Πριν μερικά χρόνια είχα το προνόμιο να βρεθώ ως εκπαιδευτικός σε ένα περιβάλλον με παιδιά μεταναστών. Πολύ αργότερα συνειδητοποίησα τη σπουδαιότητα αυτής της συγκυρίας. Ήταν πραγματικό προνόμιο η παραμονή μου εκεί γιατί μπόρεσα να απεγκλωβιστώ από μία εικονική πραγματικότητα όπου όλοι οι μαθητές κατανοούν και αντιλαμβάνονται αυτά που διδάσκει ο εκπαιδευτικός.
Γεννημένη και εγώ σε μια ξένη χώρα ως παιδί μεταναστών μπορούσα να κατανοήσω την αγωνία των παιδιών αυτών για επικοινωνία και αποδοχή. Η σύγχυση των παιδιών μπροστά στον κυκεώνα του ελληνικού ή οποιουδήποτε άλλου ευρωπαϊκού εκπαιδευτικού συστήματος και η ανεπάρκεια πολλές φορές των χωρών υποδοχής να δεχθούν και να καλωσορίσουν αυτά τα παιδιά με ώθησε στην ενασχόλησή μου με τη διαπολιτισμική εκπαίδευση. Από τη μία λοιπόν είναι κατάθεση ψυχής και από την άλλη προσπάθεια αποτίμησης της προσφοράς της Διαπολιτισμικής εκπαίδευσης και του μεταναστευτικού ρεύματος.
Τα μεταφραστικά βάσανα που είχα πλέον αποκτήσει με ενεργοποίησαν. Η πλειοψηφία των μαθητών μου τότε κατάγονταν από τις «χαμένες πατρίδες». Η έλλειψη επικοινωνίας, τα χαμηλωμένα βλέμματα και η σιωπή ήταν αυτά που εισέπραττα σχεδόν καθημερινά. Κάποια στιγμή στα μέσα της χρονιάς μια μαθήτριά από την πρώην Σοβιετική Ένωση-που όλη τη χρονιά δεν την είχα ακούσει να μιλάει ελληνικά (και εγώ δεν ήξερα ρωσικά)-σηκώθηκε και είπε με σπασμένα ελληνικά: «Δώστε μου απλά το λόγο κυρία…»
Ξανθή Αλμπανάκη – Θεολόγος