότερη αυτοπεποίθηση κατά την επικοινωνία αυτή (Ellis & Shute, 2007 ; Kokko & Pörhölä, 2009).

Δράσεις εκπαιδευτικών

• Μιλήστε στο παιδί που εκφοβίζεται και ακούστε με προσοχή και σοβαρότητα αυτά που έχει να σας πει. Διαβεβαιώστε το παιδί ότι θα ανταποκριθείτε άμεσα για να το προστατεύσετε και ότι είστε διαθέσιμος να παράσχετε κάθε δυνατή βοήθεια. Πείτε στο παιδί, να σας κρατά ενήμερο σχετικά με οποιαδήποτε εξέλιξη
• Συζητήστε με τους γονείς του παιδιού, εκφράστε τις ανησυχίες σας και δείξτε ότι είστε αποφασισμένος να αναλάβετε δράση
• Εξακριβώστε ποιο παιδί είναι αυτό που εκφοβίζεται ή αυτό που εκφοβίζει
• Εξακριβώστε αν υπάρχει ομάδα παιδιών η οποία ενθαρρύνει ή/και υποστηρίζει το παιδί που εκφοβίζει
• Οδηγήστε το παιδί που εκφοβίζει στο γραφείο του Διευθυντή και συζητήστε σοβαρά μαζί του για το περιστατικό
• Υποστηρίξτε το παιδί που εκφοβίζεται σε συνεργασία με τον Διευθυντή. ΠΡΟΣΤΑΤΕΨΤΕ ΤΟ!!

Οι προστατευτικοί παράγοντες είναι οι συνθήκες ή οι επιδράσεις που κατευνάζουν και μετριάζουν τον αρνητικό ρόλο των παραγόντων κινδύνου και προωθούν την προσαρμοστικότητα στις καταστάσεις συγκρούσεων. Οι Hawkins, Doucek, & Lishner & με βάση εμπειρικές έρευνες διατύπωσαν μια θεωρία κοινωνικής ανάπτυξης, στο πλαίσιο της οποίας η ανάπτυξη δεσμών -το συναίσθημα στενής σύνδεσης με άλλους -είναι κατ’ εξοχήν προστατευτικός παράγοντας στην ανάπτυξη υγιούς συμπεριφοράς. Παρατηρήθηκε ότι παιδιά που έχουν αναπτύξει άμυνες σε αρνητικές επιδράσεις από τα πρώτα χρόνια της ζωή τους, έχουν εμπειρίες θετικών σχέσεων με ενήλικες και με συνομήλικους και έχουν αναπτύξει δεσμούς με την οικογένεια, το σχολείο και την κοινότητα (Catalano & Hawkins, 1995).

Επισημαίνοντας τους σχολικούς παράγοντες οι οποίοι κατέχουν σημαντικό ρόλο στη ενίσχυση ή την αποδυνάμωση του σχολικού εκφοβισμού, ο Rigby (2008), δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στο ήθος του σχολείου που αποτυπώνεται στις σχέσεις και στις συμπεριφορές μεταξύ μαθητών, εκπαιδευτικών και γονέων.

Στάσεις του εκπαιδευτικού απέναντι στο επεισόδιο σχολικής βίας

• Τιμωρητική και αυταρχική στάση
• Διδακτική στάση
• Στάση παραγνώρισης
• Στάση συμβιβασμού
• Στάση κατευνασμού
• Στάση επίλυσης προβλήματος

Γι’ αυτό ο εκπαιδευτικός χρειάζεται να γνωρίζει ποιος είναι ο χαρακτηριστικός τρόπος αντιμετώπισης από τον ίδιο και ποιοι άλλοι στο σχολείο έχουν τρόπους αντίδρασης που συμπληρώνουν τον δικό του. Έτσι, θα μπορεί ο ίδιος να παρεμβαίνει κατάλληλα ή να ζητά τη συμπαράσταση από άλλον ενήλικα με τρόπο πιο κατάλληλο στην κάθε περίπτωση. Η επιλογή του κατάλληλου τρόπου αντιμετώπισης είναι σημαντικός παιδαγωγικός παράγοντας, που παραδειγματίζει τους μαθητές και οδηγεί έτσι στην αποτελεσματική θετική επίλυση και στο καλό σχολικό κλίμα.

Ο δάσκαλος είναι παράγοντας διευκόλυνσης της μάθησης (φορέας εκπαίδευσης) αλλά και σύμβουλος (Ανθρωποκεντρική συμβουλευτική C. Rogers 1970) Πρέπει να καλλιεργήσει στην σχολική τάξη το ενδιαφέρον για τη μάθηση (Thorndike), να υπάρχει μαθησιακή ετοιμότητα (Bruner) και παρώθηση η οποία ορίζεται ως κίνητρο μάθησης. Σύμφωνα με τον Katz (1993), η τεχνική που μπορεί να χρησιμοποιήσει ο εκπαιδευτικός με στόχο να επιτύχει την ενθάρρυνση των μαθητών του για να εξελιχθούν σε ικανά άτομα, με δυνατότητα ένταξής τους και συνεργασίας μέσα στο πλαίσιο μεγαλύτερων ομάδων, είναι η υιοθέτηση θετικής στάσης απέναντι στη μάθηση.

Και άλλοι τρόποι αντιμετώπισης της σχολικής βίας στα πλαίσια του ρόλου του εκπαιδευτικού

Τα ζητήματα του εκφοβισμού και η αντιμετώπιση τους θα πρέπει να ενταχθούν στο σχολικό πρόγραμμα ως μάθημα αγωγής υγείας και ειδικότερα ψυχικής υγείας και διαπροσωπικών σχέσεων. Ως προς αυτό χρήσιμο μπορεί να αποδειχθεί το σχετικό εκπαιδευτικό υλικό που δημιουργήθηκε από το 2000 για το Υπουργείο Παιδείας και συμπεριλαμβάνει τετράδια για τους μαθητές της πέμπτης και έκτης δημοτικού και της πρώτης και δευτέρας γυμνασίου, καθώς και εγχειρίδια για τους εκ- παιδευτικούς και συζητήσεων με γονείς (Πουλόπουλος και Τσιάντης, 2000). Πραγματεύεται τη σημασία των σχέσεων φιλίας και των διαπροσωπικών σχέσεων στο πλαίσιο της αγωγής υγείας, ιδίως όσον αφορά την ανάπτυξη των συναισθηματικών και κοινωνικών δεξιοτήτων των μαθητών. Η χρήση του προϋποθέτει την επιμόρφωση των εκ- παιδευτικών. Θα πρέπει οι εκπαιδευτικοί όλων των βαθμίδων να ευ- αισθητοποιηθούν και να επιμορφωθούν σχετικά με την ψυχική υγεία των παιδιών και εφήβων και ειδικά για τα ζητήματα του εκφοβισμού.
– Στην κατεύθυνση αυτή χρειάζεται να πραγματοποιηθούν επιμορφωτικά σεμινάρια και να κυκλοφορήσουν ειδικά θεματικά εγχειρίδια και να ενισχυθεί ως προς αυτά το πρόγραμμα σπουδών στις παιδαγωγικές σχολές. –
Για το φαινόμενο της σχολικής βίας ευθύνεται και το ίδιο το σχολείο, το οποίο έχει αποποιηθεί τον κοινωνικοποιητικό του ρόλο και έχει περιοριστεί στη μετάδοση γνώσεων. Δεν καλλιεργείται η σχέση εκπαιδευτικού και μαθητή, δεν προωθείται όσο χρειάζεται η συνεργασία ανάμεσα στους μαθητές και η εξοικείωση τους με την πολυπολιτισμικότητα και δεν υπάρχουν ποικίλες δραστηριότητες, ώστε να εκτονώνεται η ένταση (Βουϊδάσκη, 1987)Ο εκπαιδευτικός πρέπει να οικοδομήσει σχέση εμπιστοσύνης με τους μαθητές του.
. Άλλες αιτίες, από τις οποίες πηγάζει η σχολική βία, μπορούν επίσης να θεωρηθούν η ψυχολογική και η συναισθηματική κατάσταση του θύτη. Συχνά, οι θύτες πίσω από τη βίαιη συμπεριφορά τους επιχειρούν να καλύψουν τις ανασφάλειες τους, την χαμηλή αυτοπεποίθηση και αυτοεκτίμηση, την έλλειψη εμπιστοσύνης στον εαυτό τους, την έλλειψη αγάπης ή ακόμα και την απόρριψη που πιθανόν να έχουν βιώσει μέσα από το στενό οικογενειακό τους περιβάλλον (Olweus, 1993). Σημαντικός είναι εδώ ο ρόλος παιχνιδιών στην τάξη , η ανάγνωση σχετικών παραμυθιών, η πραγματοποίηση project σχετικά με τν επιθετικότητα, η διοργάνωση γιορτών κ.λ.π.

ΤΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ
Το παιχνίδι θεωρείται μια πράξη χωρίς σκοπό, η οποία δε μεταβάλλει σκόπιμα όπως η εργασία το υλικό περιβάλλον, για να ικανοποιήσει ανάγκες. Αποτελεί όμως το ίδιο μια ανάγκη, μια ορμή ψυχοσωματική του οργανισμού, η οποία διαδραματίζει ένα σημαντικό ρόλο στη σωματική, ψυχοπνευματική, κοινωνική ανάπτυξη και ενηλικίωση του ατόμου (Παπαδόπουλος, 1991)
Ο τίτλος των παιγνιδιών πρέπει να είναι δοσμένος με τέτοιο τρόπο, ώστε να δελεάσει τα παιδιά. Πρέπει να είναι απλά στη τεχνική τους, χωρίς προπονητικές επιβαρύνσεις και εύκολα να μπορούν να χρησιμοποιηθούν από το δάσκαλο, σαν τεχνική εκτόνωσης σε στιγμές διαπροσωπικών εντάσεων. Παράμετροι της γενικής τους φιλοσοφίας να είναι η διασκέδαση, το γέλιο, η χαρά, η αυθόρμητη ανάγκη για σωματική επαφή. Σε πολλά απ’ αυτά να μηδενίζεται, η ανταγωνιστικότητα ή να ελαχιστοποιείται. Να εξαλείφεται κάθε μορφή επιθετικότητας και καταστάσεις αποκλεισμού, να μηδενίζεται η σχέση νικητή – νικημένου, η καλύτερη επίδοση, η καλύτερη απόδοση, το καλύτερο ρεκόρ. Να ελαχιστοποιείται η περιπλοκότητα των κανονισμών, της τεχνικής, της οργάνωσης ειδικού χώρου και κανονισμών. Να μηδενίζεται η απογοήτευση της μη εκτέλεσης, η παραίτηση από την προσπάθεια. Τέλος ένα παιχνίδι που δίνει χαρά σε όλους, τους κάνει όλους νικητές.

Αποτέλεσμα των παραπάνω είναι:

Ø Κατανοείται η σημασία της συνεργασίας, αφού είναι απαραίτητη για το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.
Ø Η ανάγκη μερικών παιγνιδιών για σωματική επαφή καλλιεργεί την ανθρώπινη ευαισθησία και αλληλεγγύη.
Ø Ενισχύεται η αντίσταση των μαθητών στη κατηγοριοποίηση των ανθρώπων.
Ø Διευκολύνεται η επικοινωνία των παιδιών μεταξύ τους.
Ø Προσφέρονται οι ασκήσεις ως πεδίο ενίσχυσης της αυτοπεποίθησης του παιδιού, και ως ικανή συνθήκη διαμόρφωσης ταυτότητας του ατόμου μέσα από τη σχέση του με τους άλλους.

Συμπεράσματα ερευνών

Έρευνες (Burke & Herbert, 1996; Clarke & Kiselica, 1997, Elsea & Smith, 1998; Heller, 1996), επισημαίνουν την ανάγκη αντιμετώπισης της βίας στα σχολεία με την εφαρμογή πολυδιάστατων προγραμμάτων (π.χ., διερεύνηση αναγκών, παρέμβαση και ευαισθητοποίηση) που να προωθεί τις ανάγκες των μαθητών με εμπειρίες βίας, την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων και τις στρεσσογόνες συνέπειές τους για την ομαλή ψυχοσυναισθηματική τους εξέλιξη στο χώρο του σχολείου. Χρειάζεται ως προς αυτό να αναπτυχθούν δραστηριότητες και παρεμβάσεις που να επιδιώκουν, να ελαχιστοποιούν τους κινδύνους, να αυξάνουν τους προστατευτικούς παράγοντες, να διευκολύνουν την πρόσβαση σε πηγές υποστήριξης και να προωθούν δράσεις σε πολλά επίπεδα όπως την ανάπτυξη θετικής σχολικής ατμόσφαιρας, κατάλληλου σχολικού προγράμματος, υποστήριξης και επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών, ενίσχυσης των συναισθηματικών και κοινωνικών δεξιοτήτων των μαθητών με έμφαση στη σημασία των σχέσεων φιλίας, ανταλλαγής καλών πρακτικών και προώθησης συμμετοχικών προσεγγίσεων στη συνεργασία με τα παιδιά, τους γονείς και τους εκπαιδευτικούς.