vroussou's blog

Just another Blogs.sch.gr site

Oμιλος Λογοτεχνίας και Δημιουργικής Γραφής

Συγγραφέας: Βαρβάρα Ρούσσου στις 5 Ιουλίου, 2013

Το σχολ. έτος 2012-13 λειτούργησε στο ΠΠ ΓΕΛΗρακλείου ο Όμιλος Λογοτεχνίας και Δημιουργικής γραφής. Στόχοι του ήταν η εξοικείωση των μαθητών με κείμενα της ελληνικής Λογοτεχνίας και μέσα από τη μελέτη τους η εξοικείωση με λογοτεχνικές συμβάσεις και είδη. Επιπλέον, στοχεύαμε να γίνει η ανάγνωση αφορμή δημιουργίας και ελεύθερης αυτοέκφρασης των μαθητών. Έτσι, οι μαθητές ενθαρρύνθηκαν να γράφουν και να συμμετέχουν σε ποικίλους μαθητικούς λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Μαθητές που συμμετείχαν στον Όμιλο βραβεύτηκαν σε δύο διαγωνισμούς:

Οι Αντωνία Στρατάκη και Εβίτα Πέιου 1ο και 2ο βραβείο ποίησης αντίστοιχα στον Πανελλήνιο Μαθητικό Λογτεχνικό Διαγωνισμό για τα 90 χρόνια από την καταστροφή της Σμύρνης που διοργάνωσε η Ευαγγελική Σχολή Ν. Σμύρνης.

Η Μαριάννα Χαλαμπαλάκη βραβεύτηκε με έπαινο ποίησης στον Πανελλήνιο Μαθητικό Λογοτεχνικό διαγωνισμό της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών.

Οι δημιουργίες όλων των συμμετεχόντων στον Όμιλο συμπεριλήφθηκαν στο βιβλίο που εκδώσαμε με τίτλο Στην ποίηση της αίθουσας…

Καλό καλοκαίρι

 

 

Κατηγορία Χωρίς κατηγορία | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Βραβείο στο πλαίσιο του θεσμού “αριστεία και καλές διδακτικές πρακτικές”

Συγγραφέας: Βαρβάρα Ρούσσου στις 29 Οκτωβρίου, 2012

Το σχολείο μας (και οι φιλόλογοι Βαρβάρα Ρούσσου και Ελένη Νικολιδάκη) βραβεύεται: συγκεκριμένα είμαστε με τη διδακτικήπρακτική που εφαρμόσαμε ανάμεσα στα 100 καλύτερα έργα που βραβεύονται από το Υπουργείο Παιδείας στο πλαίσιο του θεσμού Αριστείας και Καλών Διδακτικών Πρακτικών.

Πρόκειται για τον Όμιλο Λογοτεχνίας που υποδιαιρέθηκε σε όμιλο πεζογραφίας, ποίησης και αρχαίας ελληνικής πεζογραφίας και λειτούργησε την περασμένη σχολική χρονιά.

Κατηγορία Χωρίς κατηγορία | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Τι σχέση έχει αυτό με τη Φόνισσα;

Συγγραφέας: Βαρβάρα Ρούσσου στις 29 Οκτωβρίου, 2012

Σήμερα και στα δύο τμήματα της Β τάξης συζητήσαμε ποια σχέση έχει το παρακάτω βίντεο που παρακολουθήσαμε με τη “Φόνισσα”

Κατηγορία Χωρίς κατηγορία | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Όμιλος δημιουργικής γραφής Πρότυπου Πειραματικού ΓΕΛ Ηρακλείου

Συγγραφέας: Βαρβάρα Ρούσσου στις 29 Οκτωβρίου, 2012

Φέτος δημιουργήσαμε τον Όμιλο δημιουργικής γραφής του Λυκείου μας. Μας οδήγησε σε αυτήν την επιλογή το ενδιαφέρον και η αγάπη ορισμένων μαθητών για τη λογοτεχνία αλλά και η συγγραφική τους διάθεση. Κάποιοι μαθητές αποφάσισαν να “συστηματοποιήσουν” την έφεσή τους στο γράψιμο και να δοκιμαστούν σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Αλλά για να γίνουν συγγραφείς χρειάζεται η άσκηση στην ανάγνωση: η πατρίδα του συγγραφέα δεν είναι μόνον η γλώσσα αλλά και η ανάγνωση. Συνδυάζεται λοιπόν στον Όμιλο η γνώση των τεχνικών συγγραφής και των λογοτεχνικών συμβάσεων με την ανάγνωση βιβλίων.

Η δική μας πρόθεση είναι η προσέγγιση είναι μια άλλη οδός στην προσέγγιση της λογοτεχνίας και στη φιλαναγνωσία. Στο έργο αυτό βοηθούν και επαγγελματίες συγγραφείς τους οποίους καλούμε να μιλήσουν με τα παιδιά για τη λογοτεχνία και τη συγγραφή.

Και επειδή συγγραφέας χωρίς βιβλίο δεν υπάρχει οι μαθητές θα συγκεντρώσουν τα έργα τους στο τέλος του χρόνου, θα τα υποβάλλουν σε κριτική επιτροπή και τα καλύτερά τους θα αποτελέσουν ένα μικρό- το πρώτο τους- βιβλίο.

Κατηγορία Χωρίς κατηγορία | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Όμιλος Λογοτεχνίας Β’ Λυκείου ΠΠΓΛΗ

Συγγραφέας: Βαρβάρα Ρούσσου στις 19 Απριλίου, 2012

Ο Όμιλος Λογοτεχνίας μελετά κυρίως ποίηση με μόνο κίνητρο την αγάπη μας για τον ποιητικό λόγο.

Κατηγορία Χωρίς κατηγορία | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Παράδοση και μοντερνισμός

Συγγραφέας: Βαρβάρα Ρούσσου στις 19 Απριλίου, 2012

Πρότυπο Πειραματικό Γενικό Λύκειο Ηρακλείου

Β. Ρούσσου
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Α ΛΥΚΕΙΟΥ

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ

Εισαγωγή : ο στόχος αυτής της διδακτικής ενότητας είναι :
• να κατανοήσουν οι μαθητές την εξελικτική πορεία της νεοελληνικής ποίησης
• να εντοπίσουν τα βασικά διαφοροποιητικά χαρακτηριστικά που διακρίνουν τη μοντέρνα ποίηση από την λεγόμενη παραδοσιακή
• να ασχοληθούν με την οφθαλμοφανή διαφορά παραδοσιακής (ήτοι αυστηρά έμμετρης- απλά έμμετρης ποίησης με τον ελευθερωμένο στίχο και την ελευθερόστιχη ποίηση)
• να εντοπίσουν βασικούς σταθμούς της ελληνικής ποίησης τόσο χρονολογικούς όσο και κυρίως ποιητικούς (συγκεκριμένα ποιήματα)
• να κατανοήσουν τις μορφολογικές και θεματικές αλλαγές αλλά και τη θέση και το ρόλο του ποιητή στην ελληνική κοινωνία

Α’ φάση (Πριν την ανάγνωση): 4 διδακτικές ώρες
-Διαβάζουμε στην τάξη κατά ομάδες σύντομα κείμενα (άρθρα, αποσπάσματα από μελέτες) για να κατανοήσουν οι μαθητές τη διαφορά μεταξύ παραδοσιακής και μοντέρνας ποίησης. Η κάθε ομάδα αποδίδει το νόημα του κειμένου που μελέτησε στην τάξη. Η διαδικασία είναι δυνατόν να γίνει και στην ολομέλεια της τάξης
Παραδείγματα κειμένων (από τα οποία ο διδάσκων μπορεί να επιλέξει αποσπάσματα για μελέτη στην τάξη:
Ν. Βαγενάς, «Για έναν ορισμό του μοντέρνου στην ποίηση», Θεωρία λογοτεχνίας, Imago, Σειρά Β’, Σπουδές/2, σ. 112-149, ιδίως οι σσ. 118-123 (χωρίς τις σημειώσεις) για τα γνωρίσματα της σύγχρονης ποίησης και οι σσ. 128-138 για το άλογο στην ποίηση. Το κείμενο είναι απαραίτητο για προανάγνωση από τον διδάσκοντα για να μπορέσει να θέσει τους βασικούς άξονες επί των οποίων θα κινηθεί για προσδιορίσει με την τάξη τα χαρακτηριστικά της μοντέρνας ποίησης.
Ε. Γαραντούδης, «Για το σύγχρονο ελληνικό ελεύθερο στίχο», Ποίηση 1 (άνοιξη 1999), σσ. 105-140
Α. Κατσιγιάννη , «Μορφικές μεταρρυθμίσεις στην ελληνική ποίηση του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα», Παλίμψηστον (1987)
Χ. Σακελλαρίου, Η μοντέρνα ποίηση και τα προβλήματα διδασκαλίας της, Gutenberg Αθήνα 1989, σσ. 49-52 (κυρίως για τον καθηγητή)
http://elocus.lib.uoc.gr/dlib/9/6/7/metadata-dlib-2003roussou.tkl

-Διαβάζουμε στην τάξη ποιήματα που έχουν ήδη διδαχτεί οι μαθητές στην Γ’ Γυμνασίου και τους καλούμε να εντοπίσουν και να καταγράψουν τις διαφορές. Από το βιβλίο της Γ’ Γυμνασίου. Τα πλέον κατάλληλα είναι:
Δημοτικό τραγούδι
Βιτσέντσος Κορνάρος, Ερωτόκριτος, σ. 19 (να επισημανθεί η έλλειψη και η παρουσία ρίμας)
Δ. Σολωμός, Ελεύθεροι πολιορκημένοι, σ. 61
Κ. Παλαμάς, Ίαμβοι και Ανάπαιστοι, σ. 115
Κ. Π. Καβάφης, Όσο μπορείς, σ. 121
Κ. Καρυωτάκης , Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα, 147
Ν. Λαπαθιώτης, Νυχτερινό, σ. 142
Α. Εμπειρίκος, Τριαντάφυλλα στο παράθυρο, σ. 177
Ο. Ελύτης, Δώρο ασημένιο ποίημα, σ. 186
Μ. Αναγνωστάκης, Στο παιδί μου, σ. 222
Οι μαθητές κατά ομάδες μπορούν να επεξεργαστούν τα ποιήματα αυτά και να εντοπίσουν στοιχεία μορφολογικά και θεματικά. Κατόπιν στην ολομέλεια του τμήματος θα γίνουν συγκρίσεις ως προς τα χαρακτηριστικά παλαιότερων και νεώτερων ποιημάτων.
Χρήσιμο βοήθημα και στις δύο φάσεις αποτελεί το Λεξικό Λογοτεχνικών Όρων όπου οι μαθητές θα καταφύγουν για να αντλήσουν στοιχεία κυρίως σχετικά με τα ρεύματα και με τα σχήματα λόγου.

Β’ φάση (Ανάγνωση): 10 διδακτικές ώρες
Οι μαθητές σε ομάδες αναλαμβάνουν να επεξεργαστούν ποιήματα από την επτανησιακή σχολή έως και την β μεταπολεμική γενιά ή και τη γενιά του 2000 εάν χρησιμοποιηθούν κείμενα εκτός βιβλίου. Με άξονες τα ποιήματα από τα ΚΝΛ και των τριών τάξεων του Λυκείου η μελέτη μπορεί να εμπλουτιστεί και με άλλα χαρακτηριστικά δείγματα παραδοσιακής και μοντέρνας ποίησης.
Για την ανάδειξη της συμβολής των Παλαμά, Σικελιανού, Καβάφη, Καρυωτάκη σκόπιμο είναι να δοθούν ποιήματα τόσο έμμετρα όσο και με ελευθερωμένο (ή σχεδόν ελεύθερο για τους Σικελιανό και Παλαμά). Στον Καβάφη τονίζεται και η δραματικότητα-πεζολογία ως χαρακτηριστικά της μοντέρνας ποίησης ταυτόχρονα με την εκμετάλλευση ενός βασικού παραδοσιακού στοιχείου: του ιαμβικού.
Το βιβλίο ΚΝΛ της Β Λυκείου περιέχει το ποίημα του Τ. Παπατσώνη «Περιηγητές στη λειτουργία» που δεν αποτελεί το βασικό δείγμα του ποιητή ούτε αναδεικνύει τη συμβολή του στη μορφολογική εξέλιξη της νεοελληνικής ποίησης. Κρίνεται κατάλληλο το «Beata Beatrix” «Adventus ή προ της ελεύσεως» που είναι και τα πρώτα ελληνικά ελευθερόστιχα ποιήματα (γρ.1920 δημ. 1920 και 1921). Επίσης μπορούν να δοθούν και ποιήματα από τη Στροφή του Σεφέρη όπου η παραδοσιακή μορφή συναντά την μοντέρνα έκφραση. Τέλος θα πρότεινα στην σύγχρονη ποίηση οι μαθητές να έλθουν σε επαφή: α) με την επιστροφή των παραδοσιακών μορφών ποίησης (π.χ. σονέτα των Γκανά, Κοροπούλη, Λάγιου, Καψάλη, έμμετρη ποίηση του Γκανά κ. ά. βλ. ενδεικτικά τη σελίδα www.pampalaionero.wordpress.com ) β) είναι επίσης χρήσιμο οι μαθητές στο τέλος της διδακτικής ενότητας να έρθουν σε επαφή με πολύ νέους ποιητές (βλ. την ανθολογία 30 έως 30. τριάντα ποιητές έως τριάντα ετών. Ένα τοπίο της νέας ποίησης, επιλογή Γ. Μπλάνας, Ντ. Σιώτης, Κοινωνία των δεκάτων, Αθήνα 2011)
Οι ομάδες μελέτης μπορούν να διαιρεθούν είτε χρονολογικά είτε κατά ρεύμα ( π.χ. επτανησιακή σχολή, νεοσυμβολισμός, μοντερνισμός, υπερρεαλισμός, νεουπερρεαλισμός κλπ). Κάθε ομάδα εντοπίζει γνωρίσματα μιας γενιάς ή ενός ρεύματος, μελετά και επεξεργάζεται τα κείμενα και τέλος καταγράφει τα συμπεράσματά της σε ένα κείμενο. Οι μαθητές μπορούν να μελετήσουν ομαδικά τα κείμενα ή να ανατεθεί η επεξεργασία τους ανά δύο μαθητές. Ο διδάσκων μπορεί να ορίσει συγκεκριμένες εργασίες ανά ομάδα. Οι ομάδες είναι δυνατόν να μελετήσουν και μελοποιημένη ποίηση (παραδοσιακή και μοντέρνα). Τα χαρακτηριστικότερα ποιήματα και τα συμπεράσματα κάθε ομάδας συζητιούνται στην τάξη.

Ενδεικτική διαίρεση και ενδεικτικά κείμενα Τα θέματα-ρεύματα και ποιητές που θα επεξεργαστεί κάθε ομάδα είναι δυνατόν να χωριστούν με διαφορετικό και ίσως προσφορότερο τρόπο. Αν υποθέσουμε ότι πρόκειται για τάξη 25 μαθητών οι 5 μαθητές ανά ομάδα μπορούν να ασχοληθούν με θέματα που διαφέρουν αρκετά όπως π.χ. Σικελιανός και νεοσυμβολιστές, Καβάφης και μοντερνιστές. Εξάλλου το μάθημα λειτουργεί υπό τις αρχές του project.).

Ομάδα 1η
Δημοτικό τραγούδι – Επτανησιακή σχολή –(Ρομαντικοί Αθήνας) Παλαμάς
Του νεκρού αδελφού* ΚΝΛ Α’ Λυκείου
Δ. Σολωμός, Ελεύθεροι Πολιορκημένοι Σχεδίασμα Γ’ »
Ι. Πολυλάς, Ερασιτέχνης »
Α. Λασκαράτος, Προβόδισμα** »
(Α.Ρ. Ραγκαβής, Διονύσου πλους »)
Κ. Παλαμάς, Το πανηγύρι στα σπάρτα »
Ο δωδεκάλογος του γύφτου »
Σατιρικά γυμνάσματα »
[Το ίδιο τραγούδι]
Ενδεικτικά ερωτήματα για μελέτη: Ποια είναι η μορφολογική οργάνωση των ποιημάτων; Είναι όμοια για όλα τα ποιήματα; Ποια είναι η θεματική τους; Πώς σχολιάζετε τη γλώσσα και το λεξιλόγιό τους; Εκφράζουν και με ποιο τρόπο τους ανθρώπους και την εποχή στην οποία γράφτηκαν; Παρατηρείτε αλλαγές ύφους, γλώσσας και μορφής ανάμεσα στα ποιήματα και ποιες; Διαθέτουν άμεση αναφορά στην πραγματικότητα ή ξεφεύγουν από αυτήν και πώς;
* Στην παραλογή αυτή οι μαθητές θα διερωτηθούν για τη μορφή του δημοτικού (μέτρο-ομοιοκαταληξία, αφηγηματική μορφή, στοιχεία παραλόγου τα οποία θα συσχετίσουν αργότερα με τον υπερρεαλισμό. Είναι άραγε το δημοτικό τραγούδι υπερρεαλιστικό;)
** Με το ποίημα αυτό οι μαθητές κατευθύνονται στο ερώτημα «ποιο σκοπό εξυπηρετεί η ποίηση;». Το ποίημα του Λασκαράτου παρέχει μια απάντηση. Επίσης εισάγεται η έννοια ποιήματα ποιητικής (ενδεχομένως και αυτοαναφορικότητα).

Ομάδα 2η
Σικελιανός –Νεοσυμβολισμός
Α. Σικελιανός, Ιερά Οδός »
Πνευματικό Εμβατήριο »
[Αλαφροϊσκιωτος-Η φωνή]
Κ. Καρυωτάκης, Είμαστε κάτι ΚΝΛ Β’ Λυκείου
Μπαλάντα σους άδοξους ποιητές των αιώνων »
Μικρή ασυμφωνία εις Α μείζον Νεοελληνική λογοτεχνία Γ
Λυκείου (Θεωρητική Κατ/νση)
[Όλοι μαζί]
[Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα]*
Μ. Παπανικολάου, Εσωτερικό ΚΝΛ Β’ Λυκείου
Μ. Πολυδούρη, Κοντά σου
[Ν. Λαπαθιώτης, Ερωτικό] »
Ενδεικτικά ερωτήματα για μελέτη: Ποια είναι η μορφολογική οργάνωση των ποιημάτων; Είναι όμοια για όλα τα ποιήματα; Ποια είναι η θεματική τους; Ποια σχέση έχουν τα ποιήματα με τις κοινωνικές ιστορικές συνθήκες στις οποίες γράφτηκαν; Πώς σχολιάζετε τη γλώσσα και το λεξιλόγιό τους; Παρατηρείτε αλλαγές ύφους, γλώσσας και μορφής ανάμεσα στα ποιήματα και ποιες; Ποια από τα ποιήματα βρίσκονται πλησιέστερα στο σύγχρονο άνθρωπο και τα προβλήματά του; Δείτε τα ποιήματα της ομάδας 3 και συγκρίνετέ τα με τα δικά σας: σε τι μοιάζουν και σε τι διαφέρουν;
* το ποίημα είναι σημαντικό για τις απόπειρες διαφυγής από την αυστηρά έμμετρη ποίηση

Ομάδα 3η
Καβάφης-Μοντερνισμός
Κ. Καβάφης, Ιθάκη ΚΝΛ Α’ Λυκείου
Περιμένοντας τους βαρβάρους »
[Ο Γενάρης του 1904]
[Εν μεγάλη ελληνική αποικία *]
[Τ. Παπατσώνης «Beata Beatrix” «Adventus ή προ της ελεύσεως»]
[Θ. Ντόρρος Δυο χάδια]
[Ζ. Οικονόμου, Μνήμη καθαρή]
Γ. Σεφέρης [ Ερωτικός Λόγος Ε’]
Πάνω σ’ έναν ξένο στίχο * * ΚΝΛ Β’ Λυκείου
Ελένη** »
Γ. Ρίτσος, Ο τόπος μας »
Ανυπόταχτη πολιτεία »
Η σονάτα του σεληνόφωτος Λογοτεχνία θεωρητικής κατ/νσης
Ενδεικτικά ερωτήματα για μελέτη: Γιατί τα ποιήματα που μελετήσατε ανήκουν στην μοντέρνα ποίηση; Ποιες διαφορές έχουν από τα ποιήματα που είχατε διαβάσει στην αρχή της ενότητας (προαναγνωστική φάση); Με ποια μοιάζουν και ως προς τι; Ποια από τα χαρακτηριστικά της μοντέρνας ποίησης εντοπίζετε στα ποιήματα που μελετήσατε;
* Το ποίημα είναι χρήσιμο για την παρουσία της ομοιοκαταληξίας. Επίσης για την καβαφική ποίηση βασική είναι η επισήμανση του ελευθερωμένου και όχι του ελεύθερου στίχου.
** Με τα ποιήματα μπορεί να εισαχθεί η έννοια της διακειμενικότητας και του διαλόγου μεταξύ λογοτεχνικών έργων.

Ομάδα 4η
Υπερρεαλισμός-Α’ μεταπολεμική γενιά
Ο. Ελύτης, Η τρελή ροδιά ΚΝΛ Β Λυκείου
Η Μαρίνα των βράχων »
Α. Εμπειρίκος, τρία αποσπάσματα »
Ν. Εγγονόπουλος, Νέα περί του θανάτου…. »
[Ύμνος δοξαστικός για τις γυναίκες που αγαπούμε]
[Τραμ και Ακρόπολις]
Γ. Σαραντάρης, Δεν είμαστε ποιητές »
Μ. Σαχτούρης, Στρατιώτης ποιητής ΚΝΛ Γ Λυκείου
Αποκριά »
Ο ελεγκτής Λογοτεχνία Θεωρητικής κατ/νσης
Μ. Αναγνωστάκης, Θεσσαλονίκη…. ΚΝΛ Γ Λυκείου
Επιτύμβιον »
Στο Ν Ε… Λογοτεχνία Θεωρητικής κατ/νσης
Τ. Πατρίκιος, Οφειλή
Τ. Σινόπουλος, Ο καιόμενος ΚΝΛ Γ Λυκείου
[ Νεκρόδειπνος]
Ν. Βαλαωρίτης, Μικρός θρήνος »
[Το θαύμα]
[Κατάσταση αντιπολιορκίας]
[Μ. Χατζηλαζάρου, Είναι η καρδιά μου το εκστατικότερο καστανό μάτι]
[Μ. Αξιώτη, Σύμπτωση* ]
Ε. Βακαλό, Πώς έγινε ένας κακός άνθρωπος ΚΝΛ Γ Λυκείου
* Το εκτενές αυτό ποίημα βρίσκεται μόνο στη συλλογή Ποιήματα της Μ. Αξιώτη. Παρουσιάζει ενδιαφέρον διότι ακολουθεί χαρακτηριστικά του υπερρεαλισμού. Οι Χατζηλαζάρου και Αξιώτη είναι οι πρώτες υπερρεαλίστριες. Στο έργο της Αξιώτη μάλιστα προβάλλεται ιδιαίτερα η γυναίκα.
Ενδεικτικά ερωτήματα: Ποια ιδιαίτερα μορφολογικά γνωρίσματα παρουσιάζονται στα ποιήματα που μελετήσατε; Μπορείτε να εντοπίσετε τον θεματικό άξονα των ποιημάτων αυτών; Υπάρχει ένας κοινός κύριος θεματικός άξονας; Τι παρατηρείτε σχετικά με τη γλώσσα των υπερρεαλιστικών ποιημάτων; Πώς λειτουργούν οι εικόνες στην υπερρεαλιστική ποίηση; Ποιος είναι ο τόνος, το ύφος των ποιημάτων που μελετήσατε;

Ομάδα 5η
Νεώτερη ποίηση
[Μ. Γκανάς, Χριστουγεννιάτικη ιστορία]
Το σκυλί ΚΝΛ Γ’ Λυκείου
Κ. Δημουλά, Τα πάθη της βροχής Λογοτεχνία θεωρητικής κατ/νσης
Σημείο αναγνωρίσεως »
Κονιάκ μηδέν αστέρων »
Θ. Γκόρπας, Ομόνοια Άνω Πετράλωνα ΚΝΛ Γ’ Λυκείου
Μ. Κέντρου-Αγαθοπούλου, Ο μοτοσυκλετιστής »
[Μ. Μαρκίδης, Παράπονο ποιητού γενιάς του ΄60]
[Οι βαλίτσες του Οκτώβρη]
Λ. Πούλιος, Δρόμοι ΚΝΛ Γ’ Λυκείου
Καλοκαίρι ’78 »
[Το ρολόι]
Μ. Μέσκος, Το άλογο »
[τα ανώνυμα]
Δ. Χριστοδούλου, Για ένα παιδί που κοιμάται »
Β. Λεοντάρης [Νυχτερινά]
[Μόνον δια της λύπης]
Ντ. Χριστιανόπουλος, Δημάς ΚΝΛ Γ’ Λυκείου
[Επικίνδυνη μοναξιά]
[Μ. Πρατικάκης, Ως πέρα το δέντρο της οικογένειας]
[Η. Λάγιος, Βροχηδόν]*
* Το ποίημα έχει ενδιαφέρον γιατί δείχνει τη χρήση έμμετρων μορφών στην σύγχρονη ποίηση.
Ολομέλεια
Για τις τελευταίες ώρες και στην ολομέλεια του τμήματος είναι δυνατόν να παρουσιαστούν πολύ νέοι ποιητές. Ενδεικτικά αναφέρω: Αριστέα Παπαλεξάνδρου, Χάρης Ψαρράς, Δημήτρης Λεοντζάκος, Δήμητρα Κωτούλα, Θοδωρής Ρακόπουλος, Ναταλία Κατσού, Νίκος Ερηνάκης, Ελένη Τζατζιμάκη. Ενδεχομένως οι μαθητές να έχουν εντοπίσει και επιλέξει ποιητές από το διαδίκτυο (www. e-poema.gr ή www.poeticanet.gr)
Κοινό θέμα για μελέτη: Καταγράψτε τις φάσεις από τις οποίες πέρασε η νεοελληνική ποίηση από την εποχή του Ερωτόκριτου έως σήμερα δίνοντας έμφαση στη θεματική, τη γλώσσα και τη μορφή των ποιημάτων.

• Τα κείμενα σε αγκύλες δεν βρίσκονται στα διδακτικά εγχειρίδια του Λυκείου. Όλα υπάρχουν στην ανθολογία Η ελληνική ποίηση του 20ου αι. Μια συγχρονική ανθολογία, επιμέλεια-ανθολόγηση Ε. Γαραντούδης, Μεταίχμιο, Αθήνα 2006
• Τα κείμενα που παρατίθενται είναι ενδεικτικά. Ο διδάσκων μπορεί να κάνει τις δικές του επιλογές που κατευθύνονται από την τάξη του. Μπορεί να περιοριστεί στα διδακτικά εγχειρίδια του Λυκείου ή και του Γυμνασίου ή να χρησιμοποιήσει την τεχνική των ομόθεμων ποιημάτων -τη συστάδα ποιημάτων- στην ολομέλεια του τμήματος ή να επεκταθεί περισσότερο. Χρήσιμο βοήθημα σε αυτήν την περίπτωση είναι η Ποιητική Ανθολογία Σοκόλη η οποία υπάρχει σχεδόν σε όλα τα σχολεία.
• Η πρόταση αυτή είναι ενδεικτική και αφήνει πολλά περιθώρια (ανα)προσαρμογής. Γι αυτό δεν περιλαμβάνει ενδεικτικά φύλλα εργασίας.

Κατηγορία Χωρίς κατηγορία | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Μορφολογικές παρατηρήσεις στα ποιητικά κείμενα της Β’ λυκείου : από την έμμετρη στην ελευθερόστιχη ποίηση.

Συγγραφέας: Βαρβάρα Ρούσσου στις 19 Απριλίου, 2012

Μορφολογικές παρατηρήσεις στα ποιητικά κείμενα της Β’ λυκείου : από την έμμετρη στην ελευθερόστιχη ποίηση.
Βαρβάρα Ρούσσου
Φιλόλογος- Phd νεοελ. φιλολογίας

Η εισήγησή μου αυτή βασίζεται στα εξής δεδομένα : 1) στα ίδια τα ποιητικά κείμενα που περιέχονται στο διδακτικό εγχειρίδιο της Β’ λυκείου 2) σε ένα ερωτηματολόγιο που διένειμα σε συναδέλφους που διδάσκουν την λογοτεχνία και στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο’ αν και δεν χρησιμοποίησα αντιπροσωπευτικό αλλά απλό δείγμα, δεν κινήθηκα δηλαδή με όρους στατιστικής, θεωρώ, εκ πείρας και από συζητήσεις, ότι τα αποτελέσματα δεν απέχουν πολύ από την πραγματικότητα. 3) Βάση μου υπήρξε η φράση του Άγρα στα σχόλιά του για τον καλλιτέχνη και αυτό θα παρακαλούσα να το συγκρατήσετε : « Η μορφή είναι η εφαρμοσμένη ηθική του καλλιτέχνου» ταυτίζοντας ό,τι αποκαλούμε περιεχόμενο με την μορφή του ποιήματος. 4) η σύγχρονη θεωρία ή θεωρίες της λογοτεχνίας και ειδικότερα η σύγχρονη μετρικολογία ως τμήμα της υφολογίας. Η μετρικολογία αυτού του τύπου ως τμήμα της υφολογίας δεν επιζητά την επιβεβαίωση ή την άρνηση κανόνων αλλά εξετάζει το ποίημα ως μοναδικό μορφολογικό φαινόμενο και μάλιστα όχι αποκομμένο από τα συμφραζόμενά του.
Πριν συντάξω το κείμενο αυτής της εισήγησης εξέτασα τις απαντήσεις του ερωτηματολογίου που προανέφερα. Στο ερώτημα αν γίνεται αναφορά στα μορφολογικά στοιχεία πλειοψήφησε η απάντηση αρκετά-αρκετές φορές. Είναι γεγονός ότι το εγχειρίδιο της Β’ τάξης του Λυκείου παρουσιάζει, ως προς τα ποιητικά κείμενα ένα εύρος όχι μόνον χρονικό αλλά και θεματικό και υφολογικό και μορφολογικό. Ο διδάσκων είναι υποχρεωμένος να διατρέξει σημαντικό μέρος της νεότερης ποίησης, ποιήματα που διαφέρουν μεταξύ τους στη φόρμα, τη θεματική, τη γλώσσα, το ύφος. Το αντικείμενό μας όμως στα πλαίσια αυτής της εισήγησης, είναι η διδασκαλία της φόρμας γι’ αυτό ας δούμε τα πράγματα αναλυτικά και με βάση τα κείμενα.
Όταν μεταβαίνουμε από την ποίηση του Μελαχρινού, του Άγρα του Λαπαθιώτη στον Σεφέρη, το Ρίτσο, τον Ελύτη η οφθαλμοφανής διαφορά χρειάζεται τόσο επεξήγηση όσο και απάντηση στο ερώτημα «πώς προέκυψε η μορφή αυτή;». Όταν μεταξύ των ελευθερόστιχων ποιητών παρεμβάλλεται έμμετρο ποίημα του Καββαδία το ζήτημα απαιτεί εξηγήσεις.
Όπως προανέφερα η μετρικολογία δεν είναι η παλαιά κανονιστικού τύπου μετρική που την γνωρίσαμε οι παλαιότεροι ως μαθητές και ορισμένοι ως φοιτητές με σημεία αναφοράς κυρίως το εγχειρίδιο του Θρ. Σταύρου ή του Γιαν. Σαραλή. Υπάρχουν φυσικά και νεώτεροι φιλόλογοι μεταξύ μας που δεν γνωρίζουν ούτε αυτά τα μετρικολογικά στοιχεία. Η μετρικολογία σήμερα, ως τμήμα της υφολογίας, επιδιώκει όχι την γενίκευση αλλά την εξέταση της μοναδικότητας κάθε έργου. Κάνω λόγο για εξέταση και όχι για ερμηνεία ή εξήγηση. Οι αναφορές που γίνονται στη μορφή δεν έχουν την υφή των γραμματικών παρατηρήσεων δηλαδή δεν παραπέμπουν σε ένα γενικευτικό σχήμα και δεν επιδιώκουν αναγωγή σε αυτό το σχήμα είτε ως επιβεβαίωσή του είτε ως εξαίρεση. Δεν είναι ανάγκη οι μαθητές να γνωρίζουν με ακρίβεια τα αφηρημένα μετρικά σχήματα και τις μετρικολογικές έννοιες, πλην ολίγων. Εξετάζουμε πρωτίστως την συγκεκριμένη μορφή στα δικά της πλαίσια και ιδιαίτερα αυτό ισχύει για τα ποιήματα σε ελευθερωμένο ή ελεύθερο στίχο.
Στο σημείο αυτό θεωρώ αναγκαίο να αποκαταστήσω την πλάνη των περισσότερων από εμάς τους αναγνώστες της ποίησης και κυρίως των φιλολόγων που με τη σειρά μας θα αποκαταστήσουμε την αλήθεια στους μαθητές μας. Στο ερώτημα πότε νομίζετε ότι εμφανίζεται ο ελεύθερος στίχος η γενικευμένη πλάνη αποδείχτηκε ότι ισχύει και για τους φιλόλογους, τουλάχιστον τους ερωτηθέντες, οι οποίοι έχουν την ίδια εντύπωση για την εμφάνιση του ελεύθερου στίχου με το ευρύ αναγνωστικό κοινό : ο νεωτερισμός αυτός αιφνίδια σχεδόν εγκαινιάστηκε, καλλιεργήθηκε και καθιερώθηκε από την γενιά του ’30. Από τα παραπάνω ισχύει μόνον το τελευταίο και αυτό εν μέρει. Δύο απαντήσεις μόνον μετέφεραν το χρονικό όριο στον Καβάφη, πράγμα που είναι και αυτό εν μέρει πλάνη και μια τοποθέτησε το φαινόμενο γενικά στην δεκαετία του ‘20.
Ο ελεύθερος στίχος ως μορφικό χαρακτηριστικό της ελληνικής ποίησης επικρατεί αλλά δεν εισάγεται από την γενιά του ’30. Η μορφολογική αυτή επιλογή γνωρίζει δύο ταυτόχρονα προπαρασκευαστικά στάδια ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα : το πεζό ποίημα και τον ελευθερωμένο στίχο. Μας ενδιαφέρει το δεύτερο. Πρόκειται για τον στίχο εκείνο που χαρακτηρίζεται από ανισοσυλλαβία, ενίοτε έλλειψη ρίμας, στροφές ανισόστιχες ή και ετερόμετρες ή ομοιόμετρες. Είναι δηλαδή το είδος του στίχου που σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό αν και διατηρεί την κύρια ποιητική σύμβαση, το στίχο, εμφανίζει πάντως διάφορους βαθμούς διαφυγής από τους αυστηρούς μετρικούς κανόνες. Παρουσιάζεται στα τέλη της δεκαετίας του 1880 και καλλιεργείται από τον Παλαμά, (στην Α’ λυκείου καλό παράδειγμα αποτελεί το απόσπασμα από τον Δωδεκάλογο του Γύφτου που σε ορισμένα σημεία φτάνει στις παρυφές του ελεύθερου στίχου) τον Σικελιανό (ωραίο παράδειγμα μετρικών ελευθεριών αποτελεί η «Ιερά Οδός» ενώ στίχοι από τον «Πρόλογο στη ζωή» να θεωρηθούν άμετροι) και τον Καβάφη ( του οποίου επίσης ποιήματα θα έχουν διδαχθεί στην Α’ τάξη και το είδος του στίχου θα πρέπει να έχει σχολιαστεί διότι αν και πεζολογικό εντούτοις διατηρεί τον ρυθμό του). Στο σημείο αυτό αποκαλύπτεται και η πρώτη συνήθης λανθασμένη αντίληψη ότι ο ελεύθερος στίχος καθιερώθηκε από τον Καβάφη. Ο καβαφικός στίχος είναι κατά κύριο λόγο ιαμβικός με μετρικές διαφυγές και ιδιαίτερη χρήση της ρίμας. Ωστόσο, ο ποιητής μας παραπλανά καθώς οργανώνει τους ιαμβικούς ρυθμούς του και χρησιμοποιεί τη γλώσσα έτσι ώστε να αγγίζει τον ελεύθερο στίχο. Τον ελευθερωμένο στίχο καλλιεργούν και συμβολιστές ποιητές, όπως για παράδειγμα στην Α’ λυκείου το ποίημα του Χατζόπουλου (σ. 448) λιγότερο το «Πάλι βρέχει» του Α. Μελαχρινού (σ. 172) και περισσότερο το ποίημα «Εσωτερικό» του Μ. Παπανικολάου (σ. 189). Στην ίδια κατηγορία, του ελευθερωμένου στίχου με έντονες διαφυγές και τάση απομάκρυνσης από όλες τις μετρικές συμβάσεις μπορούμε να κατατάξουμε και τα καρυωτακικά ποιήματα «[ Είμαστε κάτι…]» και «Στο άγαλμα….» (σ. 178, 180). Γι αυτά εξάλλου το βιβλίο κάνει λόγο στις αντίστοιχες εισαγωγές : « χαλάρωση στο ρυθμικό βάδισμα του στίχου» για το πρώτο ποίημα και η κρίση του Τ. ΄Αγρα σχετικά με τα καρυωτακικά μέτρα στο άλλο ποίημα (σ. 178, 179). Επομένως, η αναφορά αυτή μας υποχρεώνει να κάνουμε λόγο για τον ελευθερωμένο στίχο και τη σταδιακή απόκλισή του από τα μέτρα έως τον ελεύθερο. Ως παραδείγματα μπορούμε να αντιπαραβάλλουμε «Το αμάξι στη βροχή» και το «[Είμαστε κάτι…]». Με τη μέθοδο της συνεξέτασης και αντιπαραβολής από την απόλυτη εφαρμογή του συμβολισμού με το ποίημα του Άγρα και του Μελαχρινού έως τις στιχουργικές διαφυγές του Παπανικολάου και του Καρυωτάκη αναδεικνύονται οι μορφολογικές διαφοροποιήσεις στην διάρκεια του μεσοπολέμου. Όπως φάνηκε από τα ήδη λεχθέντα, όποια από αυτά και αν επιλέξει ο διδάσκων πρέπει να επισημάνει ότι κινούμαστε στην ίδια εποχή με το τελευταίο τμήμα του βιβλίου της Α λυκείου. Θεωρώ σκόπιμη την υπενθύμιση ποιημάτων του Καβάφη, του Σικελιανού και του Παλαμά που γράφτηκαν το ίδιο διάστημα και έχουν, πιθανώς, διδαχτεί την προηγούμενη χρονιά ακόμη και την διανομή φωτοτυπιών με ποιήματα από την προηγούμενη χρονιά ή και άλλα που θα βοηθήσουν την κατανόηση της μορφής.
Η διευθέτηση του ποιητικού υλικού της Β λυκείου γίνεται με χρονολογική γενικά σειρά και η νεότερη ποίηση ξεκινά από τους νεοσυμβολιστές-νεορομαντικούς του μεσοπολέμου, θέτοντας ως όριο στον υπότιτλο της εισαγωγής «Νεότερη λογοτεχνία» το 1922-1930. Στη σύντομη εισαγωγή γίνεται λόγος για τον Παπατσώνη που όμως αναφέρεται στην επόμενη ενότητα-περίοδο. Στην επόμενη εισαγωγή, με τον ίδιο όμως τίτλο, (σ. 194) η νεότερη ποίηση, της οποίας δείγματα υποτίθεται είδαμε, ορίζεται ως εκείνη που «εμφανίστηκε γύρω στα 1930 και καλλιεργήθηκε από τη γενιά του ’30. Εντούτοις, το πρώτο ποίημα ( «Πάλι βρέχει») του Απ. Μελαχρινού χρονολογείται το 1907, ενώ στο «Εσωτερικό» είναι γραμμένο εν πλήρη σχεδόν κυριαρχία του ελεύθερου στίχου, το 1939. Τα επόμενα ευτυχώς προχωρούν χρονολογικά στο μεσοπόλεμο. Χρήσιμο υποστηρικτικό εργαλείο για το Λύκειο είναι, πιστεύω, η Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας που δίνεται στο Γυμνάσιο. Η παραπομπή σε αυτό παρέχει ικανά βοηθητικά γραμματολογικά στοιχεία. Το βιβλίο παραθέτει πρώτα τα ποιήματα των νεοσυμβολιστών και κατόπιν τα εισαγωγικά σχετικά με τον συμβολισμό αλλά μαζί και τον υπερρεαλισμό που όμως θα ακολουθήσει στην επόμενη ενότητα της νεότερης ποίησης. Έτσι με το τέλος της πρώτης ενότητας της Νεότερης ποίησης οι μαθητές γνωρίζουν ότι ο ελεύθερος στίχος δεν έχει καθιερωθεί. Στην αρχή της επόμενης ενότητας οφείλουμε να ξεκινήσουμε με τον Παπατσώνη ως πρώτο Έλληνα ελευθερόστιχο ποιητή, αν και πουθενά δεν αναφέρεται και μάλιστα όχι γύρω στα 1930, αλλά ήδη από το 1920.
Στην εισαγωγή της σ. 171 που προαναφέρθηκε περιέχονται τα εξής για τον Παπατσώνη : «Της ίδιας γενιάς (εννοεί την μεσοπολεμική γενιά των νεορομαντικών), αλλά εντελώς έξω από το κλίμα της υπαρξιακής απόγνωσης, είναι ο Τ. Παπατσώνης. Το έργο του χαρακτηρίζεται από βαθιά θρησκευτική πίστη αλλά και γενικότερα από πίστη στις υψηλές αξίες της ζωής».Στα βιογραφικά του ίδιου ποιητή (σ. 203) αναφέρονται περίπου παρόμοιες εκτιμήσεις για το έργο του και για τα μορφολογικά «μικτή γλώσσα, μετρική και ρυθμική απλότητα, πεζολογικό ύφος» και τίποτε άλλο. Προκύπτει βέβαια ένα ζήτημα στο σημείο αυτό : «Ποιος διδάσκει αλήθεια τα δύο ποιήματα του Παπατσώνη;» Φαντάζομαι ελάχιστοι και πιθανόν η δικαιολογία είναι εύλογη : η επιλογή των κειμένων δεν είναι η καταλληλότερη ( για να μην θέσω το άλλο ερώτημα το χειρότερο : ποιος είναι ο Παπατσώνης;). Θεωρώ ότι αντί αυτών έπρεπε να υπάρχει το πρώτο ελληνικό ελευθερόστιχο ποίημα του ίδιου ποιητή το «Beata Beatrix» και να διδάσκεται για τον λόγο αυτόν. Τουλάχιστον κρίνω σκόπιμη την αναφορά από τον διδάσκοντα στον Παπατσώνη και την σημαντική καινοτομία του. Επιπλέον, με αφορμή το σχόλιο του βιβλίου για πεζολογικό ύφος είναι δυνατόν να εξηγηθεί στους μαθητές το χαρακτηριστικό αυτό και να γίνει αντιπαραβολή ποιημάτων ελευθερόστιχων με πεζολογικό ύφος με ποιήματα έμμετρα. Ή, ακόμη πιο τολμηρά, για να διαφύγουμε και εμείς από τα μέτρα, μπορεί να διδαχτεί το «Beata Beatrix».
Επομένως, στο εξής και μετά τον Παπατσώνη εισερχόμαστε στον ελεύθερο στίχο αλλά σταδιακά και χωρίς η έμμετρη ποίηση να πάψει να καλλιεργείται. Την πρώτη ελυθερόστιχη δεκαετία μάλιστα οι έμμετρες ποιητικές συλλογές υπερτερούν κατά πολύ των ελάχιστων ελευθερόστιχων.
Ο Ν. Βαγενάς διατυπώνει περιεκτικά τα χαρακτηριστικά της μοντέρνας ποίησης συγκαταλέγοντας τον ελεύθερο στίχο, την προβολή της δραματικότητας έναντι του λυρισμού και την σκοτεινότητα του νοήματος. Στην δεκαετία 1930-1940 ( και ο χρονολογικός αυτός διαχωρισμός είναι χονδρικός) η νεότερη ποίηση δεν θα μπορούσε να εκφράσει τα νέα κοινωνικοπολιτικά δεδομένα παρά με τον ελεύθερο στίχο δεν θα μπορούσε να μην ακολουθήσει τις καινοτομίες των άλλων τεχνών. Αυτό εξάλλου αναφέρεται στην εισαγωγή της γενιάς του ’30 (σ. 199). Στην ίδια εισαγωγή γίνεται λόγος για τον ελεύθερο στίχο ως ένα από τα γνωρίσματα της μοντέρνας ποίησης.
Το σύνηθες ερώτημα που τίθεται από τους μαθητές είναι τι σημαίνει ελεύθερος στίχος και στην ελευθερόστιχη ποίηση πώς ορίζεται το ποίημα ελλείψει μέτρου και ρίμας. Η απάντηση πηγάζει από τα ίδια τα κείμενα. Τα ποιήματα του Σεφέρη και του Ελύτη αν και διαφέρουν αισθητά από τα έμμετρα, εντούτοις διατηρούν τον ρυθμό τους. Τα μέτρα δεν είναι τίποτε άλλο παρά ρυθμικοί συντελεστές και η ποίηση δεν γίνεται από μέτρα αλλά από λέξεις. Ο ρυθμός δημιουργείται επομένως στην ελευθερόστιχη ποίηση είτε από τα μορφοσυντακτικά σχήματα με κυριότερο την επανάληψη και τους διάφορους τύπους του παραλληλισμού την θέση δηλαδή των λέξεων είτε από τα παραπάνω με την συνδρομή των παλαιών μετρικών σχημάτων υπό νέα δεδομένα δηλαδή χωρίς περιορισμούς. Επιχειρώντας να απαντήσουμε στους μαθητές μας στην ερώτηση παιχνίδι και παγίδα μαζί : «είναι αυτό ποίημα;» πρέπει να τονιστεί ότι πρόκειται για ποίημα εφόσον διατηρείται μια κύρια σύμβαση, αυτή του στίχου, έστω κι αν αποβάλλονται κάθε άλλες συνθήκες που ίσχυαν στην παραδοσιακή ποίηση. Στα τρία αποσπάσματα του Εμπειρίκου (σ. 227) η έννοια του στίχου δεν καταστρατηγείται, απλώς εξαντλούνται τα τυπογραφικά όρια και η στίξη εντός του στίχου δίνει την εντύπωση πεζού ενώ δεν είναι. Να σημειώσω ότι στίξη μέσα στο στίχο που καταργεί τις μετρικές παύσεις χρησιμοποιεί και ο Καρυωτάκης στο [Είμαστε κάτι…]. Όμοια αίσθηση παράγει η έλλειψη ομοιοκαταληξίας ή στροφών και ο επιγραμματικός χαρακτήρας των αποσπασμάτων. Όμως η ρυθμικότητα παραμένει έντονη. Στο 2 (Η ποίησις είναι ανάπτυξις στίλβοντος ποδηλάτου.) π.χ. οι σύντομες περίοδοι, οι παρηχήσεις ( λ, μ, ο) στον δεύτερο στίχο και τα ιαμβικού ρυθμού τμήματα παράγουν ρυθμό. Στο 3( Τα βλέφαρά μου είναι διάφανες αυλαίες) ο πρώτος στίχος οργανώνεται ιαμβικά και επομένως μόνον με την ανάγνωση είναι εμφανής η ρυθμικότητα ενώ οι δύο επόμενοι με τον παραλληλισμό, καθώς αποτελούν παρόμοια λεξικά συντάγματα. Αλλά ακόμη και στις ακραίες περιπτώσεις που ο στίχος εξαντλείται ή και απορρίπτεται και το ποίημα φτάνει οπτικά τα όρια του πεζού, πρόκειται για ποίημα σε πειραματική μορφή. Τέτοια είναι η περίπτωση του Εμπειρίκου αλλά στο εγχειρίδιο της Γ’ Γυμνασίου. Πρόκειται για κείμενο από την Υψικάμινο που ο πεζολογικός χαρακτήρας του δεν επιτρέπει την κατάταξή του στα ποιήματα. Ακόμη κι αν ανιχνεύεται ιαμβικός ρυθμός δύσκολα ο αναγνώστης περισσότερο του 1935 αλλά και ο νεαρός μαθητής του 2008 να προχωρήσει στον ειδολογικό χαρακτηρισμό ποίημα. Να σημειώσω επιπλέον ότι ο ιαμβικός ρυθμός είναι ο φυσικός ρυθμός της ομιλίας μας στην ελληνική γλώσσα, όπως είχε παρατηρήσει και ο Γ. Σαραντάρης σε κείμενό του για τη στιχουργική. Και πρόκειται για ποιητή που εφάρμοσε την άποψή του στους δικούς του στίχους χρησιμοποιώντας τον ιαμβικό ρυθμό πολύ συχνά, όπως φαίνεται και από το «Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει…» (σ. 233).
Παρόμοιες μορφολογικές παρατηρήσεις γίνονται και σε άλλα ποιήματα. Στον Ρίτσο η Ρωμιοσύνη διακρίνεται από υψηλή παρουσία ιαμβικού ρυθμού ενώ στην Ανυπόταχτη Πολιτεία οφείλουμε να παρακολουθήσουμε το πεζολογικό στοιχείο, το μήκος των στίχων που συχνά ξεπερνά το τυπογραφικό όριο και συνεχίζει, ή την εναλλαγή πολυσύλλαβων στίχων με σύντομους. Στα ποιήματα του Σεφέρη μπορεί να ανιχνευθεί όσο είναι δυνατόν να γίνει από κοινού με τους μαθητές οι συντελεστές της ρυθμικότητας, το μήκος του στίχου, η πεζολογία και να συσχετιστούν αυτά με τη στιχουργική άλλων σύγχρονων ποιητών. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον μορφικά παρουσιάζει το ποίημα του Εγγονόπουλου (σ. 246) « Νέα περί του θανάτου του Ισπανού ποιητού…» το οποίο εφόσον επιλεγεί είναι σκόπιμο να συγκριθεί με το «Μπολιβάρ» της Γ’ Γυμνασίου αλλά κυρίως με το «Ποίηση 1948» του βιβλίου της Θεωρητικής κατεύθυνσης Γ λυκείου όπου η συντομία των στίχων φτάνει στο όριο του στίχου-λέξη. Και στο ποίημα της Β’ Λυκείου το σπάσιμο του στίχου σε μικρές μονάδες ενεργοποιεί τον διασκελισμό και την πολυσημία και τις διαφορετικές δυνατότητες της ανάγνωσης (κατά στίχο ή κατά τη νοηματική αυτοτέλεια). Τέλος, ξεχωριστή είναι η περίπτωση του Ν. Καββαδία ο οποίος με το ιδιότυπο ναυτικό ιδίωμα γράφει έμμετρα ποιήματα εν μέσω ελεύθερου στίχου.
Η προσεκτική εξέταση τη στιχουργικής μορφής αποκαλύπτει τελικά ότι η ελευθερόστιχη ποίηση όχι μόνο άμετρη δεν είναι αφού κάνει χρήση των μέτρων ειδικά στην πρώτη περίοδο 1920-1945 αλλά δεν είναι άρρυθμη αφού αναδεικνύει νέους ρυθμικούς συντελεστές.
Με όλα τα παραπάνω θέλησα να δείξω το σύνθετο χαρακτήρα του μαθήματος στο Λύκειο αλλά και τη συνέχειά του με την ποιητική ύλη της Γ’ Γυμνασίου. Είναι πιθανόν η επικέντρωση σε ένα ή δύο κείμενα να ωφελούσε περισσότερο, όμως ο στόχος μου δεν ήταν ένα διδακτικό παράδειγμα αλλά η αναφορά γενικά στα μορφικά γνωρίσματα και κυρίως στην μετάβαση από την έμμετρη ποίηση και τον ελευθερωμένο στίχο στον ελεύθερο. Αυτά που τόνισα δεν σημαίνουν σε καμία περίπτωση την επαναφορά της κανονιστικής μετρικής ούτε τη θεώρηση των λογοτεχνικών κειμένων υπό το φως της ιστορίας της λογοτεχνίας και στα πλαίσια μιας γραμματολογικής εξέτασης. Πέρα από την μοναδικότητα του κάθε ποιήματος υπάρχει ο περίγυρός του και, χωρίς, αξιολογική κρίση, η θέση του στον χρόνο, στην εποχή του αλλά και η πρόσληψή του στη σημερινή εποχή, εφόσον δεν είναι σύγχρονο. Η επιλεγμένη από τον ποιητή φόρμα πάντοτε κάτι σημαίνει, έχει κάτι να αποκαλύψει και αυτό, νομίζω, πρέπει να δείξουμε στους μαθητές.

Κατηγορία Χωρίς κατηγορία | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Ν. Εγγονόπουλος, Ποίηση 1948

Συγγραφέας: Βαρβάρα Ρούσσου στις 19 Απριλίου, 2012

Βαρβάρα Ρούσσου

Ν. Εγγονόπουλος, «Ποίηση 1948» ή η εύγλωττη ρητορική της σιωπής

Ο Μπλανσό λέει ότι ο υπερρεαλισμός είναι η εμπειρία της εμπειρίας. Στο ποίημα αυτό του Εγγονόπουλου περιγράφεται με ιδιαίτερα επιγραμματικό τρόπο ακριβώς η εμπειρία ( το ποίημα, η ποίηση) της εμπειρίας ( τα γεγονότα) μέσα από το προσωπικό ποιητικό φίλτρο. Πέρα από τις συνήθεις αναλύσεις θα ήθελα να φωτίσω, όπως τουλάχιστον νομίζω, διαφορετικές, υποφωτισμένες ως τώρα, και πάλι νομίζω, πλευρές στην ερμηνεία και διδασκαλία του εν λόγω ποιήματος.

Το 1944 ο Εγγονόπουλος εκδίδει το Μπολιβάρ που προσλήφθηκε (κάνω μια χονδρική αναφορά στην πρόσληψή του, έχουν γραφεί τόσα και δεν είναι το θέμα μας αυτό) ως το πρότυπο του ηρωικά αγωνιζόμενου Έλληνα. Όμοια, στη διάρκεια της Κατοχής γράφει το «Ένα οργισμένο ποίημα της Κατοχής» Πώς καταλήγει τέσσερα χρόνια αργότερα από την εξύμνηση των αγώνων για ελευθερία στην σχεδόν παραίτηση το δικαιολογούν τα ιστορικά γεγονότα που οδήγησαν από την αυτοθυσία στο όνομα της ελευθερίας στον τραγικό εμφύλιο. Ο Εγγονόπουλος αποδεικνύει την άμεση επίδραση που άσκησαν στην ποιητική του τα ιστορικά συμβάντα αλλά ταυτόχρονα επιδεικνύει την οξυδερκή, κριτική, ειρωνική οπτική του επί των γεγονότων. Ας το εξετάσουμε καλύτερα.
Η ρητορική της σιωπής ( που γενικά δεν είναι νέος τρόπος αλλά πανάρχαιος) ως εκφραστική της αδυναμίας της ποίησης να υπερβεί τα γεγονότα της εποχής της αποτελεί και στοιχείο του μοντερνισμού, κινήματος που εναντιώνεται –έστω και μερικώς, το ζήτημα είναι τεράστιο- στην άκρατη και πομπώδη λογοδιάρροια της αστικής τάξης. Εν προκειμένω, ο Εγγονόπουλος δεν κάνει ποίημα μόνον την υστέρηση της ποίησης, του λόγου έναντι της πράξης και των γεγονότων και κυρίως έναντι του απαρέγκλιτου του θανάτου• η λιτότητα του δικού του ποιήματος και το αίσθημα πικρίας που αποπνέεται δεν προέρχονται μόνον από την βιωμένη εμπειρία του εμφυλίου αλλά και από τον ακατάσχετο λόγο της εποχής –προερχόμενο από όλες τις πλευρές- περί ελευθερίας, πατρίδας, πολέμου άρα και θανάτου. Απέναντί τους ο Εγγονόπουλος τείνει στο άλεκτο και προτείνει τη σιωπή και η τάση του αυτή αποτυπώνεται με την λιτότητα, την βραχυλογία, την άμεση προβολή του συναισθήματός του και την δηλούμενη ολιγογραφία. Η τάση στη σιωπή δεν υλοποιήθηκε ποτέ, όπως συνέβη με τον Αναγνωστάκη, η ολιγογραφία όμως παρέμεινε γνώρισμα του Εγγονόπουλου (177 ποιήματα είναι γνωστά και δημοσιοποιημένα με κάθε τρόπο).
Η ίδια η συλλογή ΕΛΕΥΣΙΣ (Ελευσις) εξάλλου αποτελείται μόλις από δώδεκα ποιήματα. [ Το μότο της συλλογής, απόσπασμα από διάλεξη του Μπρετόν, είναι ιδιαίτερα αισιόδοξο, κάνει λόγο για την υπέρβαση του θανάτου από τον σουρεαλισμό, για μια ανοιχτή και συνεχή διαμόρφωση, αναγεννητικού χαρακτήρα, του κινήματος και ανοίγει μια οδό του μέλλοντος. Αυτό, ως ένα βαθμό, μπορεί να επηρεάσει την ερμηνεία του ποιήματος που συζητούμε. Ως τελευταίο της σύντομης συλλογής φαίνεται να επέχει θέση δικαιολογίας για το ολιγάριθμο των ποιημάτων.]
Πρόκειται για ένα ποίημα όπου τα ιστορικά γεγονότα είναι άμεσα αναγνωρίσιμα : ο εμφύλιος. Ο τίτλος τροφοδοτεί το συλλογικό : με την γενικευτική λέξη ποίηση –και όχι ποίημα- δηλαδή η ποίηση καθ ολοκληρίαν, και με το έτος, 1948, που είναι κοινό για τους πάντες και αναδεικνύει εμφατικά την έντονη παρουσία των ιστορικών συμφραζομένων. [Ένας παρόμοιος τίτλος ενός ποιήματος του ίδιου με διαφορετικές συνδηλωτικές σημασίες είναι το «Όρνεον 1748».] Στην εξέλιξη του ποιήματος όμως το υποκείμενο που εκφέρει τον ποιητικό λόγο τονίζει την υποκειμενικότητά του τηρώντας μια θλιμμένα κριτική στάση απέναντι στο συλλογικό, το ιστορικό, μεταβάλλοντάς το σε ατομικό, ιδιωτικό. Η μετάβαση είναι άμεσα ορατή με την ύπαρξη δύο στροφικών ενοτήτων-στροφών κατά την παραδοσιακή ορολογία- που διαχωρίζονται με το διπλό διάκενο. Ας τις εξετάσουμε : η πρώτη αισθητοποιεί την γενικότητα του βιώματος τονίζοντας τις ιστορικές συγκυρίες : δύο φορές η λέξη εποχή -1ος και 3ος στίχος-. Παράλληλα, δημιουργείται έτσι μια ρυθμικότητα με την επανάληψη της λέξης και με την δυνατότητα μετρικής ανάγνωσης των 6σύλλαβων –κατά μία ανάγνωση- στίχων. Ενδιάμεσα, ο 2ος στίχος, με περισσότερες συλλαβές, 8σύλλαβος άρα οπτικά μεγαλύτερος ορίζει ακριβέστερα το χρονικό σημείο : του εμφυλίου σπαραγμού. Να σημειωθεί ότι σε εποχές πολιτικής πόλωσης όπου ο εμφύλιος αποκαλείται συμμοριτοπόλεμος και ανταρτοπόλεμος ο ψυχραιμότερος, ακριβέστερος και εντέλει όντως ανθρωπιστής Εγγονόπουλος διαβλέπει την ουσιαστική πτυχή του πολέμου και τον χαρακτηρίζει αναλόγως : εμφύλιος σπαραγμός. Στο σημείο αυτό, μορφολογικά, η πτώση του τόνου –εμφυλίου αντί εμφύλιου- αποδίδει την οικεία στον ποιητή, και τον υπερρεαλισμό, καθαρεύουσα.
Μπορούμε να παρατηρήσουμε επίσης το στίχο «για ποίηση» που προηγείται των άλλων παρομοίων : από το καβαφικό διακείμενο παραλείπεται το εξόχως ειρωνικό «ηχηρά» με αποτέλεσμα να αμβλύνεται η ειρωνεία που περιορίζεται έτσι στην υπαγωγή της ποίησης σε ένα χώρο «κι άλλων παρομοίων», δηλαδή στο χώρο της τέχνης, διότι ας μην λησμονούμε ότι ο Εγγονόπουλος είναι και ζωγράφος. Δεν είναι καιρός για τέχνη γενικά αλλά εφόσον με τον λόγο αποκαλύπτεται το άκαιρο της ποίησης –του λόγου- η ποίηση, για λίγο, προηγείται και απομονώνεται από τα άλλα παρόμοια. Η άνω και κάτω στιγμή εισάγει την επεξήγηση υης κατηγορηματικής θέσης με την οποίαν ξεκινά το ποίημα.
Η δεύτερη στροφή, ως αποτέλεσμα ( «γι αυτό») της πρώτης, αφενός μεταβάλλει το ομαδικό βίωμα σε ατομικό και απεικονίζει, με την κυριαρχία του α’ ενικού, το χώρο του προσωπικού αφετέρου αιτιολογεί την ποιητική επιλογή : ολιγογραφία και πίκρα με έμφαση ( «προ πάντων») στο πρώτο στοιχείο, ως πάγιο γνώρισμα της ποίησης του Εγγονόπουλου. Η δοκιμασία της πραγματικότητας επηρεάζει τον εξωτερικό κόσμο και όσο και τον εσωτερικό. Θα πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη όχι μόνον τις επίκαιρες περιστάσεις υπό τις οποίες γράφτηκε το ποίημα αλλά και δύο ακόμη μόνιμα στοιχεία της ποίησης του Εγγονόπουλου, την αυτοαναφορικότητα και την μελαγχολία του. Ωστόσο, και στην πρώτη στροφή το σχόλιο και η ειρωνική διατύπωση – καβαφικό δάνειο- όπως αναφέρει και το σχολικό βιβλίο- συγκροτούν την προσωπική οπτική γωνία. Οι δύο στροφές εντέλει συνθέτουν την ιδιαίτερη πρόσληψη των ιστορικών συμβάντων από το υποκείμενο και την μετατροπή τους σε ολίγα ποιήματα, παρά την ομολογούμενη εμμέσως αδυναμία της ποίησης που υποφώσκει στην πρώτη στροφή. Ταυτόχρονα, ολόκληρο το ποίημα καταδεικνύει και την ηθική στάση του ατόμου-ποιητή.
Η ποίηση αποτελεί την άλλη όψη του θανάτου, την πίσω πλευρά του. Διερωτώμαι όμως : η «άλλη μεριά» είναι απλώς η πίσω όψη του θανάτου, το παρακολούθημά του ή είναι η αντίθεσή του στο λευκό χαρτί, η πρόκληση για γραφή και άρα για ζωή; Πάντως η δυσκολία δεν αναιρείται, ούτε ο θάνατος. Γι αυτό σαν πάει κάτι/ να/ γραφη/ είναι/ ως αν/ να γράφονταν/ : ωστόσο, η άρση της ισχύος του ποιητικού λόγου παραμένει. Η ποίηση είναι ολίγη -ότε και αν- δηλαδή σαν, δηλωτικό μιας αβέβαιης αρχής χωρίς συνέχεια. Όμοια ερμηνεύεται και το «ως αν», ένα είδος υποθετικής παρομοίωσης της ποίησης με το μέσο που αναγγέλλει το θάνατο, τον δείκτη του θανάτου δηλαδή τα αγγελτήριά του. Βοηθητική στην απάντηση που έθεσα με το παραπάνω ερώτημα είναι η αναφορά του Εγγονόπουλου : « η ζωγραφική και η ποίησις με παρηγορούν και με διασκεδάζουν». Παραμυθητικός ο λόγος της ποίησης λοιπόν έστω και πικραμένος. Ήδη έγινε αναφορά στο αισιόδοξο μότο της συλλογής και αυτό το συναίσθημα διακατέχει μέρος της ποίησης του Εγγονόπουλου αλλά λειτουργεί αναπόσπαστα και με την πικρία που του προκαλεί η πραγματικότητα και η στάση και συμπεριφορά των ανθρώπων.
Στη δεύτερη στροφική ενότητα η απομόνωση των λέξεων είναι εμπρόθετη, πράγμα που ισχύει εξάλλου για όλο το ποίημα, όπως και για το μεγαλύτερο τμήμα της ποίησης του Εγγονόπουλου που βασίζεται σε τέτοιου είδους στίχο. Τονίζονται τα ποιήματα, το προσωπικό δημιούργημα ως προϊόν του γένους ποίηση. Επίσης η έμφαση δίνεται στο τόσο/ λίγα. Η βαρύτητα των λόγων ενισχύεται με τις παύλες.
[ Η καβαφική ανάκληση στην πρώτη ενότητα δεν περιορίζει το διακείμενο μόνον στον Καβάφη. Νομίζω ότι κάτω από την ιδιοπροσωπία του τόνου στο εν λόγω ποίημα απαντά η ήρεμη θλίψη του Καρυωτάκη, στις στιγμές που η ποίησή του δεν αντιτίθεται φανερά στην κοινωνική πραγματικότητα του καιρού του, αλλά διαπιστώνει με ζοφερή διάθεση την πικρία της πραγματικότητας. Δικαιούμαι, πιστεύω, να εκθέσω μια τελείως προσωπική εκτίμηση για το συγκεκριμένο ποίημα, πολύ περισσότερο μάλιστα εφόσον ο ίδιος ο ποιητής διαλέγεται με τον Καρυωτάκη στο ποίημά του «Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου» αλλά και τον αναγνωρίζει ανάμεσα στους ξεχωριστούς. ]
Το ποίημα αυτό δεν φέρει αμιγή υπερρεαλιστικά χαρακτηριστικά, όπως συμβαίνει με άλλα ποιήματα του Εγγονόπουλου. Η δόμησή του, που ήδη παρουσιάστηκε, νομίζω αποδεικνύει κάτι τέτοιο, όπως και η έλλειψη απροσδόκητων εικόνων και συνειρμών που εκπλήσσουν και καθιστούν το ποίημα δυσπρόσιτο. Παρά τις υπερρεαλιστικές πρακτικές μπορούμε να αναλογιζόμαστε ότι ο ίδιος ο ποιητής, με διόλου ειρωνική διάθεση, δηλώνει «Το απόφθεγμα του Σολωμού «Πρέπει πρώτα με δύναμη να συλλάβει ο νους, κι έπειτα η καρδιά βαθειά να αισθανθή ό,τι ο νους συνέλαβε», είναι πάντα παρόν στη σκέψη μου».
Γλώσσα : Νομίζω επαρκείς για τη διδασκαλία είναι στο σημείο αυτό ο λόγος του ίδιου του ποιητή στις «Σημειώσεις» του Α’ τόμου των ποιημάτων, σ. 154, 155 όπου δεν αποδέχεται τον χαρακτηρισμό της «μικτής» γλώσσας και απλώς είναι η γλώσσα που μιλάει ούτε και συναινεί στον διαχωρισμό δημοτικήεε-καθαρεύουσας εφόσον οι μελέτες του τον οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι «η γλώσσα η ελληνική είναι μία» και δεν χρειάζεται να εμμένει κανείς σε έναν τύπο της αλλά να αντλεί από παντού όπως ο Παπαδιαμάντης και ο Καβάφης.
Μορφή : Τα εξής σταθερά χαρακτηριστικά στοιχεία της ποίησης του Εγγονόπουλου γίνονται ορατά στο συγκεκριμένο ποίημα : η κάθετη οργάνωση που επιτυγχάνεται με τους ολιγοσύλλαβους στίχους, η χρήση της άνω και κάτω στιγμής και η χρήση της διπλής παύλας όπως και των παρενθέσεων (θεωρώ τα δύο τελευταία ως ένα στοιχείο). Το πρώτο γνώρισμα επιτρέπει την απομόνωση των λέξεων και την ανάδειξή τους αλλά και την διάρρηξη και αναδόμηση της ρυθμικότητας του ποιήματος. Ως προς την προβολή αυτής καθαυτής της λέξης μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ο Εγγονόπουλος ως υπερρεαλιστής δέχεται και πραγματώνει το βασικό χαρακτηριστικό του κινήματος : η γλώσσα να απελευθερώσει τα σημαίνοντά της και να δηλώσει την απόκλισή της από τη συμβατική χρήση της. Επομένως, αυτή η στιχική οργάνωση μπορεί να εκληφθεί ως υπερρεαλιστικό στοιχείο με την έννοια ότι καταστρατηγεί την παραδεδομένη εικόνα του στίχου. Ο Εγγονόπουλος φτάνει στην ακραία κατάτμηση του στίχου[ Σε 37 από τα 123 ποιήματά του υπάρχουν στίχοι μιας ή δύο λέξεων ενώ η δεύτερη συλλογή του είναι η πιο ρηξικέλευθη μορφολογικά.], αν και η δόμηση σε στίχους αναδεικνύει εντέλει την πίστη στην ύπαρξη του στίχου ως στοιχείου της ποίησης. Η χρήση της πρόζας βέβαια, η άλλη μορφολογική επιλογή του Εγγονόπουλου αναιρεί εν μέρει αυτήν την πίστη]. Οπτικά τέτοια κάθετης οργάνωσης ποιήματα δίνουν την αίσθηση στήλης λέξεων και μεταφέρουν στην ποίηση την εικαστική πλευρά του ποιητή. Η τυπογραφική διάταξη παραπέμπει στη ζωγραφική. Διαβάζοντας το ποίημα είναι οφθαλμοφανής η έμφαση στις λέξεις εποχή, εμφυλίου σπαραγμού, ποίηση, γραφεί/να γράφονταν κλπ. Η κάθετη οργάνωση δεν αποτελεί επιλογή του Εγγονόπουλου μόνον για το συγκεκριμένο ποίημα και επομένως δεν είναι άρρηκτα δεμένη με το συγκεκριμένο περιεχόμενο. Πρόκειται για πάγια τακτική [Αναφέρω εντελώς ενδεικτικά « Το γλωσσάριο των ανθέων», «Ύμνος δοξαστικός για τις γυναίκες που αγαπούμε» από την ίδια συλλογή όπου και το ποίημα που μας απασχολεί, «Ο μαθητευόμενος της οδύνης» κ.π.ά.].
Η άνω και κάτω τελεία, όπου παρουσιάζεται, λειτουργεί επεξηγηματικά με διάφορους τρόπους. Εδώ πρόκειται όντως για την εξήγηση της θέσης του ποιητή, διότι με μια θέση αρχίζει το ποίημα. [Εξάλλου ο ποιητής χρησιμοποιεί συχνά διάφορα σύμβολα από τύπους χημείας έως το ανάστροφο ερωτηματικό]1;
Τέλος λιγότερο οι παρενθέσεις αλλά κυρίως οι παύλες είναι μόνιμα στοιχεία του έργου του Εγγονόπουλου. Δεν λειτουργούν απλά παρενθετικά αλλά σχολιαστικά και κυρίως αποτελούν ένα είδος αποστροφής εις εαυτόν, μια αναδίπλωση και ταυτόχρονα μια εξωτερίκευση της έντασης του έσω κόσμου που βαίνει παράλληλα, αν και όχι διασταυρούμενα, με τον έξω. Εδώ η αναστοχαστική ερώτηση προς τον εαυτό του αποδίδει μια πλευρά της ποίησης του Εγγονόπουλου, την θλιβερή. [η άλλη πλευρά είναι η χιουμοριστική, εκρηκτική, φαντασιακή πλευρά του, ας μην επεκταθούμε σε γενικότητες και κρίσεις πολύπλοκες]. Ο ποιητής έχει δοκιμάσει πικρία προερχόμενη από το δημόσιο βίο, τη χώρα ας πούμε, αλλά και από τον ιδιωτικό, από την προσωπική ποιητική του και ζωγραφική αλλά και γενικά επαγγελματική πορεία του.

Συσχετισμοί ή παράλληλα κείμενα : η πρακτική αυτή στο μάθημα της λογοτεχνίας έχει ιδιαίτερη σημασία αλλά περιορίζεται τόσο ώστε είθισται να δολοφονούν τους ποιητάς και είθισται αυτό να είναι το κύριο παράλληλο του Εγγονόπουλου (Νέα περί του θανάτου του Ισπανού ποιητού…, ο πιο μακροσκελής τίτλος του Εγγονόπουλου). Επίσης, ως παράλληλα κείμενα συχνά εξετάζονται τα : « Ο στρατιώτης ποιητής» του Μίλτου Σαχτούρη, «Οφειλή» του Τίτου Πατρίκιου και βέβαια το θεωρούμενο απαντητικό στον Εγγονόπουλο ποίημα του Αναγνωστάκη «Στον Νίκο Ε…», τα οποία κατά κύριο λόγο αναπαράγουν τις όμοιες με το «Ποίηση 1948» συνθήκες και εκθέτουν τον προβληματισμό σχετικά με τη θέση του ποιητή σε τέτοιους καιρούς.
Ωστόσο, θα κάνω μια άλλη πρόταση με μια σειρά ποιημάτων του ίδιου του Εγγονόπουλου. Κάτι τέτοιο θα επέτρεπε στους μαθητές και μια περαιτέρω επαφή με τον ποιητή και μια μελέτη παράλληλων κειμένων. Εξάλλου στόχος μας δεν είναι –πάντα ή μόνον- να «πιάσουμε» το παράλληλο των εξετάσεων…Νομίζω, λοιπόν, ότι έχει ενδιαφέρον το ποίημα «Ο υπερρεαλισμός της ατέρμονος ζωής» με αφιέρωση «Εις Τριστάνο Τζαρά» από την μεταγενέστερη συλλογή Στην κοιλάδα με τους ροδώνες. Το ποίημα απαντά στην αμφισβήτηση της ποιητικής ισχύος που θέτει το «Ποίηση 1948», δηλαδή στο αν είναι δυνατόν να υπερνικηθεί ο θάνατος και η πραγματικότητα με την ποίηση. Ο ζυγός, φορτισμένος με την θλίψη, κλίνει μάλλον προς το όχι ενώ το ποίημα «Ο υπερρεαλισμός της ατέρμονος ζωής» κλίνει αισιόδοξα προς το αδιαμφισβήτητο ναι. Φαίνεται βέβαια ότι την αντίθετη αυτή απάντηση τροφοδοτεί η διαφορετική εποχή που γεννά τα δύο ποιήματα, ωστόσο η νίκη του ποιητή επί του προσωπικού αλλά και ποιητικού θανάτου ανάγεται στο διηνεκές.
Το ποίημα «Τα γαρούφαλα», το τελευταίο που δημοσίευσε ο ίδιος ο Εγγονόπουλος το 1983 σχετίζεται με τον πόλεμο και τον ποιητή στον οποίον αρμόζει, σε συνθήκες πολεμικές, να τρώει «ξερό ψωμάκι», βιώνοντας άμεσα τον πόλεμο. Ωστόσο, μπορεί να ξεφύγει από την πραγματικότητα μέσω της ομορφιάς, του οράματος μιας άλλης πραγματικότητας, πέραν της απτής, εντέλει μέσω της τέχνης. [βλ. σχόλια του Δ. Βλαχοδήμου για το ποίημα]
Του Εγγονόπουλου και πάλι το «Βιτσέντζος Κορνάρος», από την ίδια συλλογή. Έχει την ίδια περίπου δομική οργάνωση – ολιγοσύλλαβους στίχους, χρήση της παύλας. Εδώ η ζωή και όχι η ποίηση είναι τόσο σύντομη και τόσο λίγη και αιτία οι άλλοι, αυτοί που «είθισται να δολοφονούν τους ποιητάς». Εδώ η ποίηση είναι καταφύγιο, παρηγοριά.
Τέλος, «Εις Κωνσταντίνον Μπακέαν», όπου με χιούμορ, χαρακτηριστικό του ποιητή αλλά και του υπερρεαλισμού, υπερασπίζεται τα ολίγα ποιήματά του και την σιωπή του που έχουν καθαρά προσωπική αιτία και όχι τα ιστορικά γεγονότα.

Νομίζω συνθέτοντας ένα σώμα από τα πρώτα ποιήματα που προανέφερα έως τα τελευταία, με επίκεντρο το διδασκόμενο, σκιαγραφούμε μέρος της ποιητικής του Εγγονόπουλου και στοιχειοθετούμε, έστω αδρά, την άποψή του για την ποίηση και τον ρόλο του ποιητή.

Κατηγορία Χωρίς κατηγορία | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Τα φύλα στη λογοτεχνία

Συγγραφέας: Βαρβάρα Ρούσσου στις 19 Απριλίου, 2012

«Μα για ποια φύλα μιλάμε;: Φιλολογία και φυλολογία»
Η θεωρία θα αποτελέσει το μόνο μέσο της εισήγησής μου. Μέσω της θεωρίας και της συζήτησης γύρω από την ορολογία μπορεί να υποψιαστούμε την βαθύτερη και πληρέστερη μελέτη που απαιτείται για να διαχειριστούμε σε μια τάξη το προβληματικό όσο και προνομιακό ζήτημα των φύλων.
Το θεμελιώδες ερώτημα που ανακύπτει από τον τίτλο ήδη της διδακτικής αυτής ενότητας είναι: «μα για ποια φύλα γίνεται λόγος;».
Όταν κάνουμε λόγο για τα φύλα ταυτίζουμε την έννοια με το γυναικείο φύλο επομένως ανατρέχουμε στον αγώνα της ισότητας των δύο φύλων, στο φεμινιστικό κίνημα και αναπόδραστα στη φεμινιστική θεωρία. Από όλα αυτά ίσως το ορθότερο θα ήταν η επιλογή της φεμινιστικής θεωρίας ως οπτικής υπό την οποίαν θα θεωρήσουμε τα κείμενα. Σε αυτήν την περίπτωση κάνουμε λόγο για κείμενα γραμμένα από άντρες συγγραφείς τα οποία περιέχουν απεικονίσεις, αναπαραστάσεις του γυναικείου και για κείμενα γραμμένα από γυναίκες συγγραφείς οι οποίες αναπαριστούν τους εαυτούς τους με τον δοσμένο αντρικό λόγο, τη γλώσσα. Επομένως, μέρος της εργασίας μας συνιστά ο εντοπισμός διαφορών ή ομοιοτήτων στην αναπαράσταση της γυναίκας. Το ερώτημα-αντίλογος που τίθεται είναι ότι τα φύλα δεν είναι ένα αλλά δύο.
Ωστόσο είναι αδύνατον να υιοθετήσουμε άλλη οπτική στην ενότητα από την φεμινιστική. Δηλαδή είναι αδύνατον να μην εξετάσουμε έμφυλα τα κείμενα αυτά επειδή οι γυναίκες βιώνουν μια διάσταση μεταξύ του βιώματος του εαυτού και της κοινωνικής-λογοτεχνικής αναπαράστασής τους. Επίσης, δεν μπορούμε να επιμένουμε σε απόψεις που θεωρούν τον συγγραφέα ως μια απρόσωπη άφυλη ταυτότητα (ωστόσο πίσω από αυτό βρίσκεται ένας άντρας) που έχει την πατρότητα των κειμένων (είναι πατήρ και Θεός του κειμένου του).
Οι φυσικοποιημένες ιδιότητες της γυναίκας –υπομονή, ευαισθησία, ενσυναίσθηση, αυτοθυσία που σχετίζονται με τον χώρο στον οποίον βρίσκει έδαφος να εγκαθιδρυθεί η πατριαρχική αντίληψη περί « γυναικείας φύσης» δηλαδή τον προνομιακό χώρο της μητρότητας.
Κάθε φορά ακόμη και ασυνείδητα οδηγούμαστε στην ερμηνεία ή εξέταση των κειμένων από ένα ή περισσότερα θεωρητικά εργαλεία και ψήγματα θεωριών τα οποία μας διευκολύνουν. Στην περίπτωση της ενότητας η φεμινιστική θεώρηση είναι απαραίτητη.
Τι σημαίνει φεμινιστική θεωρία στη λογοτεχνία; Πόσο σχετίζεται με το φεμνιστικό κίνημα της δεκαετίας του ’60, του ’70 κλπ; Φυσικά και η σύνδεσή τους είναι άμεση και η φεμινιστική κριτική έχει σημείο εκκίνησης τις πρώτες θέσεις της Γουλφ και της Μπωβουάρ. Όμως δεν είναι ένα ολοκληρωμένο και ενιαίο σύστημα θεωρίας ( υπό την έννοια ότι οι θεωρίες, κάθε θεωρία αποτελεί ένα αντρικό σύστημα της πατριαρχίας ύποπτο επειδή βασίζεται στην ετερότητα της γυναίκας και την υποταγή της) όπως αυτά τα οποία επηρέασαν τις εμπνεύστριες του Π.Σ. της λογοτεχνίας Α’ Λυκείου. Η φεμινιστική θεωρία περιέχει μια ευρεία γκάμα προσεγγίσεων που κινούνται μεταξύ μαρξισμού, φροϋδισμού, αποδομισμού, [της ρητορικής του Yale και των ιστορικών του Xάρβαρντ]. Επίσης, συνομιλεί άμεσα και δυναμικά με την ψυχαναλυτική, την κοινωνική θεωρία και την πολιτισμική κριτική. Ίσως σε αυτό το τελευταίο βρίσκεται εν μέρει και η αιτιολόγηση της ενότητας «τα φύλα στη λογοτεχνία».
Βάση για την φεμινιστική κριτική αποτελεί η έννοια της ετερότητας (Χοντολίδου). Σύμφωνα με τη Μπωβουάρ ο άντρας θεωρείται ο Εαυτός/ υποκείμενο, η έννοια άνθρωπος στο δυτικό πολιτισμό ενώ η γυναίκα ως Άλλος/ αντικείμενο, ό,τι δεν είναι ο άντρας δηλαδή ως έλλειψη. Άλλος είναι η ταυτότητα του ατόμου όπως ορίζεται σε αντιδιαστολή με τον λευκό ετεροφυλόφιλο άντρα. Στην φεμινιστική θεώρηση η γυναίκα ταυτίζεται με την ετερότητα εφόσον αποτελεί το λογικό αντίθετο του άντρα.
Ξεκινώ επομένως την προαναγνωστική φάση με το ερώτημα: «ποια εικόνα/ ποιο φύλο σας έρχεται στο νου με τη λέξη άνθρωπος». Ή δίνοντας ορισμένες από τις διχοτομίες εαυτός/ άλλος, άντρας /γυναίκα, νους/ σώμα που η Μπωβουάρ έδειξε ότι δομούν την πατριαρχική σκέψη και τον ηγεμονικό λόγο και είναι φυσικοποιημένες δηλαδή ανήγαγαν το κοινωνικό και το ιστορικό σε φυσικό.
Οι κονστρουκτιβιστικές θεωρίες που θεωρούν το κοινωνικό φύλο κοινωνική κατασκευή και πολιτισμικό σύμβολο: το φύλο δεν είναι νόμος που επιβάλλεται αλλά νόρμα που υποβάλλεται. Αυτές οι θεωρήσεις είναι αντίθετες στην ουσιοκρατία που βασίζεται στον βιολογικό ντετερμινισμό και την ανιστορικότητα. Η ουσιοκρατία θωρεί ότι το φύλο και η σεξουαλικότητα καθορίζονται από βιολογικά και ψυχολογικά χαρακτηριστικά. Εξετάζοντας τα κείμενα ως πολιτισμικά δημιουργήματα άρα εμμένοντας στην ιστορικοκοινωνική τους διάσταση καταδεικνύω και απομυθοποιώ-αποδομώ τους τρόπους με τους οποίους δομείται η εικόνα των φύλων. Στον 19ο αι. για παράδειγμα ο γυναικείος λόγος ακολουθεί τον ανδρικό. Μπορούμε να παρακολουθήσουμε την γυναικεία φωνή από την Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου μέχρι την Πολυδούρη και την Καρέλλη.
Συζητώντας για τα κείμενα μια βασική συνιστώσα αποτελεί το φύλο του δημιουργού και του αναγνώστη: κείμενα από άντρες για γυναίκες (Στέλλα Βιολάντη) από γυναίκες για γυναίκες, από γυναίκες για άντρες. Ποιες υφολογικές διαφορές μπορούν να παρατηρηθούν; Πόσο διαφέρει η θεματική τους; Ποιος τύπος γυναίκας ή άντρα παρουσιάζεται; Πώς ο Άλλος γίνεται αντικείμενο περιφρόνησης, φόβου ή μίσους;
Κύριο συμπέρασμα τέτοιων μελετών είναι ότι τα σχόλια και οι παρατηρήσεις διαφέρουν ανάλογα με το φύλο του αναγνώστη. Εν ολίγοις πώς δομούνται στα λογοτεχνικά κείμενα οι έννοιες «ανδρισμός» και «θηλυκότητα» και πόσο οι κατασκευές αυτές επαναλαμβάνουν μια διαστρεβλωμένη ήδη πραγματικότητα.
Όλα τα παραπάνω μπορεί να οδηγήσουν στην αμφισβήτηση του κανόνα ή στη δημιουργία πολλαπλών κανόνων αν όχι στην αμφισβήτηση της ίδιας της έννοιας του κανόνα στη λογοτεχνία. Π.χ. μια νέα περιοδολόγηση της γυναικείας λογοτεχνίας. (Nina Baym, Lillian S. Robinson).
Επιλέγοντας κείμενα γυναικών μπορούμε να δείξουμε τις τρεις φάσεις της γυναικείας δημιουργίας: γυναικεία, φεμινιστική, θηλυκή.
Επίσης να επικεντρωθούμε στις έννοιες η γυναίκα ως αναγνώστρια έργων γραμμένων από άντρες και η «γυνοκριτική».
Έχει υπάρξει ανάλυση κειμένων υπό την οπτική της φεμινιστικής κριτικής; Ναι. Mary Ellman δηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι οι άντρες γράφουν ως εξουσία ενώ οι γυναίκες με ύφος παιγνιώδες και συχνά ειρωνικό.
Josephine Donovan μελέτησε έργα γυναικών του 19ου αι. και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν ακολουθούν δικό τους ιδιαίτερο ύφος αλλά μιμούνται το ήδη ισχύον των αντρών.
Elaine Showalter
Kate Millett Lawrence, Mailer, Miller: προωθούν τον σκληρό άντρα υπό την πίεση του γυναικείου δυναμισμού
Sandra Gilbert, Susan Gubar The Madwoman in the Attic
Cixous, Irigaray γαλλίδες που κάνουν λόγο για τη γυναικεία γραφή. Η δεύτερη μάλιστα τονίζει ότι η γυναικεία γλώσσα διαφέρει από την αντρική επειδή είναι πληθυντική, ρευστή.
Είναι σαφές ότι ενώ στις ξένες λογοτεχνίες και στην κριτική από τα μέσα του 19ου αι. και ιδίως στο τέλος τίθεται το θέμα του φύλου και της έμφυλης υποκειμενικότητας στην Ελλάδα δεν ισχύει το ίδιο. (περίοδος ρομαντικής ποίησης και ηθογραφίας).

Κατηγορία Χωρίς κατηγορία | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Το ιστολόγιο

Συγγραφέας: Βαρβάρα Ρούσσου στις 24 Ιανουαρίου, 2012

Κατηγορία Χωρίς κατηγορία | Δε βρέθηκαν σχόλια »