Ο Άγνωστος Θείος (Μυθιστόρημα)

Προς το μεσημέρι, απογοητευμένος από τα αποτελέσματα των προσπαθειών του, αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια από το φίλο του, το Χρήστο, που ήταν πιο εξοικειωμένος με τους υπολογιστές, απ΄ ό, τι ήταν ο ίδιος.
Τον πήρε λοιπόν τηλέφωνο:
«Ξύπνησες;» τον ρώτησε, μόλις άκουσε ένα νυσταγμένο «Ναιαιαι;» από την άλλη μεριά της συσκευής.
«Ναι» απάντησε ο Χρήστος, πνίγοντας ένα χασμουρητό. «Εδώ και μισή ώρα περίπου»
«Πώς τα κατάφερες, βρε θηρίο;» ρώτησε πειραχτικά ο Αλέξης «Ούτε μία δεν είναι ακόμα καλά-καλά»
«Ωχ» νευρίασε ο Χρήστος «κήρυγμα θα μου κάνεις και συ, όπως ο πατέρας μου; Παράτα με, πρωινιάτικα»
«Πρωινιάτικα; Χμ, δε θα το ΄λεγα» απάντησε ο Αλέξης εξακολουθώντας να πειράζει το φιλαράκι του.
«Πες μου τα δικά σου» είπε ο Χρήστος. «Πώς πήγε η μετακόμιση;»
«Πώς ήθελες να πάει;» απάντησε ο Αλέξης με έναν αναστεναγμό. «Όλα τελείωσαν»
«Ωραίο το σπίτι;»
«Ωραίο. Μα… τι τα θές;»
«Έλα, Αλέξη, μη στεναχωριέσαι. Εμείς πάντως δε θα χαθούμε, να είσαι σίγουρος.» τον διαβεβαίωσε ο Χρήστος «Αν νομίζεις ότι θα με ξεφορτωθείς μόνο και μόνο επειδή μετακόμισες στην άλλη άκρη της πόλης είσαι πολύ γελασμένος.»
«Μακάρι» μουρμούρισε ο Αλέξης. «Πάντως, ουδέν καλόν αμιγές κακού».
«Ανάποδα το λες» τον έκοψε ο Χρήστος ‘Ουδέν κακόν αμιγές καλού’ είναι η σωστή έκφραση, αν θες να πεις ότι από όλο το κακό της μετακόμισης βγήκε και κάτι καλό.»
«Μάλιστα κύριε καθηγητά,» είπε ειρωνικά ο Αλέξης. «Αυτό ακριβώς θέλω να πω»
«Μπα, και τι καλό βγήκε;»
«Βρήκα ένα κομπιούτερ, και θα προσπαθήσω να πείσω το πατέρα μου να μου το χαρίσει, να το έχω για δικό μου»
«Ενδιαφέρον» απάντησε ο Χρήστος. «Τι προγράμματα έχει;»
«Ιδέα δεν έχω. Για να μπω χρειάζομαι κάποιο κωδικό» είπε ο Αλέξης και άρχισε να εξιστορεί στο φίλο του όλες τις προσπάθειές του για να μπει στον υπολογιστή του θείου. «Έχεις καμιά καλή ιδέα;» κατέληξε.
«Τι ιδέα να ‘χω; Δεν τον ήξερα καν τον άνθρωπο. Που να ξέρω τι κωδικό μπορεί να έχει βάλει;»
«Θα ρωτήσω τον πατέρα μου για γενέθλια και τίποτε άλλες ημερομηνίες, αλλά για σκέψου και εσύ. Tι άλλο θα ήταν χρήσιμο;»
«Ξέρω γω;» απάντησε ο Χρήστος έντονα προβληματισμένος. «Για δοκίμασε να μάθεις τι ομάδα ήταν»
Ο Αλέξης έπεσε από τα σύννεφα. «Μα είσαι με τα καλά σου;» τον ρώτησε « Το όνομα ποδοσφαιρικής ομάδας για κωδικό πρόσβασης; Είσαι σοβαρός;»
«Ναι, γιατί;» απάντησε πειραγμένος ο Χρήστος. «Εγώ, κάτι τέτοιο θα έβαζα για σύνθημα»
«Δε θα το σχολιάσω» είπε ο Αλέξης. «Παιδί μου, γέρος άνθρωπος ήταν, το καταλαβαίνεις;»
«Το ποδόσφαιρο δεν κάνει διακρίσεις ηλικίας ή θρησκείας» αποφάνθηκε σοβαρά σοβαρά ο Χρήστος.
«Τι να σου πώ τώρα!» είπε ο Αλέξης. «Κοίτα μήπως σκεφτείς τίποτε της προκοπής και τα ξαναλέμε. Γεια σου προς το παρόν»
«Γεια σου» είπε και ο Χρήστος.

.
.
Κλείνοντας το τηλέφωνο ο Αλέξης έφυγε  σφαίρα για το γραφείο του θείου.
«Ποδοσφαιρική ομάδα ε; Που ξέρεις καμιά φορά;» και κάθησε και πληκτρολόγησε όλα τα ονόματα των ποδοσφαιρικών ομάδων, που μπορούσαν να του έρθουν στο μυαλό. Μέχρι και τη τοπική ομάδα του χωριού του μπαμπά του έδωσε μα…τζίφος.
«Τι να κάνουμε;» αναστέναξε στο τέλος ο Αλέξης.  «Φαίνεται πως ο θείος δεν ήταν και πολύ φίλαθλος»

.

.
Το απόγευμα γύρισε η μαμά του από τη δουλειά και λίγο αργότερα και ο μπαμπάς του.
«Λοιπόν, Αλέξη; Τί έκανες όλη μέρα;» τον ρώτησαν.
«Τίποτε συγκεκριμένο» απάντησε ο Αλέξης, που όσο και να τον έτρωγε η περιέργεια δεν ήθελε να καταλάβουν τίποτε οι γονείς του. «Χάζευα τα δωμάτια, είδα λίγη τηλεόραση, πήρα το Χρήστο τηλέφωνο. Να, αυτά.»
Η μητέρα του ετοίμασε φαγητό και κάθισαν στο τραπέζι.
«Λοιπόν» τον ρώτησε ο πατέρας του, «ηρέμησες τώρα; συνήθισες το καινούργιο σου σπίτι;»
«Εμένα μου λες;», σκέφτηκε ο Αλέξης, αλλά απάντησε στο πατέρα του:
«Αχ, μπαμπά, καταλαβαίνεις πόσο άσχημη είναι για μένα αυτή η αλλαγή. Κάπως δεν πρέπει να με αποζημιώσεις;»
«Δηλαδή, τι εννοείς;»  ρώτησε ο πατέρας του.
«Να, σήμερα σε ένα από τα δωμάτια βρήκα έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή. Είναι παλιός και μάλλον ξεπερασμένης τεχνολογίας. Αλλά φαντάζομαι πως για τις σχολικές μου εργασίες  θα κάνει. Μπορώ να τον κρατήσω για δικό μου;»
«Θα δούμε» απάντησε  μπαμπάς του.
«Έλα τώρα, μπαμπά. Αν έχω δικό μου υπολογιστή δεν θα ανοίγω το δικό σου, που όλη την ώρα φοβάσαι μη τον χαλάσω και μη χάσω τίποτε αρχεία, από τα σημαντικά που έχεις. Έλα, τώρα, με κουβαλήσατε εδώ. Χαρίστε μου τουλάχιστον αυτό το κομπιούτερ.»
«Ναι, μωρέ Γιώργο», είπε και η μαμά, «Τι σε πειράζει να το δώσουμε στο παιδί;»
«Δε με πειράζει,»  απάντησε ο μπαμπάς, «Απλώς να δούμε τι αρχεία μπορεί να έχει μέσα.»
«Καλά τώρα,» είπε ο Αλέξης «τι αρχεία και κουραφέξαλα; Γέρος δεν ήταν ο θείος;
Τι αρχεία θα μπορούσε να έχει ένας γέρος;»
Ο μπαμπάς γέλασε τρανταχτά.
« Γέρος, ναι, πράγματι. Άντε νίκησες. Μπορείς να κρατήσεις τον υπολογιστή»
«Ευχαριστώ μπαμπά. Αλήθεια ξέρεις τι σκεφτόμουν σήμερα; Δεν ξέρω σχεδόν τίποτε γι’  αυτό το μυστηριώδη θείο. Δεν πρέπει να μου πεις μερικά πράγματα;»
« Μπα, γιατί;» τον  ρώτησε ο πατέρας του. «Σε έπιασε ο πόνος;»
«Όχι, αλλά να, ζούμε στο σπίτι του. Μας έκανε αυτό το καλό και μας χάρισε ένα σπίτι, που μόνοι μας δεν θα μπορούσαμε ποτέ να αγοράσουμε. Ε! Να μην ξέρω κάτι και εγώ γι΄ αυτόν;»
«Δεν έχεις και άδικο» είπε ο πατέρας του. «Λοιπόν, τι θες να μάθεις;»
«Πρώτα πρώτα, πότε γεννήθηκε;»
«Α! Μακριά τη πας τη βαλίτσα. Που να ξέρω εγώ πότε γεννήθηκε; Γύρω στα 1930 απ΄ όσο μπορώ να υπολογίσω.»
«Α! Οχι!» επέμεινε ο Αλέξης « Θέλω να μου πεις ακριβώς την ημερομηνία, που είχε γενέθλια.»
«Αλέξη, δε ξέρω τόσες λεπτομέρειες, Μπα σε καλό σου, τι σε έπιασε;» ρώτησε απορημένος ο πατέρας του.
«Καλά, πες μου τότε όσα ξέρεις.», απάντησε απογοητευμένος ο Αλέξης.
«Να, ο Πάρις ήταν πρώτος ξάδελφος της μαμάς μου, της γιαγιάς σου δηλαδή. Ήταν καθηγητής μαθηματικών και…» άρχισε ο πατέρας του.
«Μαθηματικών; Έτσι λοιπόν εξηγείται το κομπιούτερ» αναφώνησε με ενθουσιασμό ο Αλέξης .  «Ήταν σχετικός.»
«Ναι, βέβαια. Και μάλιστα λένε ότι ήταν πολύ καλός μαθηματικός. Τον θεωρούσαν ιδιοφυία».
«Παντρεύτηκε ποτέ ; έκανε παιδιά;»
«Μπά. Αυτός ο άνθρωπος ήταν ολοκληρωτικά αφοσιωμένος στην επιστήμη του. Καθόταν, λέγανε, με τις ώρες και έλυνε προβλήματα μαθηματικών. Προσπαθούσε να λύσει τα άλυτα προβλήματα των αρχαίων, να τετραγωνίσει τον κύκλο, να τριχοτομήσει μια γωνία και κάτι τέτοια.»
«Τέρμα πωρωμένος δηλαδή», δήλωσε ο Αλέξης, που είχε αρχίσει κιόλας να φτιάχνει με τη φαντασία του την εικόνα του άγνωστου θείου.
«Πωρωμένος;» Ο πατέρας του τον κοίταξε αυστηρά. «Δεν είναι ωραία έκφραση αυτή, Αλέξη. Αγαπούσε απλώς υπερβολικά την επιστήμη του. Αγαπούσε τα μαθηματικά τόσο, που δεν του έμενε ούτε μυαλό ούτε χρόνος να ασχοληθεί με κάτι άλλο. Γι΄ αυτό και δεν κατόρθωσε ποτέ του να παντρευτεί και να κάνει παιδιά. Μάλιστα λένε, ότι αφότου πήρε τη σύνταξή του και σταμάτησε να δουλεύει σαν καθηγητής  έμενε σχεδόν όλη μέρα κλεισμένος εδώ μέσα και κάτι μελετούσε. Ήταν κάτι που το θεωρούσε πολύ σοβαρό και δεν μίλαγε ποτέ γι΄ αυτό σε κανέναν.»
« Και τόσο μεγάλο σπίτι τι το ήθελε;» συνέχισε ακάθεκτος τις ερωτήσεις ο Αλέξης.
« Α! Αυτό το είχε κληρονομήσει από τους γονείς του. Το σπίτι αυτό είναι παμπάλαιο και πηγαίνει από γενιά σε γενιά. Αν είχε κάνει γιό θα το κληρονομούσε ο γιός του.»
«Εσύ μπαμπά, ερχόσουν κάποιες φορές και τον έβλεπες. Πώς και δεν με είχες πάρει ποτέ μαζί σου να τον γνωρίσω;»
«Εγώ ερχόμουν, γιατί με είχε παρακαλέσει η γιαγιά σου, που τον υπεραγαπούσε. Βλέπεις, αυτός ήταν το καμάρι, το μυαλό της οικογένειας. Και καθώς δεν είχε κανέναν στο κόσμο να τον φροντίζει τον είχαν  αναλάβει οι ξαδέλφες του, η γιαγιά σου και η αδελφή της. Έτσι, ερχόμουνα μια φορά περίπου το μήνα να δω αν είναι καλά, αν χρειάζεται τίποτε. Όμως, όπως σου είπα, ήταν μάλλον μυστήριος άνθρωπος. Ήταν πάντα βιαστικός και έδειχνε ότι καιγόταν να πάει να συνεχίσει αυτό που έκανε, πριν έρθω και τον διακόψω. Ήταν βέβαια πολύ ευγενικός αλλά, όση ώρα του μιλούσα,  μου έδινε την εντύπωση ότι καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα και ότι δεν έβλεπε την ώρα να φύγω. Γι αυτό και δε σε είχα πάρει ποτέ μαζί μου. Θα βαριόσουν και μάλλον θα τον ενοχλούσαμε περισσότερο.»
«Μα, καλά τι ήταν αυτό που έκανε; Τι μελετούσε;» ρώτησε ο Αλέξης με φουντωμένη τη περιέργεια.
« Κανείς δεν ξέρει. Δεν είχε πει τίποτε σε κανέναν. Μόνο μια φορά είπε σε εμένα:  «Γιώργο, είμαι στα πρόθυρα μιας συγκλονιστικής ανακάλυψης. Μιας ανακάλυψης, που θα φέρει τον κόσμο τα πάνω κάτω». Μα όταν τον ρώτησα τι ακριβώς ανακάλυψη ήταν αυτή, δεν θέλησε να μου πει. «Άσε να το σιγουρέψω πρώτα» ήταν η μόνη απάντηση που μου έδωσε. Εκτοτε δεν μου ξανάκανε κουβέντα και, από διακριτικότητα,  δεν τον ρώτησα ποτέ ξανά κι εγώ» συνέχισε ο πατέρας του.
«Αλέξη, η ώρα πέρασε», επενέβη στη κουβέντα η μητέρα του, που όλη εκείνη την ώρα παρακολουθούσε σιωπηλή τη συζήτηση. «Καιρός για το κρεββάτι σου».
Ο Αλέξης φίλησε τους γονείς του και πήγε στη κρεββατοκάμαρά του να ξαπλώσει. Όσα είχε μάθει για το θείο ήταν βέβαια πολύ ενδιαφέροντα, είχαν εξάψει τη φαντασία του αλλά δεν τον βοηθούσαν καθόλου για να βρει το κωδικό να μπει στον υπολογιστή. Στον υπολογιστή, που τώρα πια ήταν βέβαιος ότι έκρυβε το μεγάλο μυστικό του θείου.