Βασίλης Τασινός

Ιωάννινα 1 Μαρτίου 2014

L84 

Η εκπαιδευτική μου διαδρομή ξεκίνησε από την Αθήνα το 1979, όπου εργάστηκα για τρία συνεχόμενα χρόνια ως αναπληρωτής δάσκαλος.

Το Σεπτέμβριο του 1982 διορίστηκα στο Νομό Αχαΐας. Τοποθετήθηκα προσωρινά, για τρεις ημέρες, στο μονοθέσιο Δημοτικό Σχολείο του Κλείτορα και μετά στο μονοθέσιο Δημοτικό Σχολείο του Γάλαρου, 48 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Πάτρας.  

Στο ΚΤΕΛ Πατρών με πληροφόρησαν ότι το λεωφορείο πάει μέχρι την Αγία Βαρβάρα, που απέχει τρία χιλιόμετρα από το Γάλαρο.

Έφθασα με το λεωφορείο στην Αγία Βαρβάρα και πήγα στο καφενείο για να πληροφορηθώ, αν υπάρχει κάποιο ταξί για να με πάει στο Γάλαρο. Ο καφετζής με ενημέρωσε ότι ο χωματόδρομος προς το Γάλαρο είναι σε πολύ άσχημη κατάσταση και κανένας ταξιτζής δεν κάνει αυτό το δρομολόγιο.

Πίνοντας τον καφέ, άρχισα να προετοιμάζομαι ψυχολογικά για πεζοπορία τριών χιλιομέτρων, φορτωμένος με μια βαλίτσα, μια τσάντα και έναν υπνόσακο.

Δεν είχαν περάσει δεκαπέντε λεπτά, όταν σταμάτησε έξω από το καφενείο ένα αγροτικό αυτοκίνητο και ακούω τον καφετζή να μου λέει: «Δάσκαλε, είσαι πολύ τυχερός, θα πας με αυτοκίνητο στο Γάλαρο». Με σύστησε με το νεαρό που είχε το αγροτικό και την ηλικιωμένη αγρότισσα που ήταν μαζί του.

Ενώ συζητούσα με τον οδηγό, βλέπω την ηλικιωμένη αγρότισσα να σκαρφαλώνει στην καρότσα του αυτοκινήτου και να μου παραχωρεί τη θέση της! «Μα τι κάνετε, δεν είναι δυνατόν να το δεχτώ αυτό!» της είπα. Ήταν ανένδοτη! Απευθύνθηκα στον οδηγό λέγοντάς του ότι «προτιμώ να πάω με τα πόδια, παρά να γίνει αυτό!» «Δάσκαλε, έμπα μπροστά να φύγουμε, όσο και να επιμείνεις κι εσύ κι εγώ δεν πρόκειται να κατέβει από την καρότσα» μου απάντησε. Ένοιωσα πολύ άσχημα να καθίσει η ηλικιωμένη κυρία στην καρότσα κι εγώ που ήμουν είκοσι έξι ετών μπροστά στο αυτοκίνητο! Οι απλοί και αγνοί άνθρωποι του χωριού, πόσο πολύ σεβόταν το δάσκαλο!

Με το αυτοκίνητο να παλαντζάρει στις λακκούβες και στις πέτρες του δρόμου και το βλέμμα μου να στρέφεται κάθε τόσο στην καρότσα, φτάσαμε στο Γάλαρο.

Κατέβηκα συγκινημένος από το αυτοκίνητο και αφού τους ευχαρίστησα, πήγα στο καφενείο και πήρα το κλειδί του σχολείου για να γνωρίσω το χώρο μου, που θα τον χρησιμοποιούσα και ως κατοικία.

Η μοναδική αίθουσα του σχολείου επικοινωνούσε με ένα μικρό δωμάτιο, το οποίο είχε ένα κρεβάτι, ένα μικρό τραπέζι και μία καρέκλα. Αυτό θα ήταν το σπίτι μου για όσο χρόνο παρέμεινα στο Γάλαρο. Έτσι ήταν τότε το ξεκίνημα για τους περισσότερους μονοθεσίτες δασκάλους.   

Επέστρεψα στο καφενείο, όπου είχαν μαζευτεί αρκετοί κάτοικοι του χωριού για να γνωρίσουν τον καινούργιο δάσκαλο. Με αγκάλιασαν από την πρώτη στιγμή με πολλή αγάπη.

Θυμάμαι ότι κάθε βράδυ με περίμεναν στο καφενείο κι αν καμιά φορά δεν πήγαινα, μου έλεγαν το παράπονό τους την επόμενη μέρα. Έτσι το είχα καθιερώσει, έστω και για λίγο χρόνο, να πηγαίνω κάθε βράδυ στο καφενείο.

Και τι δεν έκαναν στη συνέχεια οι κάτοικοι του χωριού για να με ευχαριστήσουν: Άλλοι με έπαιρναν μαζί τους στο όργωμα του χωραφιού, άλλοι στο κυνήγι (αν και δεν ήμουν κυνηγός), άλλοι στο γρέκι να μου δείξουν το βιος τους κι άλλοι στο σπίτι τους να πιούμε ένα κρασάκι.

Το μονοθέσιο Δημοτικό Σχολείο είχε συνολικά δεκαέξι μαθητές. Πολύ καλά παιδιά, διψούσαν για την καινούργια γνώση και έδειχναν μεγάλο σεβασμό στο δάσκαλο.  

Κι ενώ περνούσαν ευχάριστα οι ημέρες στο χωριό – παρόλες τις καθημερινές δυσκολίες διαβίωσης – στις αρχές Νοεμβρίου του 1982 δέχτηκα ένα τηλεφώνημα στο κοινοτικό κατάστημα την ώρα που βρισκόμουν στο σχολείο. Ήταν ένας δάσκαλος, που δεν τον γνώριζα και μου ζητούσε, αν ήθελα, να κάνουμε αμοιβαία απόσπαση. να έρθει στη θέση μου στο Γάλαρο και να πάω στη θέση του στο 3ο Δημοτικό Σχολείο Πειραιά.

Αιφνιδιάστηκα από την πρόταση του συναδέλφου μου και σίγησα για λίγο. Σκέφτηκα από τη μια μεριά τη σπάνια ευκαιρία που μου δινόταν να επιστρέψω στην Αθήνα και από την άλλη τους μαθητές που θα εγκατέλειπα στη μέση της χρονιάς. «Δεν σε ακούω χαρούμενο, σου δίνεται η ευκαιρία να επιστρέψεις στην Αθήνα και το σκέφτεσαι;» μου είπε ο συνάδελφός μου στο τηλέφωνο. Με χαρά και λύπη μαζί – όσο κι αν φαίνεται αντιφατικό – δέχτηκα να γίνει η αμοιβαία απόσπαση με το συνάδελφό μου τον Αντρέα, ο οποίος για τους δικούς λόγους ξεκίνησε τη διαδικασία αυτή.

Επέστρεψα στο σχολείο και με δυσκολία συνέχισα το μάθημα, σκεπτόμενος συνεχώς την ημέρα που θα ανακοίνωνα στους μαθητές μου και στους γονείς τους τη φυγή μου από το σχολείο.

Σε δέκα ημέρες εγκρίθηκε η αμοιβαία απόσπαση από το Υπουργείο Παιδείας και με ανάμεικτα συναισθήματα χαιρέτησα τους μαθητές μου  και τους κατοίκους του χωριού και πήρα το δρόμο για τον Πειραιά. Σίγουρα, τους στεναχώρησα όλους. Έδειξαν όμως κατανόηση και μεγαλοψυχία, όπως θα φανεί κι από το παρακάτω περιστατικό.

Το Δεκέμβρη του 1982 βρισκόμουν στο χωριό μου, στα Δολιανά Ιωαννίνων, για τις διακοπές των Χριστουγέννων, όταν εντελώς απρόσμενα δέχτηκα την επίσκεψη από δύο κατοίκους του Γάλαρου, οι οποίοι ήρθαν με το αγροτικό τους αυτοκίνητο. Ο ένας ήταν ο πατέρας της Ροδούλας, μαθήτριάς μου στην ΣΤ` τάξη και ο άλλος ο αδελφός της Άννας, μαθήτριάς μου στην Α` τάξη, που είχε και το καφενείο του χωριού. «Στο είπαμε, δάσκαλε, ότι θα έρθουμε στο χωριό σου να σε δούμε!» μου είπε ο πατέρας της Ροδούλας. Μου πρόσφεραν ένα δοχείο λάδι δικής τους παραγωγής και μου μετέφεραν τα χαιρετίσματα απ` όλους τους κατοίκους του χωριού.

Με συγκίνησαν πολύ, που ήρθαν από τόσο μακριά να με δουν, παρόλο που δεν ήμουν πια δάσκαλος στο χωριό τους!

Το μεσημέρι φάγαμε μαζί συζητώντας για πολλή ώρα. Όταν τους άκουγα να με επαινούν μπροστά στους γονείς μου, δεν το κρύβω ότι ένιωθα κάπως άβολα, γιατί όλα αυτά τα καλά λόγια, δεν αντιστοιχούσαν με το λίγο χρόνο που παρέμεινα στο σχολείο τους. Ύστερα, ο τρόπος που έφυγα δεν είχε να κάνει με κάποια αναγκαστική απόσπαση από την υπηρεσία, αλλά με αμοιβαία απόσπαση, η οποία πραγματοποιήθηκε με τη συναίνεσή μου.   

Οι γονείς μου ευχαριστήθηκαν πολύ, βλέποντας την εκτίμηση που μου είχαν οι κάτοικοι του Γάλαρου.

Τους πρότεινα να διανυχτερεύσουν στο πατρικό μου σπίτι, αλλά οι αγροτικές δουλειές που άφησαν πίσω τους δεν το επέτρεπαν και το βραδάκι πήραν το δρόμο της επιστροφής. Τους χαιρέτησα συγκινημένος, τους πρόσφερα κρασί παραγωγής του πατέρα μου να το πιουν στο καφενείο και τους παρακάλεσα να δώσουν πολλούς χαιρετισμούς σε όλους στο χωριό και ειδικά στους μαθητές.

Τόσα χρόνια πέρασαν και δεν μπορώ να ξεχάσω την πολλή αγάπη που μου έδωσαν οι κάτοικοι του Γάλαρου, αλλά ούτε και τα βλέμματα των μαθητών μου, όταν τους ανακοίνωσα τη φυγή μου από το σχολείο!