ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ 2010-2011
ΟΝΟΜΑ : ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΝΙΚΗΤΑΣ
ΤΑΞΗ : Α ΄ ΛΥΚΕΙΟΥ
ΤΜΗΜΑ :Α4
Ξεχασμένα παραδοσιακά επαγγέλματα:
΄΄Οι βυρσοδέψες΄΄
þ ΕΙΣΑΓΩΓΗ
þ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
þ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΕΡΓΑΣΙΑ ΤΩΝ ΔΕΡΜΑΤΩΝ
þ ΤΑ ΕΙΔΗ ΤΩΝ ΔΕΡΜΑΤΩΝ
þ ΦΥΤΑ ΣΤΗ ΒΥΡΣΟΔΕΨΙΑ
þ ΤΑ ΣΤΑΔΙΑ ΚΑΤΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΔΕΡΜΑΤΟΣ
þ Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΤΑΜΠΑΚΙΚΟΥ
þ ΒΥΡΣΟΔΕΨΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Αρχικά οι άνθρωποι για να προστατευτούν κυρίως από το ψύχος χρησιμοποίησαν ως πρώτο ένδυμά τους τα ακατέργαστα δέρματα των ζώων. Μάλιστα άρχισαν να εξημερώνουν μερικά ζώα ώστε να μην βασανίζονται να τα κυνηγούν, αφού ο σκοπός ήταν διπλός.
Βελτιώνοντας συνεχώς τις συνθήκες της ζωής τους, ένας υποτυπώδης πολιτισμός τους οδηγούσε σε νέες μεθόδους για τη χρήση των δερμάτων. Έφτιαξαν ασπίδες, έντυσαν τις βάρκες τους για να είναι στεγανές, έκαναν ασκιά για να αποθηκεύουν ή να μεταφέρουν το νερό, το λάδι, το κρασί, κατασκεύασαν τα πρώτα τους σανδάλια, προστατεύοντας έτσι όχι μόνο το κορμί, αλλά και τα πόδια, έστω και με τις τότε ατέλειες.
Φέρνοντας στη σκέψη μας «το χρυσόμαλλο δέρας» από τα μυθικά χρόνια, «τη λεοντή του Ηρακλή» και την «αιγίδα (φολιδωτό θώρακα) της Αθηνάς», αναλογιζόμαστε από πόσο παλαιά άρχισαν οι άνθρωποι να εκτιμούν την αξία των δερμάτων.
Ακατέργαστα στην αρχή, ημικατεργασμένα και κατεργασμένα αργότερα, με την καταπληκτική άνοδο της τεχνολογίας, έφθασαν στη σημερινή εποχή να αποτελούν παγκοσμίως ένα από τα σπουδαιότερα είδη στο γενικό εμπόριο, αφού πλέον έχουν εξαπλωθεί διεθνώς.
ü Ετυμολογία των λέξεων που σχετίζονται με τη βυρσοδεψία
Η σύνθετη λέξη «βυρσοδέψης» γίνεται από «βύρσα + δέψης».
Βύρσα είναι το δέρμα του ζώου, η δορά, η προβιά, το τομάρι, το πετσί, που οι αρχαίοι το έλεγαν «σκύτος».
Δέψης παράγεται από το ρήμα δέφω, που σημαίνει τρίβω, κατεργάζομαι. Επομένως βυρσοδέψης είναι αυτός που κατεργάζεται το δέρμα ώστε να γίνεται μαλακό, εύκαμπτο, ανθεκτικό και να μην προσβάλλεται από μικροοργανισμούς.
Η λέξη κατεργάζομαι σημαίνει: εργάζομαι τελειωτικά, δηλαδή προετοιμάζω κάτι στην εντέλεια για κάποιο σκοπό.
Η εργασία αυτή, που γίνεται σε ειδικούς χώρους και κάτω από δική της τεχνική, δηλαδή η τέχνη για να μετατραπεί το ακατέργαστο δέρμα σε κατεργασμένο, έτοιμο για χρήση, λέγεται «βυρσοδεψία».
Το εργοστάσιο της επεξεργασίας αυτής είναι το «βυρσοδεψείο», που ο λαός το λέει «ταμπάκικο» και τους βυρσοδέψες τους αποκαλεί «ταμπάκηδες», από την τούρκικη λέξη tabak = βυρσοδέψης.
«Bύρσωμα» είναι η επένδυση κάποιας επιφάνειας με δέρμα που λαϊκά λέγεται «πέτσωμα».
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Η βυρσοδεψία θα πρέπει να θεωρηθεί σαν ένα από τα πιο παλιά επαγγέλματα που εξάσκησε ο άνθρωπος. Τρόποι κατεργασίας των δερμάτων ήταν γνωστοί, όπως αναφέρουν διάφορες ιστορικές πηγές, ακόμη από το 2.500 π.Χ.
Η Ελλάδα, τόπος κτηνοτροφικός, ανέπτυξε με επιτυχία όλους τους κλάδους του δέρματος και σε όλες τις εποχές.
þ Ο Όμηρος περιγράφει στο παρακείμενο απόσπασμα της Ιλιάδας τη χρήση του λίπους και του νερού στην κατεργασία των τομαριών. Αποδίδει την ανθεκτικότητα της περίφημης ασπίδας του Αχιλλέα, έργο του Ηφαίστου, στις πέντε στρώσεις πετσιά, και περιγράφει την κατασκευή αυτής του Αίαντα του Λοκρού από τον βυρσοδέψη Τύχιο «με επτά βοϊδοτόμαρα».
þ Ο Παυσανίας αναφέρει στη Περιήγηση τους Οζολούς Λοκρούς που κατοικούσαν στην Άμφισσα και ντύνονταν με δέρματα για αυτό και μύριζαν δυνατά ,ο Ησίοδος συμβουλεύει για τη χρήση των δερμάτινων πέδιλων και πανωφοριών για το κρύο, ο Αριστοφάνης σατιρίζει το βυρσοδέψη Κλέωνα στους Ιππείς και διαχωρίζει «βυρσοδέψες» και «σκυτοτόμους» στον Πλούτο και τις Εκκλησιάζουσες.
þ Οι αναφορές στη χρήση και την κατεργασία των δερμάτων στον Πλάτωνα, τον Αρριανό, τον Ξενοφώντα , το Λουκιανό, το Θεόφραστο, είναι συχνές και ενδεικτικές για την αρχαιότητα του κλάδου.
Οι βυζαντινοί χρησιμοποίησαν ευρύτατα τα δερμάτινα ενδύματα, υποδήματα, αξεσουάρ και αντικείμενα, ανακάλυψαν ποιότητες και μεθόδους που αργότερα εξελίχθηκαν στην προβιομηχανική βυρσοδεψία, έβαλαν τις βάσεις της οργάνωσης των ισχυρών τους συντεχνιών.
Κατά την Οθωμανική Αυτοκρατορία η κατεργασία των δερμάτων εξελίχθηκε ακόμη περισσότερο ενώ πλέον δημιουργήθηκαν βυρσοδεψικά κέντρα στον ελλαδικό χώρο με σημαντικές εμπορικές συναλλαγές στα Βαλκάνια, τις παραδουνάβιες περιοχές, τη Μικρά Ασία, τη Ρωσία και τη Δύση. Τα Ταμπάκικα προστατεύονταν με ευνοϊκές ρυθμίσεις ως προς τις προμήθειες των υλών και τη διάθεση των προϊόντων.
Στα νεώτερα χρόνια, η βυρσοδεψία πέρασε στη διαδικασία της εκβιομηχάνισης, δημιουργώντας έναν εύρωστο και δυναμικό κλάδο στην Ελλάδα, για έναν περίπου αιώνα. Οι συνοικίες των ταμπάκικων στις πόλεις- λιμάνια του 19ου αι. αποτελούν ένα χαρακτηριστικό πολεοδομικό σύνολο, σύμβολο πλούτου και προκοπής, αν και στα επόμενα χρόνια αντιμετωπίζουν διαρκώς πιέσεις για απομάκρυνση από τις κατοικημένες περιοχές, ως «οχληρές και ρυπαίνουσες εγκαταστάσεις».
Η περιοχή του Ανατολικού Αιγαίου έπαιξε σημαντικό ρόλο την περίοδο της εκβιομηχάνισης. Η Σύρος, πρωτεργάτρια, η Χίος, η Λέσβος , η Σάμος, η Ρόδος και η Κύπρος, δημιούργησαν εύρωστους βιομηχανικούς πόλους, αξιοποιώντας τα δίκτυα συναλλαγών με τα Μικρασιατικά κέντρα εμπορίου.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΕΡΓΑΣΙΑ ΤΩΝ ΔΕΡΜΑΤΩΝ
Κάνοντας αναδρομή, στο ιστορικό της διαδικασίας για την κατεργασία των δερμάτων, έχουμε πολλά να αποκομίσουμε.
Κατά το οδοιπορικό θα συναντήσουμε: τον σφάχτη – τον τομαρά – τον έμπορο – τον χονδρέμπορο – τον βυρσοδέψη.
ü Ο σφάχτης έσφαζε προσεκτικά το ζώο για να μην τραυματιστεί το δέρμα και αχρηστευτεί η αξία του προορισμού του. Για να γδαρθεί πιο εύκολα και να ξεκολλήσει καλά η σάρκα χωρίς τρυπήματα, φούσκωνε το σφαγμένο ζώο με ένα καλάμι.
ü Ο τομαράς συγκέντρωνε τα τομάρια νωπά ή αλατισμένα και ξηραμένα. Τα νωπά τα αλάτιζε για να μην σαπίσουν και τα ξήραινε κρεμώντας τα στον αέρα. Μάλιστα για να έχει καλλίτερο αποτέλεσμα τοποθετούσε ξύλινες βέργες ανάμεσα στα τοιχώματα του δέρματος, ώστε να στέκει τεντωμένο.
ü Τις στεγνωμένες αυτές δορές τις έπαιρνε ο έμπορος και τις έδενε σε δεμάτια που τα προωθούσε στον χονδρέμπορο. Σε μερικές περιοχές έμπορος και χονδρέμπορος ήταν το ίδιο πρόσωπο.
ü Συγκεντρωμένες όλες αυτές οι τομαριές σε μεγάλες ποσότητες κατέληγαν στον βυρσοδέψη για κατεργασία.
Η ΒΡΩΜΑ ΚΑΙ Η ΜΟΛΥΝΣΗ
η διαδικασία της βυρσοδεψίας είναι αποκρουστικά δυσοσμη. Κατά την διάρκεια της διαδικασίας οι άνθρωποι που δουλεύουν στην βυρσοδεψία έρχονται αντιμέτωποι με φοβερή βρώμα και δυσωδία. Όταν τα δέρματα τοποθετούνται στο νερό για να μαλακώσουν οι εργάτες εισέρχονται και αυτοί μέσα για να ολοκληρώσουν την διαδικασια.το νερό στο οποίο εισέρχονται είναι γεμάτο βακτήρια, έντερα, αίμα και κόπρανα ζώων .Η παραμικρή αμυχή στο σώμα τους μπορεί να προκαλέσει εξαιρετική μόλυνση ακόμα και τον θάνατο.
ΤΑ ΕΙΔΗ ΤΩΝ ΔΕΡΜΑΤΩΝ
Το καλό δέρμα εξαρτάται από το είδος του ζώου, από το περιβάλλον που ζει, από την ηλικία, από την υγεία, από το γένος και από το μέρος του σώματος. Γιατί το ίδιο το δέρμα δεν έχει παντού, δηλαδή σε όλα τα σημεία του σώματός του την ίδια ποιότητα.
Αν το καημένο το ζώο ήξερε από πόσα στάδια επεξεργασίας θα περάσει το τομάρι του έστω και νεκρό, ποτέ δεν θα ήθελε να είχε γεννηθεί.
Γίδες, πρόβατα, μοσχαράκια, αγελάδες, βουβάλια, γαϊδούρια, άλογα, γουρούνια, ελάφια, καγκουρό, τάρανδοι, αλεπούδες, φίδια, βάτραχοι, κροκόδειλοι, σκίουροι και οποιονδήποτε άλλο ζωντανό οργανισμό είχε σταμπάρει ο ανθρώπινος νους, θα έφθανε το πετσί του στο ταμπάκικο κάτω από τα χέρια του έμπειρου τεχνίτη. Αν κάποιο προοριζόταν για γουναρικό, ε, τότε τουλάχιστον θα γλίτωνε το ωραίο του τρίχωμα από την αποτρίχωση.
Όλα όμως τα περνούσαν «από σαράντα κύματα» και «από συμπληγάδες πέτρες» και το ανώδυνο μαρτύριο θα κρατούσε μήνες.
Είδη δερμάτων
Τα πιο συνηθισμένα δέρματα που χρησιμοποιούσε ο βυρσοδέψης ήταν του βοδιού, της αγελάδας, του βουβαλιού, του αλόγου, του γουρουνιού, των προβάτων και των κατσικιών.
- Τα δέρματα των χοίρων και των αγελάδων, επειδή ήταν χοντρά τα προόριζαν για τσαρούχια, για σόλες και πάτους παπουτσιών.
- Τα πρόβεια τα έκαναν γιλέκα ή φόδρες στο μέσα μέρος των παπουτσιών. Ακόμη τα χρησιμοποιούσαν και για την κατασκευή σαμαριών.
ΦΥΤΑ ΣΤΗ ΒΥΡΣΟΔΕΨΙΑ
Τα πρώτα μέσα που χρησιμοποιούσαν για την κατεργασία των δερμάτων ή πιο σωστά για τη “δέψει” των δερμάτων ήταν ο καπνός και το στέγνωμα στον ήλιο.
Η κλασική μέθοδος δέψης γίνεται με τη βοήθεια της τανίνης. Η τανίνη είναι ουσία που παράγεται από τη φλούδα μερικών δέντρων, όπως είναι τα διάφορα είδη των ακακιών, η βαλανιδιά η καστανιά κλπ.
Άλλο ένα υλικό που χρησιμοποιούσαν
στην επεξεργασία των δερμάτων ήταν ο
«πέτκας» δηλαδή η φλούδα των πεύκων,
κυρίως από το κάτω μέρος του κορμού
των δένδρων και όχι από τα λεπτά κλαδιά.
Η φλούδα έπρεπε να είχε πάχος πάνω
από 2 εκατοστά.
ü Αντιστοιχία φυτών και χρωμάτων
χρώμα | φυτό |
μαύρο | Φλούδες σκλήθρου |
καστανόμαυρο | Βελανίδια |
γαλάζιο | Ρίζες από λάπατα |
καφέ | Χλωρά καρυδόφλουδα ή κρεμμυδόφλουδα ή την καπνιά του
φούρνου |
μπλε | Λουλάκι |
κίτρινο | Κρεμμυδόφυλλα ή φλούδες από γκορτσιά {αγριαχλαδιά) ή από
«χύτρα» χορτάρι που φυτρώνει στα χοντροχώραφα |
μπεζ | Φλούδες και λίγο ξύλο κορομηλιάς ή βελανιδιά ή ριζάρι ή το
μέλι με κρεμμυδόφυλλα. |
πράσινο | Μολόχα |
ΤΑ ΣΤΑΔΙΑ ΚΑΤΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΔΕΡΜΑΤΟΣ
Η δουλειά του βυρσοδέψη ήταν δύσκολη και κυρίως ανθυγιεινή. Ανυπόφορη ήταν η βρώμα και η μυρωδιά του παλιού και σάπιου δέρματος. Η καλύτερη εποχή για την αγορά δέρματος ήταν ο Οκτώβριος. Αν άρχιζαν οι βροχές τα δέρματα δεν στέγνωναν. Από το καλοκαίρι ακόμη γύριζε τα χωριά και παζάρευε τα δέρματα πριν ακόμη σφάξουν τα ζώα.
ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΣΤΑΔΙΟ:
Αλάτιζε καλά τα δέρματα και κατόπιν τα κρεμούσε για να στεγνώσουν. Μετά από 20 ημέρες περίπου τα βουτούσε μέσα σε γούρνες με νερό και καυστική ποτάσα, ώστε να φύγουν οι βρωμιές και να μαλακώσουν. Στη συνέχεια τα τέντωνε και μ’ ένα μαχαίρι καθάριζε καλά τα τελευταία υπολείμματα από κρέας, λίπος κλπ. Για 8 περίπου ημέρες τα έχωνε μέσα σε λακκούβες με νερό και λιωμένο ασβέστη. Με τον ασβέστη γινόταν η αποτρίχωση, αφού μαλάκωνε καλά και άνοιγαν οι πόροι του δέρματος. Τις τρίχες δεν τις πετούσε φυσικά. Τις έδινε για το γέμισμα των σαμαριών και για οικοδομικά υλικά.
Η επεξεργασία των δερμάτων όμως δεν έχει ακόμη τελειώσει. Τα αποτριχωμένα πλέον δέρματα τα βουτούσε για 2-3 μέρες σε ξύλινες σκάφες γεμάτες ακαθαρσίες σκύλων με χλιαρό νερό, για να απομακρύνει τον ασβέστη, να τα λιπάνει και να γίνουν ελαστικά. Μετά τα έπλενε με άφθονο νερό γιατί οι ακαθαρσίες των σκύλων είχαν καυστικές ιδιότητες που μπορούσαν να καταστρέψουν τα δέρματα.
ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΔΙΟ:
Κρατούσε περίπου 15 ημέρες και σ’ αυτό γινόταν μια ειδική επεξεργασία για να σταματήσουν το σάπισμα του δέρματος. Μια μέθοδος ήταν η παραδοσιακή με φυτική κατεργασία με λίπη και έλαια. Τα φυτικά υλικά περιείχαν μεγάλες ποσότητες από το καπάκι του βελανιδιού, τα φύλλα από το σχίνο, τη φλούδα του πεύκου και της καστανιάς ή τη ρίζα του πουρναριού. Αυτά τα έτριβε σε χειροκίνητους μύλους και τα διέλυε σε ζεστό νερό. Άφηνε το νερό να κρυώσει κι εκεί έριχνε τα δέρματα για λίγες ημέρες.
ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΣΤΑΔΙΟ
Στο στάδιο αυτό καθάριζε καλά τα δέρματα, τα στέγνωνε, τα λάδωνε και με ειδικούς κυλίνδρους τα σιδέρωνε. Τώρα, τα δέρματα καθαρά, γυαλισμένα, βαμμένα και σιδερωμένα ήταν έτοιμα να πουληθούν στους τσαγκάρηδες, τους σαμαράδες και τους άλλους εμπόρους.
Σήμερα, όλα έχουν αλλάξει. Με τη βοήθεια χημικών ουσιών και με τα σύγχρονα μηχανήματα οι διαδικασίες επεξεργασίας των δερμάτων έχουν γίνει πολύ πιο απλές και σύντομες.
Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΤΑΜΠΑΚΙΚΟΥ
Το Ταμπάκικο ήτανε δίπατο. Στο κάτω πάτωμα γινότανε η υγρή δουλειά: η προκαταρκτική και η δέψη. Ήταν εκεί οι λίμπες και τα ποντόνια και τα καβαλέτα και οι βαρέλες. Εκεί γινόταν τα ξενερίσματα και τα ξελεσάσματα και τ’ ασβεστώματα. Και βέβαια τα παστώματα και τα γυρίσματα στις βαρέλες. Υγρασία και γλίτσα και μισόφωτο. Και βρώμα βαριά.
Στο πάνω πάτωμα γινόταν η στεγνή δουλειά: η τελειοποίηση και η συσκευασία. Ήταν εκεί οι πάγκοι για το στρώσιμο των πετσιών, οι κρεμάλες για το κέρωμα και το στέγνωμά τους, οι κύλινδροι για το σιδέρωμα, κι όλα τα εξελιγμένα μηχανήματα. Ήταν φωτεινό το πάνω πάτωμα, καθαρό κι είχε την ευχάριστη μυρωδιά του αργασμένου δέρματος.
Η οργάνωση του ταμπάκικου απαιτεί τη σωστή διαχείριση τριών παραμέτρων:
Το φως, απαραίτητο για την εργασία, σε κάποια στάδια μπορεί να καταστεί επιζήμιο για τα δέρματα. Ο αέρας πρέπει επίσης να είναι κατευθυνόμενος και το νερό πρέπει να είναι διαθέσιμο και σε αφθονία. |
Τα ασβεστερά |
Βαρέλα δέψεως |
ΒΥΡΣΟΔΕΨΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Ακμάζουσα ήταν η βυρσοδεψία στην Ελλάδα σε πολλές περιοχές στο παρελθόν. Όλοι έχουμε ακούσει για τα “βυρσοδεψεία” της Ερμούπολης το 1850-1860 όπου απασχολούσαν πάνω από 700 εργάτες, της Σάμου με 2500 εργάτες, της Άμφισσας (περιοχή Χάρμαινα), της Χίου της Λέσβου και τα “ταμπακαριά” των Χανίων. Βιομηχανίες σε άνθιση ως τις αρχές του 20 αιώνα.
Þ ΣΑΜΟΣ –(Καρλόβασι )
Από πολύ παλιά στο Καρλόβασι ήταν ανεπτυγμένη η βυρσοδεψία και λειτουργούσαν πολλά και μεγάλα εργοστάσια, που καταστράφηκαν κατά τον τελευταίο πόλεμο και τον εμφύλιο, τα ερείπιά τους, στην παραλία, δείχνουν το μέγεθός τους και τον πλούτο που έφερναν. Η βιομηχανία αυτή αναπτύχθηκε εδώ, όχι γιατί αφθονούσαν τα δέρματα, αλλά γιατί υπήρχε άφθονος φλοιός πεύκου και βελανίδια, απαραίτητες δεψικές ύλες για την εποχή εκείνη, η ανακάλυψη των χημικών δεψικών υλών, έσβησε και τα τελευταία βυρσοδεψία μάταια αγωνιζόταν να επιβιώσουν
Þ ΑΜΦΙΣΣΑ
Μια από τις σπουδαιότερες βιοτεχνίες που άφησαν ανεξίτηλα τα σημάδια τους στην οικονομική ζωή της πόλης τις Άμφισσας ήταν τα Ταμπάκικα. Βρίσκονται στην γειτονιά της Χάρμαινας σκεπασμένα με θρύλους για στοιχειά και νεράιδες. Οι ταμπάκηδες (βυρσοδέψες) στεγάζονταν στα κτήρια που βρίσκονται ακόμα και σήμερα, οι εναπομείνασες βιοτεχνίες τους. Κάποτε υπήρχαν πενήντα εργαστήρια με πλήθος εργαζομένων, σήμερα απομένουν ελάχιστα να ασχολούνται με την κατεργασία του δέρματος.
Εκεί, κοντά στην πηγή με το στοιχειό της Χάρμαινας για προστάτη τους και το νερό που δίνει στα δέρματα μοναδική στιλπνότητα, δούλευαν ασταμάτητα από το ξημέρωμα μέχρι την νύχτα. Λόγω της ειδικής αυτής επεξεργασίας τα δέρματα αποκτούν μια ξεχωριστή ποιότητα έτσι ώστε να χρησιμοποιούνται για πολυτελείς βιβλιοδεσίες και άλλα αντικείμενα τα οποία απαιτούν υψηλή ποιότητα.
Þ ΛΑΚΩΝΙΑ
Πρωτοπόροι και πρωτομάστορες της βυρσοδεψίας στη Λακωνική γη από το 1908 περίπου οι κάτοικοι του χωριού Αναβρυτή, έγιναν γνωστοί για τα χειρωνακτικά ταμπάκικα, τα εργαστήρια της δέψης των τομαριών, που αργότερα εξελίχθηκαν σε μηχανοκίνητα.
Δεν πέρασε όμως ένας αιώνας και γύρω στα 1985 η επαγγελματική αυτή απασχόληση άρχισε να καταρρέει με την εμφάνιση των συνθετικών δερμάτων. Δεν υπήρχε πια η παλιά ζήτηση και τα τοπικά βυρσοδεψεία άρχισαν να κλείνουν το ένα μετά το άλλο. Μάλιστα από όλη την Πελοπόννησο εκείνο που είχε την τύχη να λειτουργήσει τελευταίο ως το 1985 ήταν του Σαράντου Γάββαρη.
Þ ΙΩΑΝΝΙΝΑ
Η ιστορία της βυρσοδεψίας των Ιωαννίνων εμφανίζεται με τη μορφή της συντεχνιακής οργάνωσης από το 17ο αιώνα και σηματοδοτεί τη μετάβαση της πόλης από τη βυζαντινή στην οθωμανική της υπόσταση. Αντανακλά την εμπορική και βιοτεχνική ανάπτυξη και τη συγκρότηση των εργαστηρίων μεταποίησης των πρώτων υλών της ορεινής, αγροτικής και κτηνοτροφικής, ενδοχώρας της Ηπείρου.
Ο κόσμος των δερματεμπόρων, των βυρσοδεψών, των υποδηματοποιών συγκροτούσε το στρώμα των τεχνιτών της πόλης, αναδείκνυε το μοντέλο της τεχνικής της κατεργασίας των δερμάτων και αποκάλυπτε το βιοτεχνικό χαρακτήρα της πόλης.
…………Πίσω απ’ την ανατολική πλευρά του κάστρου, στη άκρη-άκρη της λίμνης, πάνω στην όχτη της, βρισκόταν ο μαχαλάς των ταμπάκηδων. Έτσι λέγανε τα βυρσοδεψεία. Και ταμπάκους έλεγαν τους βυρσοδέψες…
Σ’ όλο το μάκρος του μαχαλά, μέσα στο νερό της λίμνης, αραδιαζότανε τα τομάρια, τεζαρισμένα καλά σε ξύλινα τελάρα και ταργάζανε μέσα σταργαστήρια, τα ταμπάκικα…
Όλα θάτανε καμιά δεκαπενταριά- είκοσι, λιθόκτιστα, δίπατα όλα, με θολωτές μεγάλες πόρτες…
Το κάτω πάτωμα είχε τα παράθυρα μικρά σαν πολεμίστρες. Ήταν όλο ένα μεγάλο χαγιάτι λακόστρωτο, με κάτι ξύλινες σκάφες από δω κι από κει. Μέσα σ’ αυτά τα χαγιάτια, κάνε ξυπόλητοι, κάνε με κάτι μεγάλα ποδήματα και ξεβράκωτοι-δηλαδή μονάχα με το βρακί τους- δούλευαν οι ταμπάκοι τα δέρματα…
Ο τόπος όλος τριγύρω βρωμοκόπαγε την ξινή ριμύλα του τομαριού…
Οι ταμπάκοι παινευόταν πως ήταν από τους παλιότερους κατοίκους αυτής της πόλης και πως ήταν όλοι τους αρχόντοι καστρινοί»
που τους πέταξαν οι Τούρκοι απ’ το κάστρο ύστερα από την επανάσταση του Σκυλόσοφου, στα 1612…
Τα νταραβέρια τους ωστόσο με την πόλη ήτανε πολύ λιγοστά. Σχεδόν ποτέ δεν ανέβαιναν «απάνω» αν δεν είχανε κάποια δουλειά…
Έμεναν εκεί, πίσω από το κάστρο, ένας κόσμος ξεχωριστός και κλεισμένος.
Þ Μυτιλήνη
ΒΥΡΣΟΔΕΨΕΙΟ “ΣΟΥΡΛΑΓΚΑ”
Ήταν για πολλά χρόνια, το μεγαλύτερο βυρσοδεψείο των Βαλκανίων στην άκρη του κόλπου του Γέρα στη Μυτιλήνη. Έκλεισε στα τέλη της δεκαετίας του 1980 για διάφορους λόγους.