vroussou's blog

Just another Blogs.sch.gr site

Μορφολογικές παρατηρήσεις στα ποιητικά κείμενα της Β’ λυκείου : από την έμμετρη στην ελευθερόστιχη ποίηση.

Συγγραφέας: Βαρβάρα Ρούσσου στις 19 Απριλίου, 2012

Μορφολογικές παρατηρήσεις στα ποιητικά κείμενα της Β’ λυκείου : από την έμμετρη στην ελευθερόστιχη ποίηση.
Βαρβάρα Ρούσσου
Φιλόλογος- Phd νεοελ. φιλολογίας

Η εισήγησή μου αυτή βασίζεται στα εξής δεδομένα : 1) στα ίδια τα ποιητικά κείμενα που περιέχονται στο διδακτικό εγχειρίδιο της Β’ λυκείου 2) σε ένα ερωτηματολόγιο που διένειμα σε συναδέλφους που διδάσκουν την λογοτεχνία και στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο’ αν και δεν χρησιμοποίησα αντιπροσωπευτικό αλλά απλό δείγμα, δεν κινήθηκα δηλαδή με όρους στατιστικής, θεωρώ, εκ πείρας και από συζητήσεις, ότι τα αποτελέσματα δεν απέχουν πολύ από την πραγματικότητα. 3) Βάση μου υπήρξε η φράση του Άγρα στα σχόλιά του για τον καλλιτέχνη και αυτό θα παρακαλούσα να το συγκρατήσετε : « Η μορφή είναι η εφαρμοσμένη ηθική του καλλιτέχνου» ταυτίζοντας ό,τι αποκαλούμε περιεχόμενο με την μορφή του ποιήματος. 4) η σύγχρονη θεωρία ή θεωρίες της λογοτεχνίας και ειδικότερα η σύγχρονη μετρικολογία ως τμήμα της υφολογίας. Η μετρικολογία αυτού του τύπου ως τμήμα της υφολογίας δεν επιζητά την επιβεβαίωση ή την άρνηση κανόνων αλλά εξετάζει το ποίημα ως μοναδικό μορφολογικό φαινόμενο και μάλιστα όχι αποκομμένο από τα συμφραζόμενά του.
Πριν συντάξω το κείμενο αυτής της εισήγησης εξέτασα τις απαντήσεις του ερωτηματολογίου που προανέφερα. Στο ερώτημα αν γίνεται αναφορά στα μορφολογικά στοιχεία πλειοψήφησε η απάντηση αρκετά-αρκετές φορές. Είναι γεγονός ότι το εγχειρίδιο της Β’ τάξης του Λυκείου παρουσιάζει, ως προς τα ποιητικά κείμενα ένα εύρος όχι μόνον χρονικό αλλά και θεματικό και υφολογικό και μορφολογικό. Ο διδάσκων είναι υποχρεωμένος να διατρέξει σημαντικό μέρος της νεότερης ποίησης, ποιήματα που διαφέρουν μεταξύ τους στη φόρμα, τη θεματική, τη γλώσσα, το ύφος. Το αντικείμενό μας όμως στα πλαίσια αυτής της εισήγησης, είναι η διδασκαλία της φόρμας γι’ αυτό ας δούμε τα πράγματα αναλυτικά και με βάση τα κείμενα.
Όταν μεταβαίνουμε από την ποίηση του Μελαχρινού, του Άγρα του Λαπαθιώτη στον Σεφέρη, το Ρίτσο, τον Ελύτη η οφθαλμοφανής διαφορά χρειάζεται τόσο επεξήγηση όσο και απάντηση στο ερώτημα «πώς προέκυψε η μορφή αυτή;». Όταν μεταξύ των ελευθερόστιχων ποιητών παρεμβάλλεται έμμετρο ποίημα του Καββαδία το ζήτημα απαιτεί εξηγήσεις.
Όπως προανέφερα η μετρικολογία δεν είναι η παλαιά κανονιστικού τύπου μετρική που την γνωρίσαμε οι παλαιότεροι ως μαθητές και ορισμένοι ως φοιτητές με σημεία αναφοράς κυρίως το εγχειρίδιο του Θρ. Σταύρου ή του Γιαν. Σαραλή. Υπάρχουν φυσικά και νεώτεροι φιλόλογοι μεταξύ μας που δεν γνωρίζουν ούτε αυτά τα μετρικολογικά στοιχεία. Η μετρικολογία σήμερα, ως τμήμα της υφολογίας, επιδιώκει όχι την γενίκευση αλλά την εξέταση της μοναδικότητας κάθε έργου. Κάνω λόγο για εξέταση και όχι για ερμηνεία ή εξήγηση. Οι αναφορές που γίνονται στη μορφή δεν έχουν την υφή των γραμματικών παρατηρήσεων δηλαδή δεν παραπέμπουν σε ένα γενικευτικό σχήμα και δεν επιδιώκουν αναγωγή σε αυτό το σχήμα είτε ως επιβεβαίωσή του είτε ως εξαίρεση. Δεν είναι ανάγκη οι μαθητές να γνωρίζουν με ακρίβεια τα αφηρημένα μετρικά σχήματα και τις μετρικολογικές έννοιες, πλην ολίγων. Εξετάζουμε πρωτίστως την συγκεκριμένη μορφή στα δικά της πλαίσια και ιδιαίτερα αυτό ισχύει για τα ποιήματα σε ελευθερωμένο ή ελεύθερο στίχο.
Στο σημείο αυτό θεωρώ αναγκαίο να αποκαταστήσω την πλάνη των περισσότερων από εμάς τους αναγνώστες της ποίησης και κυρίως των φιλολόγων που με τη σειρά μας θα αποκαταστήσουμε την αλήθεια στους μαθητές μας. Στο ερώτημα πότε νομίζετε ότι εμφανίζεται ο ελεύθερος στίχος η γενικευμένη πλάνη αποδείχτηκε ότι ισχύει και για τους φιλόλογους, τουλάχιστον τους ερωτηθέντες, οι οποίοι έχουν την ίδια εντύπωση για την εμφάνιση του ελεύθερου στίχου με το ευρύ αναγνωστικό κοινό : ο νεωτερισμός αυτός αιφνίδια σχεδόν εγκαινιάστηκε, καλλιεργήθηκε και καθιερώθηκε από την γενιά του ’30. Από τα παραπάνω ισχύει μόνον το τελευταίο και αυτό εν μέρει. Δύο απαντήσεις μόνον μετέφεραν το χρονικό όριο στον Καβάφη, πράγμα που είναι και αυτό εν μέρει πλάνη και μια τοποθέτησε το φαινόμενο γενικά στην δεκαετία του ‘20.
Ο ελεύθερος στίχος ως μορφικό χαρακτηριστικό της ελληνικής ποίησης επικρατεί αλλά δεν εισάγεται από την γενιά του ’30. Η μορφολογική αυτή επιλογή γνωρίζει δύο ταυτόχρονα προπαρασκευαστικά στάδια ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα : το πεζό ποίημα και τον ελευθερωμένο στίχο. Μας ενδιαφέρει το δεύτερο. Πρόκειται για τον στίχο εκείνο που χαρακτηρίζεται από ανισοσυλλαβία, ενίοτε έλλειψη ρίμας, στροφές ανισόστιχες ή και ετερόμετρες ή ομοιόμετρες. Είναι δηλαδή το είδος του στίχου που σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό αν και διατηρεί την κύρια ποιητική σύμβαση, το στίχο, εμφανίζει πάντως διάφορους βαθμούς διαφυγής από τους αυστηρούς μετρικούς κανόνες. Παρουσιάζεται στα τέλη της δεκαετίας του 1880 και καλλιεργείται από τον Παλαμά, (στην Α’ λυκείου καλό παράδειγμα αποτελεί το απόσπασμα από τον Δωδεκάλογο του Γύφτου που σε ορισμένα σημεία φτάνει στις παρυφές του ελεύθερου στίχου) τον Σικελιανό (ωραίο παράδειγμα μετρικών ελευθεριών αποτελεί η «Ιερά Οδός» ενώ στίχοι από τον «Πρόλογο στη ζωή» να θεωρηθούν άμετροι) και τον Καβάφη ( του οποίου επίσης ποιήματα θα έχουν διδαχθεί στην Α’ τάξη και το είδος του στίχου θα πρέπει να έχει σχολιαστεί διότι αν και πεζολογικό εντούτοις διατηρεί τον ρυθμό του). Στο σημείο αυτό αποκαλύπτεται και η πρώτη συνήθης λανθασμένη αντίληψη ότι ο ελεύθερος στίχος καθιερώθηκε από τον Καβάφη. Ο καβαφικός στίχος είναι κατά κύριο λόγο ιαμβικός με μετρικές διαφυγές και ιδιαίτερη χρήση της ρίμας. Ωστόσο, ο ποιητής μας παραπλανά καθώς οργανώνει τους ιαμβικούς ρυθμούς του και χρησιμοποιεί τη γλώσσα έτσι ώστε να αγγίζει τον ελεύθερο στίχο. Τον ελευθερωμένο στίχο καλλιεργούν και συμβολιστές ποιητές, όπως για παράδειγμα στην Α’ λυκείου το ποίημα του Χατζόπουλου (σ. 448) λιγότερο το «Πάλι βρέχει» του Α. Μελαχρινού (σ. 172) και περισσότερο το ποίημα «Εσωτερικό» του Μ. Παπανικολάου (σ. 189). Στην ίδια κατηγορία, του ελευθερωμένου στίχου με έντονες διαφυγές και τάση απομάκρυνσης από όλες τις μετρικές συμβάσεις μπορούμε να κατατάξουμε και τα καρυωτακικά ποιήματα «[ Είμαστε κάτι…]» και «Στο άγαλμα….» (σ. 178, 180). Γι αυτά εξάλλου το βιβλίο κάνει λόγο στις αντίστοιχες εισαγωγές : « χαλάρωση στο ρυθμικό βάδισμα του στίχου» για το πρώτο ποίημα και η κρίση του Τ. ΄Αγρα σχετικά με τα καρυωτακικά μέτρα στο άλλο ποίημα (σ. 178, 179). Επομένως, η αναφορά αυτή μας υποχρεώνει να κάνουμε λόγο για τον ελευθερωμένο στίχο και τη σταδιακή απόκλισή του από τα μέτρα έως τον ελεύθερο. Ως παραδείγματα μπορούμε να αντιπαραβάλλουμε «Το αμάξι στη βροχή» και το «[Είμαστε κάτι…]». Με τη μέθοδο της συνεξέτασης και αντιπαραβολής από την απόλυτη εφαρμογή του συμβολισμού με το ποίημα του Άγρα και του Μελαχρινού έως τις στιχουργικές διαφυγές του Παπανικολάου και του Καρυωτάκη αναδεικνύονται οι μορφολογικές διαφοροποιήσεις στην διάρκεια του μεσοπολέμου. Όπως φάνηκε από τα ήδη λεχθέντα, όποια από αυτά και αν επιλέξει ο διδάσκων πρέπει να επισημάνει ότι κινούμαστε στην ίδια εποχή με το τελευταίο τμήμα του βιβλίου της Α λυκείου. Θεωρώ σκόπιμη την υπενθύμιση ποιημάτων του Καβάφη, του Σικελιανού και του Παλαμά που γράφτηκαν το ίδιο διάστημα και έχουν, πιθανώς, διδαχτεί την προηγούμενη χρονιά ακόμη και την διανομή φωτοτυπιών με ποιήματα από την προηγούμενη χρονιά ή και άλλα που θα βοηθήσουν την κατανόηση της μορφής.
Η διευθέτηση του ποιητικού υλικού της Β λυκείου γίνεται με χρονολογική γενικά σειρά και η νεότερη ποίηση ξεκινά από τους νεοσυμβολιστές-νεορομαντικούς του μεσοπολέμου, θέτοντας ως όριο στον υπότιτλο της εισαγωγής «Νεότερη λογοτεχνία» το 1922-1930. Στη σύντομη εισαγωγή γίνεται λόγος για τον Παπατσώνη που όμως αναφέρεται στην επόμενη ενότητα-περίοδο. Στην επόμενη εισαγωγή, με τον ίδιο όμως τίτλο, (σ. 194) η νεότερη ποίηση, της οποίας δείγματα υποτίθεται είδαμε, ορίζεται ως εκείνη που «εμφανίστηκε γύρω στα 1930 και καλλιεργήθηκε από τη γενιά του ’30. Εντούτοις, το πρώτο ποίημα ( «Πάλι βρέχει») του Απ. Μελαχρινού χρονολογείται το 1907, ενώ στο «Εσωτερικό» είναι γραμμένο εν πλήρη σχεδόν κυριαρχία του ελεύθερου στίχου, το 1939. Τα επόμενα ευτυχώς προχωρούν χρονολογικά στο μεσοπόλεμο. Χρήσιμο υποστηρικτικό εργαλείο για το Λύκειο είναι, πιστεύω, η Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας που δίνεται στο Γυμνάσιο. Η παραπομπή σε αυτό παρέχει ικανά βοηθητικά γραμματολογικά στοιχεία. Το βιβλίο παραθέτει πρώτα τα ποιήματα των νεοσυμβολιστών και κατόπιν τα εισαγωγικά σχετικά με τον συμβολισμό αλλά μαζί και τον υπερρεαλισμό που όμως θα ακολουθήσει στην επόμενη ενότητα της νεότερης ποίησης. Έτσι με το τέλος της πρώτης ενότητας της Νεότερης ποίησης οι μαθητές γνωρίζουν ότι ο ελεύθερος στίχος δεν έχει καθιερωθεί. Στην αρχή της επόμενης ενότητας οφείλουμε να ξεκινήσουμε με τον Παπατσώνη ως πρώτο Έλληνα ελευθερόστιχο ποιητή, αν και πουθενά δεν αναφέρεται και μάλιστα όχι γύρω στα 1930, αλλά ήδη από το 1920.
Στην εισαγωγή της σ. 171 που προαναφέρθηκε περιέχονται τα εξής για τον Παπατσώνη : «Της ίδιας γενιάς (εννοεί την μεσοπολεμική γενιά των νεορομαντικών), αλλά εντελώς έξω από το κλίμα της υπαρξιακής απόγνωσης, είναι ο Τ. Παπατσώνης. Το έργο του χαρακτηρίζεται από βαθιά θρησκευτική πίστη αλλά και γενικότερα από πίστη στις υψηλές αξίες της ζωής».Στα βιογραφικά του ίδιου ποιητή (σ. 203) αναφέρονται περίπου παρόμοιες εκτιμήσεις για το έργο του και για τα μορφολογικά «μικτή γλώσσα, μετρική και ρυθμική απλότητα, πεζολογικό ύφος» και τίποτε άλλο. Προκύπτει βέβαια ένα ζήτημα στο σημείο αυτό : «Ποιος διδάσκει αλήθεια τα δύο ποιήματα του Παπατσώνη;» Φαντάζομαι ελάχιστοι και πιθανόν η δικαιολογία είναι εύλογη : η επιλογή των κειμένων δεν είναι η καταλληλότερη ( για να μην θέσω το άλλο ερώτημα το χειρότερο : ποιος είναι ο Παπατσώνης;). Θεωρώ ότι αντί αυτών έπρεπε να υπάρχει το πρώτο ελληνικό ελευθερόστιχο ποίημα του ίδιου ποιητή το «Beata Beatrix» και να διδάσκεται για τον λόγο αυτόν. Τουλάχιστον κρίνω σκόπιμη την αναφορά από τον διδάσκοντα στον Παπατσώνη και την σημαντική καινοτομία του. Επιπλέον, με αφορμή το σχόλιο του βιβλίου για πεζολογικό ύφος είναι δυνατόν να εξηγηθεί στους μαθητές το χαρακτηριστικό αυτό και να γίνει αντιπαραβολή ποιημάτων ελευθερόστιχων με πεζολογικό ύφος με ποιήματα έμμετρα. Ή, ακόμη πιο τολμηρά, για να διαφύγουμε και εμείς από τα μέτρα, μπορεί να διδαχτεί το «Beata Beatrix».
Επομένως, στο εξής και μετά τον Παπατσώνη εισερχόμαστε στον ελεύθερο στίχο αλλά σταδιακά και χωρίς η έμμετρη ποίηση να πάψει να καλλιεργείται. Την πρώτη ελυθερόστιχη δεκαετία μάλιστα οι έμμετρες ποιητικές συλλογές υπερτερούν κατά πολύ των ελάχιστων ελευθερόστιχων.
Ο Ν. Βαγενάς διατυπώνει περιεκτικά τα χαρακτηριστικά της μοντέρνας ποίησης συγκαταλέγοντας τον ελεύθερο στίχο, την προβολή της δραματικότητας έναντι του λυρισμού και την σκοτεινότητα του νοήματος. Στην δεκαετία 1930-1940 ( και ο χρονολογικός αυτός διαχωρισμός είναι χονδρικός) η νεότερη ποίηση δεν θα μπορούσε να εκφράσει τα νέα κοινωνικοπολιτικά δεδομένα παρά με τον ελεύθερο στίχο δεν θα μπορούσε να μην ακολουθήσει τις καινοτομίες των άλλων τεχνών. Αυτό εξάλλου αναφέρεται στην εισαγωγή της γενιάς του ’30 (σ. 199). Στην ίδια εισαγωγή γίνεται λόγος για τον ελεύθερο στίχο ως ένα από τα γνωρίσματα της μοντέρνας ποίησης.
Το σύνηθες ερώτημα που τίθεται από τους μαθητές είναι τι σημαίνει ελεύθερος στίχος και στην ελευθερόστιχη ποίηση πώς ορίζεται το ποίημα ελλείψει μέτρου και ρίμας. Η απάντηση πηγάζει από τα ίδια τα κείμενα. Τα ποιήματα του Σεφέρη και του Ελύτη αν και διαφέρουν αισθητά από τα έμμετρα, εντούτοις διατηρούν τον ρυθμό τους. Τα μέτρα δεν είναι τίποτε άλλο παρά ρυθμικοί συντελεστές και η ποίηση δεν γίνεται από μέτρα αλλά από λέξεις. Ο ρυθμός δημιουργείται επομένως στην ελευθερόστιχη ποίηση είτε από τα μορφοσυντακτικά σχήματα με κυριότερο την επανάληψη και τους διάφορους τύπους του παραλληλισμού την θέση δηλαδή των λέξεων είτε από τα παραπάνω με την συνδρομή των παλαιών μετρικών σχημάτων υπό νέα δεδομένα δηλαδή χωρίς περιορισμούς. Επιχειρώντας να απαντήσουμε στους μαθητές μας στην ερώτηση παιχνίδι και παγίδα μαζί : «είναι αυτό ποίημα;» πρέπει να τονιστεί ότι πρόκειται για ποίημα εφόσον διατηρείται μια κύρια σύμβαση, αυτή του στίχου, έστω κι αν αποβάλλονται κάθε άλλες συνθήκες που ίσχυαν στην παραδοσιακή ποίηση. Στα τρία αποσπάσματα του Εμπειρίκου (σ. 227) η έννοια του στίχου δεν καταστρατηγείται, απλώς εξαντλούνται τα τυπογραφικά όρια και η στίξη εντός του στίχου δίνει την εντύπωση πεζού ενώ δεν είναι. Να σημειώσω ότι στίξη μέσα στο στίχο που καταργεί τις μετρικές παύσεις χρησιμοποιεί και ο Καρυωτάκης στο [Είμαστε κάτι…]. Όμοια αίσθηση παράγει η έλλειψη ομοιοκαταληξίας ή στροφών και ο επιγραμματικός χαρακτήρας των αποσπασμάτων. Όμως η ρυθμικότητα παραμένει έντονη. Στο 2 (Η ποίησις είναι ανάπτυξις στίλβοντος ποδηλάτου.) π.χ. οι σύντομες περίοδοι, οι παρηχήσεις ( λ, μ, ο) στον δεύτερο στίχο και τα ιαμβικού ρυθμού τμήματα παράγουν ρυθμό. Στο 3( Τα βλέφαρά μου είναι διάφανες αυλαίες) ο πρώτος στίχος οργανώνεται ιαμβικά και επομένως μόνον με την ανάγνωση είναι εμφανής η ρυθμικότητα ενώ οι δύο επόμενοι με τον παραλληλισμό, καθώς αποτελούν παρόμοια λεξικά συντάγματα. Αλλά ακόμη και στις ακραίες περιπτώσεις που ο στίχος εξαντλείται ή και απορρίπτεται και το ποίημα φτάνει οπτικά τα όρια του πεζού, πρόκειται για ποίημα σε πειραματική μορφή. Τέτοια είναι η περίπτωση του Εμπειρίκου αλλά στο εγχειρίδιο της Γ’ Γυμνασίου. Πρόκειται για κείμενο από την Υψικάμινο που ο πεζολογικός χαρακτήρας του δεν επιτρέπει την κατάταξή του στα ποιήματα. Ακόμη κι αν ανιχνεύεται ιαμβικός ρυθμός δύσκολα ο αναγνώστης περισσότερο του 1935 αλλά και ο νεαρός μαθητής του 2008 να προχωρήσει στον ειδολογικό χαρακτηρισμό ποίημα. Να σημειώσω επιπλέον ότι ο ιαμβικός ρυθμός είναι ο φυσικός ρυθμός της ομιλίας μας στην ελληνική γλώσσα, όπως είχε παρατηρήσει και ο Γ. Σαραντάρης σε κείμενό του για τη στιχουργική. Και πρόκειται για ποιητή που εφάρμοσε την άποψή του στους δικούς του στίχους χρησιμοποιώντας τον ιαμβικό ρυθμό πολύ συχνά, όπως φαίνεται και από το «Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει…» (σ. 233).
Παρόμοιες μορφολογικές παρατηρήσεις γίνονται και σε άλλα ποιήματα. Στον Ρίτσο η Ρωμιοσύνη διακρίνεται από υψηλή παρουσία ιαμβικού ρυθμού ενώ στην Ανυπόταχτη Πολιτεία οφείλουμε να παρακολουθήσουμε το πεζολογικό στοιχείο, το μήκος των στίχων που συχνά ξεπερνά το τυπογραφικό όριο και συνεχίζει, ή την εναλλαγή πολυσύλλαβων στίχων με σύντομους. Στα ποιήματα του Σεφέρη μπορεί να ανιχνευθεί όσο είναι δυνατόν να γίνει από κοινού με τους μαθητές οι συντελεστές της ρυθμικότητας, το μήκος του στίχου, η πεζολογία και να συσχετιστούν αυτά με τη στιχουργική άλλων σύγχρονων ποιητών. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον μορφικά παρουσιάζει το ποίημα του Εγγονόπουλου (σ. 246) « Νέα περί του θανάτου του Ισπανού ποιητού…» το οποίο εφόσον επιλεγεί είναι σκόπιμο να συγκριθεί με το «Μπολιβάρ» της Γ’ Γυμνασίου αλλά κυρίως με το «Ποίηση 1948» του βιβλίου της Θεωρητικής κατεύθυνσης Γ λυκείου όπου η συντομία των στίχων φτάνει στο όριο του στίχου-λέξη. Και στο ποίημα της Β’ Λυκείου το σπάσιμο του στίχου σε μικρές μονάδες ενεργοποιεί τον διασκελισμό και την πολυσημία και τις διαφορετικές δυνατότητες της ανάγνωσης (κατά στίχο ή κατά τη νοηματική αυτοτέλεια). Τέλος, ξεχωριστή είναι η περίπτωση του Ν. Καββαδία ο οποίος με το ιδιότυπο ναυτικό ιδίωμα γράφει έμμετρα ποιήματα εν μέσω ελεύθερου στίχου.
Η προσεκτική εξέταση τη στιχουργικής μορφής αποκαλύπτει τελικά ότι η ελευθερόστιχη ποίηση όχι μόνο άμετρη δεν είναι αφού κάνει χρήση των μέτρων ειδικά στην πρώτη περίοδο 1920-1945 αλλά δεν είναι άρρυθμη αφού αναδεικνύει νέους ρυθμικούς συντελεστές.
Με όλα τα παραπάνω θέλησα να δείξω το σύνθετο χαρακτήρα του μαθήματος στο Λύκειο αλλά και τη συνέχειά του με την ποιητική ύλη της Γ’ Γυμνασίου. Είναι πιθανόν η επικέντρωση σε ένα ή δύο κείμενα να ωφελούσε περισσότερο, όμως ο στόχος μου δεν ήταν ένα διδακτικό παράδειγμα αλλά η αναφορά γενικά στα μορφικά γνωρίσματα και κυρίως στην μετάβαση από την έμμετρη ποίηση και τον ελευθερωμένο στίχο στον ελεύθερο. Αυτά που τόνισα δεν σημαίνουν σε καμία περίπτωση την επαναφορά της κανονιστικής μετρικής ούτε τη θεώρηση των λογοτεχνικών κειμένων υπό το φως της ιστορίας της λογοτεχνίας και στα πλαίσια μιας γραμματολογικής εξέτασης. Πέρα από την μοναδικότητα του κάθε ποιήματος υπάρχει ο περίγυρός του και, χωρίς, αξιολογική κρίση, η θέση του στον χρόνο, στην εποχή του αλλά και η πρόσληψή του στη σημερινή εποχή, εφόσον δεν είναι σύγχρονο. Η επιλεγμένη από τον ποιητή φόρμα πάντοτε κάτι σημαίνει, έχει κάτι να αποκαλύψει και αυτό, νομίζω, πρέπει να δείξουμε στους μαθητές.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *