Συγγραφέας – Αφηγητής
Ο αφηγητής είναι δημιούργημα του συγγραφέα, πλαστό πρόσωπο που μεσολαβεί ανάμεσα στο συγγραφέα και τον αναγνώστη.
- Ο συγγραφέας είναι αυτός που γράφει την ιστορία, είναι υπαρκτό πρόσωπο.
- Ο αφηγητής είναι το πρόσωπο που αφηγείται τα γεγονότα της ιστορίας, είναι φανταστικό πρόσωπο – δημιούργημα του συγγραφέα.
Τα είδη του αφηγητή
- Ομοδιηγητικός /δραματοποιημένος αφηγητής: συμμετέχει στην ιστορία που αφηγείται είτε ως πρωταγωνιστής είτε ως αυτόπτης μάρτυρας ( πρώτο/ α΄ πρόσωπο – πρωτοπρόσωπη αφήγηση)
- Ετεροδιηγητικός / μη δραματοποιημένος αφηγητής : δεν έχει καμία συμμετοχή στην ιστορία που αφηγείται (τρίτο /γ΄ πρόσωπο –τριτοπ΄ροσωπη αφήγηση) και Παντογνώστης αφηγητής: γνωρίζει τα πάντα αλλά δε συμμετέχει στην ιστορία που αφηγείται, είναι πανταχού παρόν σα μικρός Θεός, βλέπει και γνωρίζει τα πάντα ακόμη και τις πιο κρυφές σκέψεις, συναισθήματα των ηρώων (τρίτο/ γ΄πρόσωπο – τριτοπρόσωπη αφήγηση).
Εστίαση/ οπτική γωνία
Ποιος βλέπει και από ποια σκοπιά;
- Εσωτερική: ο αφηγητής ξέρει όσα ξέρουν και οι ήρωες της ιστορίας (α΄ πρόσωπο)
- Μηδενική: ο αφηγητής ξέρει περισσότερα από όσα γνωρίζουν τα πρόσωπα της ιστορίας ( γ ΄πρόσωπο)
- Εξωτερική: ο αφηγητής γνωρίζει λιγότερα από τους ήρωες της ιστορίας (αστυνομικά μυθιστορήματα, θρίλερ κ.ά.)
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ
Ας αναζητήσουμε τον αφηγητή και την εστίαση/οπτική γωνία στα παρακάτω αποσπάσματα:
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗ, «Κυράνω»
Οι παλιοί βοσκοί που γίνανε γεωργοί και στέριωσαν σε έναν τόπο, άρχισαν να σκέφτονται τα γράμματα και για τις θυγατέρες τους. Είχε πει η γιαγιά μου για την κόρη της: – Ας είναι κορίτσι, να πάει στο σχολείο! Εγώ την Κυράνω δεν την αφήνω αγράμματη! Να ‘ναι το κούτσουρο που είμαι εγώ!
Στη γειτονική κωμόπολη ήταν το σχολείο και τα παιδιά περπατούσαν έξι χιλιόμετρα να πάνε και να γυρίσουν· κινούσαν στ’ άφεγγα ακόμα. Κι αυτήν την ξέβγαζε ως μακριά η μάνα της, κι έπειτα – «Άντε, μάνα», της έλεγε, «γύρισε πίσω, έφεξε, δε φοβάμαι».
Κρεμασμένη στον ώμο τη σάκα του το παιδί, πηγαίνει στον καρόδρομο, ανάμεσα στα χωράφια. Της έχει υφάνει τη σάκα η μάνα της. Εκάθισε στον αργαλειό και την ύφανε. Σχέδια του νου της· τρίγωνα χρωματιστά και στη μέση κύκλος. Και τα ρούχα της η μάνα της τα ύφαινε.
Έτσι πορεύονταν τότε αυτοί. Και σα θαύμα για τ’ άλλα παιδιά, που κορίτσι πράμα, πάει να μάθει γράμματα.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΑΤΖΗΣ , «Ο Κάσπαρ Χάουζερ στην έρημη χώρα»
Περνώντας αποκεί στέκομαι μια στιγμή και κοιτάζω πάλι τη βιτρίνα του – κάθε βράδυ την κοιτάζω. ΑΟΥΤΕΛ απάνω με νέον και μέσα στη βιτρίνα του όλες οι λάμπες που φτιάχνουμε, μικρές και μεγάλες, αναμμένες γύρω γύρω σαν να ‘ναι κανένα χριστουγεννιάτικο δέντρο. Στέκομαι και τις κοιτάζω. Σκέφτομαι πως όλες οι λάμπες αυτές, όλες όσες έρχονται σ’ αυτό το κατάστημα, μικρές και μεγάλες, κόκκινες, άσπρες ή πράσινες, έχουν όλες περάσει από τις δικές μου τις πλάτες. Κοιτάζω, λοιπόν, σαν να κοιτάζω, να ψάχνω μέσα τον εαυτό μου. Κάπου, λέω, πρέπει να βρίσκεται μέσα κι αυτός. Κάνω πάλι λογαριασμούς. […]Είμαστε διακόσιες χιλιάδες άνθρωποι. Είμαστε όλος ο κόσμος μέσα σ’ αυτό το λαμπιόνι των δύο κηρίων. Και μας χωράει. Το ‘δα σ’ ένα φιλμ την περασμένη βδομάδα, που πήγαμε σινεμά με κάτι Ρωμιούς.