Ο ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΡΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ
Τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη ξεχωρίζουν όχι μόνο από το περιεχόμενο και τη γλώσσα αλλά και από τη δυνατότητα του συγγραφέα να μεταφέρει στο χαρτί πολύ παραστατικά χαρακτήρες ανθρώπων και συναισθήματα. Ο λόγος του Παπαδιαμάντη είναι ζωντανός και επίκαιρος παρά το πέρασμα των χρόνων.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει μάλιστα, η αποτύπωση της γλώσσας των απλών ανθρώπων, που περιέχει ιδιωματισμούς και έχει δομή σκιαθίτικη, λόγω φυσικά της καταγωγής του. Μπορούμε να πούμε ότι η γλώσσα των διαλόγων στα έργα που εκτυλίσσονται στη Σκιάθο είναι η παλιά Σκιαθίτικη. Ας την εξερευνήσουμε, λοιπόν.
Ο συγγραφέας, παρουσιάζει και άντρες και γυναίκες να μιλούν. Αν και πολλές φορές παρατηρούμε πολλές ομοιότητες στην ανδρική και γυναικεία γλώσσα, πολλές είναι και οι περιπτώσεις όπου εντοπίζουμε διαφορές.
Στο λόγο τους οι άντρες δεν χρησιμοποιούν συχνά επιφωνήματα φόβου και μπορούμε να τον χαρακτηρίσουμε «πεζό», σε αντίθεση με τις γυναίκες, που εκφράζουν συχνά τα συναισθήματά τους. Παραδείγματος χάρη στους ‘’Ελαφροήσκιωτους’’, μάνα και σύζυγος αγωνιούν για την κατάσταση του άντρα, ενώ ο βοσκός που πρόθυμα δέχτηκε να τις βοηθήσει να τον βρουν, κρατά μια ψύχραιμη στάση, παρόλο που τριγυρνά στο σκοτεινό δάσος, όπου πίστευαν ότι υπήρχαν διάφορα στοιχειά. (ΓΥΝΑΙΚΕΣ: – Που είναι ο άντρας σου;… – Δεν τον άφηκες στο χωριό; – Για δω; – Για δω! – Και πώς δεν ήρθε; – Πως δεν ήρθε, μαθές; – Τι γίνηκε; – Τι γίνικε, σ’αρωτώ κι εγώ!, ΒΟΣΚΟΣ: < μετά από παράκληση της θειάς- Συρανως να τους βοηθήσει να βρουν τον Αγάλλο, περιπλανιώντας το στοιχιωμένο δάσος> -‘’Πάμε, τι θα χάσουμε;’’ είπε πρόθυμος ο νέο’…ήρχισεν πάλιν να τραγουδή το προσφιλές άσμα του) Βέβαια, όλοι αναφέρονται με τρόμο στις κατάρες, στα μάγια και στις προκαταλήψεις.
Στο ‘’Απόλαυσις στη γειτονιά’’, οι διάλογοι των γυναικών για το νεκρό νεαρό είναι φοβεροί. Ο λόγος τους είναι πολύ έντονος και γρήγορος, ενώ απότομη είναι και η αλλαγή από το μοιρολόγι, στο κουτσομπολιό. ( – Τώρα ξεψύχησε. – Κι τον εμεταλάβανε; – Θα τον θάψουν με παπάδες; – Έζησες ως δεκαπέντε ώρες….- Όχι , γιατί σκοτώθηκε; – Θέλεις να σου πω το γιατί; Να, από έρωτα, το καημένο… – Και ποιαν αγαπούσε; – Θα τον θάψουν , λέει, με παπάδες; Έδωκε ο μητροπολίτης την άδεια; – Να, ο παπα – Γρηγόρης του είπε: Δε σε μεταλαβαίνω, αν δεν ξαγορευθής…)
Οι γυναίκες εμφανίζονται ετοιμόλογες, άλλες φορές είναι ευγενικές, ενώ άλλες φορές βρίζουν, όπως στο ‘’Ο Σημαδιακός.‘’. Εκεί, το Μπραϊνώ βρίζει το «Διπλοκαημό», όπως αποκαλούν τα κορίτσια κάποιον που πιστεύει λανθασμένα ότι η ίδια αισθάνεται κάτι για εκείνον.(Πα να χαθή! ο στερεμένος, ο λοχεμένος, ήρχισε να καταράται το Μπραϊνάκι εις το γυναικείον ιδίωμα. Κακό χρό’ νάχη, δυό νάν’ οι ώραις του!) Επίσης, πολλές φορές ρίχνουν κατάρες. Μάλιστα, στο διήγημα του Παπαδιαμάντη ‘’Ο αβασκαμός του Αγά’’, γίνεται λόγος για τη θεια-Σειρανώ, που σ’ αυτή, όλοι φοβόντουσαν το μάτι και τη γλώσσα της. (Τον έβλεπε και η θειά Σειρανώ η Παντούσα, μία καλή χριστιανή, από την οποίαν όλαι αι άλλαι δυο πράγματα εφοβούντο, την γλώσσαν της και το μάτι της.)
Ακόμα, κύριο χαρακτηριστικό των γυναικών, είναι το κουτσομπολιό. Στο ίδιο διήγημα, οι Καστρινές, σχολιάζουν τον Τούρκο κάτοικο, την οικογένειά του και τις συνήθειες του ( – Όμορφος αγάς. – Τον σήκωσε το χωριό μας. – Καλό αέρι. – Γερός βορηάς. – Είδατε το χαρέμι του; – Όχι… ), ενώ στο ‘’ Της δασκάλας τα μάγια’’ στο επίκεντρο μπαίνει το «πρωτοποριακό» για την εποχή χτένισμα της δασκάλας.(… άλλοι έλεγον, ότι απ΄εκείνο το αυτί εβγήκε το μυαλό της δασκάλας και των κοριτσιών…)
Όμως, θα μπορούσαμε να τις χαρακτηρίσουμε και εκδικητικές. Έτσι, τα «μισάλογα» και τα ψέματα είναι εμφανή. Π.χ. στο «ο Αβασκαμός του Αγά» η Φατμέ, θέλει να πάρει εκδίκηση για το ξυλοδαρμό της από τον αφέντη της προσπαθώντας να τον πείσει ότι είναι άρρωστος,(-Και σύ τι λές, Φατμέ, δεν ηδυνήθη να μην ερωτήση ο Αγάς, είναι αλήθεια πως εχλώμιανα; Άλλαξε η όψις μου; …- Αφέντης δικός μου χλώμιανε… μελάνιασε… έγινε μαύρος σαν τομάρι το δικό μου…)ενώ η θεια- Σειρανώ κατά τη συζήτησή της με τον Τούρκο, λόγω του μίσους που αισθάνεται, μασά επίτηδες τα λόγια της. ( Εγώ παράπονο; Ούτε παράπονο, ούτε πεσκέσι(την τελευταίαν λέξην εμάσησε καλά, ώστε να μην την ακούσει ο προς ον ωμίλει) )
Όσο αφορά τους νέους, ο λόγος τους δεν είναι προσεκτικός και προσεγμένος, αλλά μεταφέρει τη νευρικότητά τους και τον αυθορμητισμό τους. Παρόλ’αυτά, η συζήτηση μεταξύ νέων διαφορετικού φύλλου μόνο άνετη δεν είναι. Στο πολύ γνωστό ‘’ Όνειρο στο κύμα’’ , διακρίνουμε την αμηχανία που υπάρχει στη σύντομη κουβέντα μεταξύ των δυο νεαρών πρωταγωνιστών, του νεαρού τότε Αλέξανδρου και της Μοσχούλας.( – Τι έχεις και φωνάζεις;, Εγώ δεν ήξευρα τι να πω˙ εν τοσούτω απήντησα˙ – Φωνάζω εγώ την κατσίκα μου, τη Μοσχούλα!… Με σένα δεν έχω να κάμω. , Καθώς άκουσε την φωνήν μου, έκλεισε το παράθυρον, κι έγινεν άφαντη.) Κ. – Φ. Φ. , Γ1 Γυμνασίου, 2011
Πρόσφατα σχόλια