Ήταν μια φορά ένας βασιλιάς που του άρεσε πάρα πολύ το κυνήγι του αγριογούρουνου. Μια φορά τη βδομάδα, παρέα με τους πιο στενούς φίλους και τους καλύτερους τοξότες του, έβγαινε από το παλάτι κι έμπαινε στο δάσος αναζητώντας τα επικίνδυνα ζώα.
H συγκίνηση της περιπέτειας συμπληρωνόταν από την υπηρεσία που παρείχε στους υπηκόους του ελευθερώνοντάς τους από τους χειρότερους εχθρούς τους, που λεηλατούσαν και σκότωναν.
Η τεχνική του κυνηγιού ήταν πάντα η ίδια: εντόπιζαν ένα κοπάδι αγριογούρουνων, το περικύκλωναν και το ανάγκαζαν να κατευθυνθεί σε κάποιο ξέφωτο, όπου θα γινόταν η αναμέτρηση.
Για να διατηρηθεί ο αθλητικός χαρακτήρας του κυνηγιού, ήταν απαραίτητο ο κυνηγός (κάποιος από τους φίλους του ή ο ίδιος ο βασιλιάς) να αφήσει το άλογό του και να αναμετρηθεί σώμα με σώμα με το ζώο, οπλισμένος μονάχα με μια λόγχη κι ένα κοφτερό μαχαίρι.
Ο τοξότης της αυλής ήταν ο μοναδικός τρόπος άμυνας του κυνηγού, αν κάτι πήγαινε στραβά.
Ενώ όλοι στέκονταν σε κύκλο γύρω από το θέαμα παρακολουθώντας τη μάχη, ο φρουρός παρέμενε με τα μάτια ορθάνοιχτα, το τόξο ήδη τεντωμένο και το βέλος έτοιμο.
Η ακρίβεια της βολής του θα έκανε τη διαφορά ανάμεσα στον αγώνα του κυνηγού για να επιβιώσει ή τον αναπότρεπτο θάνατό του.
Μια μέρα, καθώς ο βασιλιάς κυνηγούσε ένα κοπάδι αγριογούρουνα, μπήκε με τους συντρόφους του σ’ ένα μέρος του δάσους που δεν είχε ξαναδεί.
Σχεδόν σε κάθε δέντρο, ήταν ζωγραφισμένος ένας υποτυπώδης στόχος. Τρεις ομόκεντροι κύκλοι από ασβέστη κι ένας ακόμα μικρός άσπρος κύκλος στο κέντρο. Ο βασιλιάς δεν εξεπλάγη από τους ζωγραφισμένους κύκλους στους κορμούς των δέντρων αλλά απ’ το ότι, ακριβώς στο κέντρο κάθε άσπρου κύκλου, υπήρχε καρφωμένο ένα βέλος.