Παρουσίαση της ποιητικής συλλογής του Μ.Γκανά “Άψινθος”

Χθες βράδυ το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Ιωαννιτών παρουσίασε τη νέα ποιητική συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΄Αψινθος”. Προλόγισε ο Μωυσής Ελισάφ. Ομιλητές ήταν ο ποιητής και ο Θανάσης Μαρκόπουλος. Ο Νίκος Ξυδάκης ερμήνευσε συνθέσεις του πάνω σε ποίηση του Μιχάλη Γκανά.

Άπτερη πέτρα στο χάος

κι όμως πετάει.

Γυρνάει.

Γύρω από τον ήλιο

γύρω από τον άξονά της

γύρω γύρω όλοι

όλο και πιο πολλοί

και πιο ηχηροί

πιο οχληροί

φωνασκούντες

ασχηνομονούντες

αναλώσιμοι

ανακυκλώσιμοι

αιωνίως.

-Αιωνίως;

Ο πόνος της αποξένωσης της Τιτίκας Δημητρούλια

ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΑΝΑΣ, Αψινθος, εκδ. Μελάνι

«Ενώ ως ποιητής θα μπορούσα να χαρακτηριστώ καθόλου ή ελάχιστα πολιτικός, έχω γράψει κάποια τραγούδια που εκφράζουν πολιτικές ή κοινωνικές ανησυχίες, σε μια εποχή μάλιστα που το πολιτικό τραγούδι είχε προ πολλού σιωπήσει.», έλεγε ο Μιχάλης Γκανάς σε μια συζήτησή μας πριν από λίγο καιρό («Τα ποιητικά», αρ.τ. 3). Κι όμως, όπως αποδεικνύει κι η τελευταία του συλλογή, «Αψινθος», η υπαρξιακή του αναζήτηση, αγκιστρωμένη στην Ιστορία, υπήρξε ανέκαθεν πολιτική, υπό μία ευρύτερη έννοια του πολιτικού, που αφορά τον τόπο, το παρελθόν και το μέλλον του, τον άνθρωπο μέσα στον κόσμο και πλάι ή μακριά από τον άλλον. Δεν είναι στρατευμένη η ποίηση του Γκανά, ούτε ποτέ υπήρξε. Ριζωμένη σε μια πολύκλωνη παράδοση, με την οποία ρητά κι υπόρρητα συνδιαλέγεται, μιλάει και πάλι για τον πόνο της αποξένωσης σε όλες τις εκδοχές της, της απομάκρυνσης, της απώλειας: στη νέα του συλλογή, η προσωπική διαδρομή, σημαδεμένη από όλους όσοι έφυγαν αλλά μπορεί και να γυρίσουν μια στιγμή να κοιτάξουν πίσω όσους ακόμα μένουν, από όλα όσα έφυγαν και μένουν μόνο οι εικόνες τους στη μνήμη, συναιρείται με τη διαδρομή μιας κοινωνίας που πιάστηκε στην παγίδα του «περισσότερα». Αυτά τα περισσότερα, αυτό το υλικό αίτημα που αποκόπτει τον άνθρωπο από τη φύση και τη φύση του, καταλήγει να γράφει, λέει ο Γκανάς, το σκοτεινό μας μέλλον.

Στα νέα του ποιήματα, πάντα ο έρωτας, μαχαίρι δίκοπο, πάντα ο χρόνος και ο θάνατος, στήνουν χορό μέσα σε μια φύση που επιστρέφει μέσα από δικές του εικόνες αλλά και άλλες, ομότεχνων και φίλων του, σαν τα πουλιά του Γιώργη Παυλόπουλου που μοιάζουν να σηματοδοτούν όλα τα χαμένα, όλα τα κατεστραμμένα σε μια «άπτερη πέτρα στο χάος,/ μαζί με την οποία γυρνούν/ όλο και πιο πολλοί / και πιο ηχηροί / πιο οχληροί / φωνασκούντες / ασχημονούντες / αναλώσιμοι / ανακυκλώσιμοι / αιωνίως», με ένα μεγάλο ερωτηματικό. Τα ποιήματα αυτά ξεκίνησαν να δημοσιεύονται σχεδόν αμέσως μετά την έκδοση της προηγούμενης συλλογής του, «Ο ύπνος του καπνιστή» (2003) – ενδιαμέσως μεταφράσεις και πεζά και πάντα στίχοι. Διαβάζουν αρχικά την «Αποκάλυψη» με άλλες παραμέτρους καταστροφών, προσωπικών και συλλογικών. Και καταλήγουν στην αγάπη, του φίλου, της μητέρας, της αγαπημένης, στη μνήμη, την επανεπινόηση του άλλου, είτε είναι πλάι είτε λείπει από καιρό – μια διαδικασία διαρκή κι ανέφικτη, που μοιάζει τόσο της γραφής.

Λυρικός, μελωδικός, με μέτρα ποικίλα, ο λόγος του Γκανά απλώνεται κι ύστερα πυκνώνει, ανοίγει τις εικόνες του κι ύστερα τις μαζεύει πίσω στο λακωνικό σκληρό πυρήνα των αναπάντητων ερωτημάτων, της κρυφής πληγής· της τρυφερότητας και της παρηγοριάς, που χάνουν και βρίσκουν τον δρόμο τους κάτω από βαριά βουνά, βροχές και καταιγίδες, μες στα ψηλά δέντρα ενός τόπου που δεν παύει να επανέρχεται στον λόγο του επειδή ακριβώς δεν υπάρχει. Δεν είναι ο τόπος του παρελθόντος, της παιδικής ηλικίας, αλλά ένας χαμένος παράδεισος που αντιπαρατίθεται σε μια ζωή αληθινή που δεν κουράζεται να προσθέτει βάσανα στον πόνο της ύπαρξης, της θνητότητας, της μοναξιάς, της ερημιάς, του πένθους και της λήθης. Σ’ αυτόν τον τόπο κελαηδάνε όλα τα πουλιά που αναζητεί ο Παυλόπουλος, κι ας χάνεται στο δάσος με το πόδι του στο δόκανο το ζώο που γυρεύει την αγάπη· κι ας βυζαίνουν τον ποιητή γλυκά «τα ανήμερα μεγάλα σκότη». Καθώς ασπρίζει η σγουρή προβιά τους από το γάλα της πληγής των ποιητών, «φέγγει δωδεκαετής ημέρα / μέσα στα γηρατειά της νύχτας». Κι αν δεν είναι «τίποτε τόσο αμίλητο / όσο το μιλημένο», το μιλημένο της ποίησης ρίχνει φως στα σκοτάδια της ψυχής, κι ασπρίζουν, όση κι αν είναι η πίκρα του. Το μιλημένο των ποιημάτων του Γκανά σαν θρόισμα, φτερούγισμα πουλιού ανεύρετου από τη μια σημαίνει εκείνα που έρχονται κι από την άλλη τα ξορκίζει, όσο μπορεί και γίνεται.

Πηγή:“Η Καθημερινή”/ “Τέχνες και Γράμματα”, 9.12.2012

Σχετικά με Βάσω

Καθηγήτρια στο Πρότυπο  Γυμνάσιο Ζωσιμαίας Σχολής Ιωαννίνων


Περισσότερες πληροφορίες
Κατηγορίες: Λογοτεχνία. Ετικέτες: , , . Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *