Αρχαίες ελληνικές φράσεις
Νοῦς ὑγιὴς ἐν σώματι ὑγιεῖ (νους υγιής μπορεί να υπάρχει μόνο μέσα σ’ ένα σώμα υγιές)
Τὰ παιδία παίζει (τα παιδιά παίζουν)
Γηράσκω ἀεὶ διδασκόμενος (γερνάω και συνεχώς μαθαίνω)
Δεῖ δὴ χρημάτων (υπάρχει, λοιπόν, ανάγκη χρημάτων)
Κρούω τὸν κώδωνα τοῦ κινδύνου (χτυπάω την καμπάνα του κινδύνου)
Σύν γυναιξί καί τέκνοις (με τις γυναίκες και τα παιδιά τους)
Ἔρχομαι εἰς γάμου κοινωνίαν (παντρεύομαι)
Μολὼν λαβέ! (έλα να τα πάρεις!)
Πὺξ λάξ (με γροθιές και κλοτσιές)
Μή μου ἅπτου! (μη με αγγίζεις!)
Οὐδὲν κρυπτὸν ὑπὸ τὸν ἥλιον (τίποτα δεν μένει κρυφό)
Ἤγγικεν ἡ ὥρα (έφτασε η ώρα)
Προβεβηκὼς τῇ ἡλικίᾳ (μεγάλης ηλικίας)
Ἐπί ξυροῦ ἀκμῆς (στην κόψη του ξυραφιού)
Ἆρον ἆρον (πολύ βιαστικά)
Εὖ ἀγωνίζεσθαι (το να αγωνίζεται κανείς τίμια)
Κύκνειον ᾆσμα (το τραγούδι του κύκνου)
Ποιοῦμαι τὴν νῆσσαν (κάνω την πάπια)
Νίπτω τὰς χεῖρας μου (πλένω τα χέρια μου)
Ἐν ἑνὶ στόματι (με ένα στόμα)
Κεκλεισμένων τῶν θυρῶν (με κλειστές τις πόρτες)
Οὐκ ἄν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος (δεν μπορείς να πάρεις χρήματα από έναν που δεν έχει)
Πράσσειν ἄλογα (το να κάνει κανείς παράλογα πράγματα)
Παρὰ θῖν’ ἁλός (πλάι στο κύμα)
Τὰ ρόδα ἐν ἀκάνθαις φύονται (απ’ αγκάθι βγαίνει ρόδο)
Μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ (ένα χελιδόνι δεν φέρνει την άνοιξη)
Κύων θωυκτήρ οὐ δάκνει (σκύλος που γαβγίζει δε δαγκώνει)