Αρχαίες ελληνικές διάλεκτοι

Ιαν 202124

Οι αρχαίες ελληνικές διάλεκτοι κατατάσσονται συνήθως σε τέσσερις μεγάλες ομάδες: ιωνική, αρκαδική, αιολική και δυτική ελληνική. Κατά καιρούς έχουν βέβαια προταθεί εναλλακτικές ταξινομήσεις.
α. Ιωνική
Πρόκειται για τη διάλεκτο του φύλου των Ιώνων, το οποίο κατά τη 2η π.Χ. χιλιετία φέρεται εγκατεστημένο σε εκτεταμένα τμήματα της νοτιότερης ηπειρωτικής Ελλάδας. Αργότερα απωθήθηκαν ή αφομοιώθηκαν από άλλα φύλα για να περιοριστούν τελικά στην Αττική και την Εύβοια. Εγκαταστάθηκαν επίσης στο μεγαλύτερο μέρος των Κυκλάδων (εκτός των νησιών Ανάφης, Θήρας, Φολεγάνδρου, Μήλου και Κιμώλου), σε τμήμα της Δωδεκανήσου (Πάτμος, Λέρος), στη Σάμο, την Ικαρία και τη Χίο, και τέλος στις απέναντι μικρασιατικές ακτές (Ιωνία) ιδρύοντας αρκετές πόλεις, με σημαντικότερες τη Μίλητο και την Έφεσο. Οι ευβοϊκές πόλεις, και κυρίως η Χαλκίδα και η Κύμη, ανέπτυξαν έντονη αποικιστική δραστηριότητα ιδρύοντας αποικίες στη Χαλκιδική (το όνομα της χερσονήσου προέρχεται από το όνομα της μητρόπολης Χαλκίδας) και στη Μεγάλη Ελλάδα (Κάτω Ιταλία-Σικελία). Ιωνικές αποικίες ιδρύθηκαν επίσης στις ακτές της Μακεδονίας και της Θράκης (Θάσος, Άβδηρα, Μαρώνεια κλπ.), στις νότιες ακτές της Γαλατίας (σημερινής Γαλλίας) με σημαντικότερη τη Μασσαλία, και στις ανατολικές ακτές της Ιβηρικής χερσονήσου και στις ακτές του Ευξείνου Πόντου, όπου κυριάρχησε με την αποικιστική της δραστηριότητα η Μίλητος. Παρακλάδι της ιωνικής είναι η αττική διάλεκτος, η οποία παρά τη σαφή ιωνική καταγωγή της εμφανίζει αρκετές ιδιαιτερότητες που της προσδίδουν ένα ιδιαίτερο χαρακτήρα στα πλαίσια της ιωνικής ομάδας. Η ιωνική των Κυκλάδων («κεντρική» ιωνική) πλησιάζει περισσότερο τη μικρασιατική («ανατολική») ιωνική, ενώ η ιωνική της Εύβοιας («δυτική» ιωνική) πλησιάζει περισσότερο την αττική.
Μερικά από τα βασικά χαρακτηριστικά της ιωνικής ομάδας είναι: Τροπή του παλαιού μακρού α σε η (= μακρό ε): φᾱ́μα > φήμη, νᾶσος > νῆσος, δᾶμος > δῆμος. Σίγηση του φθόγγου που συμβολιζόταν με το γράμμα F(δίγαμμα): Fέργον > ἔργον, Fοῖκος > οἶκος. Τροπή της συλλαβής τι σε σι: δίδωσι, εἴκοσι, διακόσιοι (αντίστοιχα δωρικά: δίδωτι, Fίκατι, διακάτιοι). Κλίση του πληθυντικού των προσωπικών αντωνυμιών ως εξής: ἡμέες ἡμέων ἡμέας (αττικά με συναίρεση ἡμεῖς ἡμῶν ἡμᾶς). Απαρέμφατα σε -ναι: εἶναι, τιθέναι, λελυκέναι. Τα δύο τελευταία χαρακτηριστικά η ιωνική τα μοιράζεται με την αρκαδική. Ειδικότερα η αττική διάλεκτος εμφανίζει τροπή του διπλού σ σε ττ (θάλαττα, φυλάττω), τροπή του συμπλέγματος ρσ σε ρρ (θάρσος > θάρρος, ἄρσεν > ἄρρεν), συναίρεση των εα, εο, εω σε η,ου, ω αντίστοιχα (γένεα > γένη, φιλέομεν > φιλοῦμεν, γενέων > γενῶν) κλπ.
β. Αρκαδική (και κυπριακή) ή αρκαδοκυπριακή
Η διάλεκτος του φύλου των Αρκάδων. Η διάλεκτος αυτή, η οποία κατά τη μυκηναϊκή εποχή φαίνεται ότι μιλιόταν σε σημαντικά μεγαλύτερη έκταση, με τη λεγόμενη «κάθοδο των Δωριέων» περιορίστηκε στο εσωτερικό της Πελοποννήσου. Αρκαδόφωνοι πληθυσμοί εγκαταστάθηκαν κατά τον 11ο π.Χ. αι. στην Κύπρο, η διάλεκτος της οποίας, παρά τη γεωγραφική αποκοπή της από την Αρκαδία, εμφανίζει σαφή συγγένεια με τη διάλεκτο της τελευταίας. Η κυπριακή διάλεκτος υπήρξε η μόνη αρχαία ελληνική διάλεκτος των ιστορικών χρόνων, η οποία αποδόθηκε γραπτώς όχι όπως οι υπόλοιπες, με κάποια παραλλαγή του ελληνικού αλφαβήτου, αλλά με μια συλλαβογραφική γραφή, ατελή για την απόδοση της ελληνικής γλώσσας, γνωστή ως κυπριακό συλλαβάριο. Η γραφή αυτή συγγενεύει με τη μυκηναϊκή γραμμική Β΄ γραφή και η χρήση της εγκαταλείφθηκε τον 4ο π.Χ. αι. μαζί με τη χρήση της κυπριακής διαλέκτου στις επιγραφές. Η αρκαδοκυπριακή ομάδα εμφανίζει σημαντικά και παλαιά κοινά στοιχεία με την ιωνική ομάδα, και στενή συγγένεια με την ελληνική των μυκηναϊκών κειμένων, χωρίς να είναι σαφής η ακριβής σχέση μεταξύ τους. Στην αρκαδοκυπριακή ομάδα περιλαμβάνεται συνήθως και η παμφυλιακή, η διάλεκτος των ελληνικών αποικιών της Παμφυλίας στις νότιες ακτές της Μικράς Ασίας απέναντι από την Κύπρο. Η διάλεκτος αυτή εμφανίζει και δωρικές προσμείξεις. Μερικά από τα βασικά χαρακτηριστικά της αρκαδοκυπριακής είναι: Διατήρηση του παλαιού μακρού α (βλ. πιο πάνω). Διατήρηση του φθόγγου που συμβολίζεται με το F(βλ. πιο πάνω). Οι παλαιοί φθόγγοι *r̥ και *m̥ τράπηκαν σε ορ/ρο και ο αντίστοιχα (αντί αρ/ρα και α): τέτορτος,δέκοτος (αττ. τέταρτος, δέκατος). Τροπή της συλλαβής τι σε σι (π.χ. φέροντι > φέρονσι). Τροπή του ληκτικού ο σε υ (προφ. u): ἄλλυ, γένοιτυ κλπ. Κατάληξη -ής αντί -εύς (ἰερής = ἱερεύς). Κλίση των «συνηρημένων ρημάτων» κατά τα εις -μι (π.χ. πόημι = ποιέω/ῶ). Καταλήξεις της μέσης φωνής -τοι και -ντοι (αντί -ται,-νται, π.χ. κεῖτοι = κεῖται, διαδικάσωντοι = διαδικάσωνται). Απαρέμφατα σε -ναι (βλ. πιο πάνω). Ο σύνδεσμος κάς = καί. Προθέσεις: πός = πρός, ἀπύ = ἀπό, ὀν = άνά κλπ.
γ. Αιολική
Η διάλεκτος του φύλου των Αιολέων, η οποία κατά τους ιστορικούς χρόνους μιλιόταν στη Βοιωτία, τη Θεσσαλία, τη Λέσβο και τις απέναντι μικρασιατικές ακτές (την «Αιολίδα»). Εμφανίζει αρκετά κοινά στοιχεία με την αρκαδική, γι’ αυτό και παλαιότερα περιλαμβανόταν από τους επιστήμονες μαζί με την τελευταία σε μια ευρύτερη ομάδα, την οποία ονόμαζαν αχαϊκή. Σήμερα γίνεται γενικά δεκτό ότι πρόκειται για δύο ξεχωριστές ομάδες. Σημαντικά κοινά στοιχεία εμφανίζουν επίσης η βοιωτική και η θεσσαλική αιολική με τις δυτικές ελληνικές διαλέκτους (δηλ. τις δωρικές με την ευρύτερη έννοια). Μερικά από τα χαρακτηριστικά της αιολικής ομάδας είναι: Διατήρηση του παλαιού μακρού α (βλ. πιο πάνω). Οι παλαιοί φθόγγοι *r και *m̥ τράπηκαν σε ορ/ρο και ο αντίστοιχα (αντί αρ/ρα και α): στρότος, βρόχυς,δέκο, ἑκοτόν. Οι παλαιοί χειλοϋπερωικοί φθόγγοι εξελίχθηκαν πριν από πρόσθια φωνήεντα σε χειλικούς (και όχι σε οδοντικούς όπως στην ιωνική και τη δυτική ελληνική): πέτταρες/πέσυρες (αττικά τέτταρες, δωρικά τέτορες = τέσσερις), Βελφοί = Δελφοί, Πετθαλοί/Φετταλοί = Θεσσαλοί, φήρ = θήρ, πέμπε = πέντε. Δοτική πληθυντικού της γ΄ κλίσης σε -εσσι: παίδεσσι = παισί (ὁ παῖς). Κλίση, μόνο στη λεσβιακή και στη θεσσαλική, των «συνηρημένων ρημάτων» κατά τα εις -μι: κάλημι, ἀξίωμι (καλέω/ῶ, ἀξιόω/ῶ). Μετοχή ενεργητικού παρακειμένου σε -ων (γενική -οντος) αντί σε -ώς/ -ότος: ἐπεστᾱ́κοντα = αττ. ἐφεστηκότα. Απαρέμφατα σε -μεν(αι) αντί -ναι (ἦμεν/εἶμεν/ἔμμεν(αι) = εἶναι, τιθέμεν = τιθέναι). Το αριθμητικό ἴα = μία. Προθέσεις: ἀπύ = ἀπό, πεδά = μετά, ὀν = ἀνά κλπ.
δ. Δυτική ελληνική ή δωρική (με την ευρύτερη έννοια)
Η διάλεκτος των Δωριέων, του αρχαίου ελληνικού φύλου, στην κάθοδο του οποίου προς νότο (η «κάθοδος των Δωριέων») αποδίδεται παραδοσιακά η κατάρρευση του μυκηναϊκού πολιτισμού κατά το 12ο π.Χ. αι. Δωριείς εγκαταστάθηκαν στο μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου (πλην της Αρκαδίας) και στην περιοχή των Μεγάρων απωθώντας, υποτάσσοντας ή αφομοιώνοντας παλαιότερους ελληνόφωνους πληθυσμούς. Δυτικού τύπου διάλεκτοι μιλιόνταν και σε ολόκληρη την ηπειρωτική βορειοδυτική Ελλάδα (Ήπειρος και σημερινή Στερεά Ελλάδα: Φωκίδα/Δελφοί, Λοκρίδα, Φθιώτιδα, Αιτωλία, Ακαρνανία). Οι τελευταίες περιλαμβάνονται από τους γλωσσολόγους σε μια ιδιαίτερη υποομάδα, την οποία ονομάζουν βορειοδυτική, η οποία εμφανίζει χαρακτηριστικούς αλλά όχι παλαιούς νεωτερισμούς και επομένως θεωρείται ως το αποτέλεσμα νεότερων εξελίξεων. Σε αυτήν περιλαμβάνονται συνήθως και οι διάλεκτοι της Ηλείας και της Αχαΐας. Δωριείς εγκαταστάθηκαν και στην Αίγινα, σε νησιά των Κυκλάδων (Μήλος, Θήρα κλπ.), στα περισσότερα νησιά των Δωδεκανήσων (Ρόδος, Κως, Κάρπαθος κ.ά.) και στην Κρήτη. Επίσης ίδρυσαν αποικίες στην απέναντι από τα Δωδεκάνησα μικρασιατική ακτή (Αλικαρνασσός, Κνίδος κλπ.), στη βόρειο Αφρική (Κυρήνη κλπ.) και τη Μεγάλη Ελλάδα. Ορισμένες δωρικές πόλεις της μητροπολιτικής Ελλάδας, όπως η Κόρινθος, τα Μέγαρα και η Ρόδος, ανέπτυξαν έντονη αποικιστική δραστηριότητα ιδρύοντας πολλές αποικίες κυρίως στις ακτές του Ιονίου και τη Σικελία (Κέρκυρα, Συρακούσες, Γέλα, Σελινούς, Ακράγας κλπ.), ενώ δωρικές αποικίες υπήρξαν η Ποτίδαια στη Χαλκιδική (της Κορίνθου) και το Βυζάντιο, δηλ. η μετέπειτα Κωνσταντινούπολη (των Μεγάρων). Τέλος, διάλεκτο δυτικού τύπου πιθανότατα μιλούσαν και οι Μακεδόνες, αν και τα διαθέσιμα στοιχεία δεν επιτρέπουν ακόμη τη σαφή κατάταξη της μακεδονικής.

από κάτω από: Διάλεκτοι | με ετικέτα ,  |  Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Αρχαίες ελληνικές διάλεκτοι    

Το αρχαίο θέατρο

Ιαν 202124

Theater of Epidaurus, late 4th cent. BCE (5)

Τα πρώτα ελληνικά θέατρα, όπως άλλωστε και το ίδιο το δράμα, συνδέονται με τη λατρεία του Διονύσου. Ο ανοιχτός κυκλικός χώρος, που λατρευόταν ο θεός, με την πάροδο του χρόνου και την εξέλιξη του διθυράμβου σε δράμα, μετασχηματίστηκε βαθμιαία στη συγκεκριμένη αρχιτεκτονική μορφή του αρχαίου θεάτρου.

Τρία ήταν τα βασικά μέρη του αρχαίου θεάτρου:
α) Το κυρίως θέατρον ή κοίλον, το μέρος που προοριζόταν για τους θεατές.
β) Η ορχήστρα, ο κυκλικός ή ημικυκλικός χώρος, όπου ὠρχεῖτο, ο χορός.
γ) Η σκηνή, ο χώρος των υποκριτών.

Το κυρίως θέατρο περιλαμβάνει τα εδώλια (καθίσματα) των θεατών τα οποία περιβάλλουν ημικυκλικά την ορχήστρα. Είναι κτισμένα αμφιθεατρικά και ακολουθούν την πλαγιά του λόφου, στον οποίο συνήθως κατασκευαζόταν το θέατρο. Ένα ή δύο διαζώματα (πλατείς οριζόντιοι διάδρομοι) χώριζαν το κοίλον σε δύο ή τρεις ζώνες, για να διευκολύνουν την κυκλοφορία των θεατών. Τις σειρές των εδωλίων διέκοπταν κάθετα προς την ορχήστρα, κλίμακες από τις οποίες οι θεατές ανέβαιναν στις ψηλότερες θέσεις. Τα τμήματα των εδωλίων ανάμεσα στις κλίμακες ονομάζονταν κερκίδες.

Η χωρητικότητα των αρχαίων θεάτρων ήταν πολύ μεγάλη. Το θέατρο του Διονύσου στην Αθήνα χωρούσε 17.000 θεατές, της Εφέσου 16.000, της Επιδαύρου 14.000.

Ο κυκλικός ή ημικυκλικός χώρος ανάμεσα στο κοίλο και τη σκηνή αποτελούσε την ορχήστρα. Όπως φαίνεται από τα θέατρα που έχουν διασωθεί, η ορχήστρα βρισκόταν λίγο χαμηλότερα από τη σκηνή. Σε ορισμένα θεατρικά έργα φαίνεται ότι ο χορός αναμειγνυόταν με τους υποκριτές, ιδιαίτερα στις κωμωδίες και το πιθανότερο είναι ότι υποκριτές και χορευτές αρχικά κινούνταν στο ίδιο επίπεδο. Αργότερα οι υποκριτές χωρίστηκαν από τον χορό και έπαιζαν σε υπερυψωμένο δάπεδο. Η είσοδος του χορού στην ορχήστρα γινόταν από δύο πλευρικές διόδους, τις παρόδους. Στο κέντρο της ορχήστρας βρισκόταν ο βωμός του Διονύσου, η θυμέλη. Πίσω από τη θυμέλη έπαιρναν θέση ο αυλητής και ο υποβολέας.

Η σκηνή, το τρίτο αρχιτεκτονικό μέλος του θεάτρου, εκτεινόταν πίσω από την ορχήστρα. Ήταν η σκηνή ένα απλό επίμηκες οικοδόμημα, που παρέμεινε ξύλινο μέχρι τα τέλη του 4ου π.Χ. αι. Προοριζόταν, στην αρχή τουλάχιστον, για να φυλάγουν οι υποκριτές τα σκεύη και τα υλικά τους. Κατά μήκος του τοίχου της σκηνής, προς το μέρος των θεατών, κατασκευάστηκε ένα ξύλινο και αργότερα πέτρινο ή μαρμάρινο υπερυψωμένο δάπεδο, πάνω στο οποίο έπαιζαν οι ηθοποιοί. Ο χώρος αυτός ονομάστηκε λογεῖο και δεν υπήρχε κατά τους κλασικούς χρόνους.

Ο τοίχος της σκηνής πίσω από το λογείο παρίστανε ό,τι απαιτούσε το διδασκόμενο έργο. Συνήθως απεικόνιζε πρόσοψη ναού ή ανακτόρου με δύο ορόφους. Είχε μία ή τρεις θύρες, από τις οποίες έβγαιναν στην ορχήστρα τα πρόσωπα του δράματος που βρίσκονταν στα ανάκτορα. Τα πρόσωπα που έρχονταν απέξω και όχι από τα ανάκτορα, έμπαιναν από τις δύο παρόδους.

Στην Αθήνα και στο θέατρο του Διονύσου επικράτησε η εξής συνήθεια: οι ερχόμενοι από την πόλη ή το λιμάνι έμπαιναν στη σκηνή από τη δεξιά, σε σχέση με τον θεατή, πάροδο, ενώ όσοι έφταναν από τους αγρούς από την αριστερή. Η σύμβαση αυτή ίσως συνδέεται με τα τοπογραφικά δεδομένα της Αθήνας.

Γενικά ο χώρος του αρχαίου θεάτρου συνδέεται άμεσα με τη θεατρική πράξη, πράγμα που σημαίνει ότι το δράμα μόνο στον συγκεκριμένο αρχιτεκτονικό χώρο μπορούσε να λειτουργήσει θεατρικά.

Είναι γνωστό ότι με τον θεατρικό χώρο συνδέεται και η σκηνογραφία, όπως και η χρησιμοποίηση μέσων και μεθόδων που εξασφαλίζουν την επιτυχία της θεατρικής σύμβασης.

Τα βασικότερα τεχνικά και μηχανικά μέσα του αρχαίου θεάτρου ήταν οι περίακτοι, το εκκύκλημα, το θεολογείο, η μηχανή ή αιώρημα, οι χαρώνειες κλίμακες, το βροντείο.

 

από κάτω από: Αρχαίο θέατρο, Δραματική ποίηση | με ετικέτα ,  |  Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Το αρχαίο θέατρο    

Ομήρου Οδύσσεια

Δεκ 202029

Ομήρου Οδύσσεια, Προοίμιο

 

Το όνομα του Οδυσσέα

Δημιουργός: 2gymalxp, στις: 26-02-2015, διάρκεια: 00:06:48

Εργασία των μαθητών του Α2 στα πλαίσια του μαθήματος της Οδύσσειας με θέμα τη σημασία του ονόματος του Οδυσσέα.

 

από κάτω από: Επική ποίηση | με ετικέτα ,  |  Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Ομήρου Οδύσσεια    

Η ελληνική γλώσσα

Δεκ 202019

Γραμμική Β

Η ελληνική γλώσσα έχει την πιο μακρά ιστορία από τις Ευρωπαϊκές γλώσσες. Αυτό καταμαρτυρείται από επιγραφές που έχουν βρεθεί στην ελληνική γη και που χρονολογούνται από τη δεύτερη χιλιετία π.Χ καθώς και από λογοτεχνικά κείμενα τα οποία είναι 2500 χρόνων. Όλες οι τέχνες και οι επιστήμες γεννήθηκαν και αναπτύχθηκαν κάνοντας χρήση της γλώσσας αυτής. Τα πρώτα κείμενα Μαθηματικών, Φυσικής, Αστρονομίας, Νομικής, Ιατρικής, Ιστορίας, Γαστρονομίας κ.α. γράφτηκαν στη γλώσσα αυτή. Τα πρώτα θεατρικά έργα, κωμωδίες και τραγωδίες, τα έργα του Ομήρου, η Καινή Διαθήκη, καθώς και Βυζαντινά λογοτεχνικά έργα έχουν γραφτεί στην ελληνική γλώσσα. Η πρώτη εγκυκλοπαίδεια γράφτηκε στην ελληνική γλώσσα.

Η Ελληνική γλώσσα είναι μια από τις ελάχιστες στον κόσμο που παρουσιάζει ομοιογενή εξέλιξη και αποτελεί φαινόμενο σπάνιο στη γλωσσολογική ιστορία του ανθρώπινου γένους διότι ομιλείται επί χιλιάδες χρόνια χωρίς διακοπή. Η σύγχρονη ελληνική γλώσσα διατηρεί την αρχαία γραφή και ορθογραφία των λέξεων και το 75% του λεξιλογίου της βασίζεται στην αρχαία ελληνική γλώσσα. Είναι μια γλώσσα με μοναδικές αρετές: διαθέτει εκφραστικότητα, ευλυγισία, δύναμη συνθετική και ικανότητα παραγωγική ώστε ανάλογα με τις ανάγκες να παράγει και να συνθέτει νέες λέξεις.

Όλες οι γλώσσες χρησιμοποιούν λέξεις άλλων γλωσσών. Η ελληνική γλώσσα επέδρασε στη διαμόρφωση των γλωσσών πολλών λαών. Η Αγγλική γλώσσα, για παράδειγμα,  χρησιμοποιεί σήμερα πάνω από 50.000 λέξεις Ελληνικής προέλευσης.

από κάτω από: Γραμμική Β', Ελληνική γλώσσα | με ετικέτα ,  |  Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Η ελληνική γλώσσα    


Άνοιγμα μενού
Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση
Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων