Από τη μέθοδο στην αλήθεια

Descartes I:

Η αισιοδοξία του Ρενέ Ντεκάρτ (Καρτέσιος, 1596-1650) για την ανακάλυψη της αλήθειας

Αποτέλεσε πάγιο φιλοσοφικό αίτημα για τον Descartes η εύρεση μιας μεθόδου, που θα οδηγούσε την επιστημονική αναζήτηση σε βέβαια αποτελέσματα, δηλαδή, στην απόκτηση έγκυρης γνώσης. Πώς αντιμετώπισε ο Descartes το ενδεχόμενο αποτυχίας της εκπλήρωσης αυτού του στόχου;

Η φιλοσοφία του Descartes, παρά τη μεταφυσική της θεμελίωση, είναι καθαρά ανθρωποκεντρική και το λάθος είναι μία ανθρώπινη υπόθεση. Το να υποπέσουμε σε σφάλμα, ούτε σπάνιο είναι ούτε εξωπραγματικό και στο πλαίσιο αυτό μια φιλοσοφία είναι πλήρης, όταν αντιμετωπίζει το λάθος, όταν, δηλαδή, προσπαθεί να εξηγήσει τις αιτίες του και το πώς αυτό μπορεί να αντιμετωπιστεί. Το λάθος δεν εξοστρακίζεται από το λόγο που αρθρώνει ο Descartes για τη μέθοδο. Ο Descartes προσπαθεί να εξηγήσει την ύπαρξη του λάθους μέσα από την ελευθερία της βούλησης που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο.

Το αίτημα για έγκυρη γνώση συνοδεύει τη φιλοσοφία από τη γέννησή της. Ο Αριστοτέλης αναζητά «τάς βεβαιοτάτας ἀρχάς τοῦ πράγματος» (Μετά τα Φυσικά, Γ, 1005b, 8-11), δηλαδή, αρχές αδιαμφισβήτητες, πάνω στις οποίες θα θεμελιώσει κάθε μεταγενέστερη κατάκτηση της επιστήμης του και συσχετίζει αυτήν την αναζήτηση με την ίδια την ιδιότητα του φιλοσόφου. Η νεότερη φιλοσοφία, η οποία ανάμεσα στους κυριότερους γεννήτορές της αναγνωρίζει τον Descartes, αναδύθηκε ακριβώς μέσα από αυτό το εγχείρημα θεμελίωσης της γνώσης πάνω σε ασφαλή βάση.

  • Ο ορθολογισμός πρόβαλε τις έμφυτες αρχές του λόγου ως προφανείς και βέβαιες αλήθειες,
  • ενώ στον εμπειρισμό τα άμεσα δεδομένα της αισθητηριακής εμπειρίας κλήθηκαν να παρέχουν τα ασφαλή κριτήρια για την εγκυρότητα της γνώσης [Αυγελής (1998),  11-15].

Για τον Descartes «κάθε επιστήμη είναι γνώση βέβαιη κι εναργής» (Κανόνες – 2ος: AT X, 362 – CSM I, 10). Πάνω στα ασφαλή θεμέλια που θα ανακάλυπτε ο φιλοσοφικός στοχασμός και η επιστημονική μεθοδολογία θα εδράζονταν οι πεποιθήσεις – προτάσεις με γνωσιακό περιεχόμενο – που θα στήριζαν το οικοδόμημα της γνώσης. Στη σύγχρονη επιστημολογία το εγχείρημα αυτό συνδέεται με το “πρόγραμμα” του θεμελιωτισμού, βασική ιδέα του οποίου είναι ότι μπορούν να βρεθούν πεποιθήσεις που δε χρειάζονται περαιτέρω δικαιολόγηση και άρα μπορούν να αποτελέσουν το “αρχιμήδειο σημείο” της γνώσης μας. Αυτές οι πεποιθήσεις ονομάζονται βασικές και έχουν το ιδιάζον χαρακτηριστικό ότι δεν παράγονται συναγωγικά από άλλες πεποιθήσεις, (γιατί τότε θα χρειάζονταν εκ νέου δικαιολόγηση) [Dancy (1985), 56].

Ως βασικές “βαπτίζονται” πεποιθήσεις που πηγάζουν είτε

  • από τα άμεσα δεδομένα των αισθήσεων ή
  • που απορρέουν από την ενσυνείδητη κατάσταση του πνεύματος σε συνδυασμό με την a priori αντίληψη αυταπόδεικτων αληθών προτάσεων.

Ο Descartes κινήθηκε στη δεύτερη ομάδα, απεκδύοντας το φιλοσοφικό του στοχασμό από κάθε εμπιστοσύνη στις αισθήσεις. Εξάλλου, «ούτε η φαντασία ούτε οι αισθήσεις μας μπορούν ποτέ να μας βεβαιώσουν για τίποτα αν δεν μεσολαβήσει η νόησή μας» (Λόγος, 4ο μέρος: AT VI, 37 – CSM I, 129 – μετάφραση Χ. Χρηστίδης)

Στη σκέψη του Descartes έγκυρη γνώση είναι η γνώση για την οποία μπορεί κανείς να αποκλείσει την πιθανότητα του λάθους. Η μακροχρόνια αναζήτηση του Descartes μετουσιωνόταν στο όραμα ενός διπλού στόχου: της κατάκτησης της αλήθειας και της αποφυγής του λάθους.

«Κι είχα πάντα υπέρτατο πόθο να μάθω να ξεχωρίζω την αλήθεια από το ψέμα, για να βλέπω καθαρά μέσα στις πράξεις μου και να πορεύομαι με σιγουριά σε τούτη τη ζωή».[Λόγος, 1ο μέρος: AT VI, 10 – CSM I, 115 – μτφρ.: Χρηστίδης: Descartes, R. (1976)].

Η απροθυμία του Descartes να διατρέξει οποιοδήποτε κίνδυνο πλάνης στα ζητήματα με τα οποία ασχολήθηκε, δείχνει ότι ο δεύτερος στόχος είναι πιο σημαντικός για αυτόν [Larmore (1998), 1165]. Η έγκυρη γνώση βασίζεται σε καλά θεμελιωμένες πεποιθήσεις και προτάσσεται ως στόχος της επιστημολογίας του Γάλλου φιλοσόφου, στον πρώτο κιόλας κανόνα της “καθοδήγησης του πνεύματος”:

«Σκοπός της επιστημονικής έρευνας πρέπει να είναι η καθοδήγηση του πνεύματος, ώστε να διατυπώνει βέβαιες και αληθινές κρίσεις για όλα τα θέματα που αντιμετωπίζει». [Κανόνες: AT X, 359 – CSM I, 9 – μτφρ.: Γ. Δαρδιώτης: Descartes, R. (1974)].

Ταυτόχρονα, η εύρεση μιας τέτοιας μεθόδου θα έδινε τη δυνατότητα στο φιλόσοφο και τον επιστήμονα να αντιμετωπίσει το σκόπελο του σκεπτικισμού, που ήταν βασικό πρόβλημα (και) την εποχή του Descartes. Οι Ανακαλύψεις είχαν ήδη δώσει ένα ισχυρό χτύπημα στον ευρωκεντρισμό και είχαν πλατύνει τους νοητικούς ορίζοντες. Ο 16ος αι. εγκυμονούσε την επιστημονική επανάσταση που στηρίχτηκε στην κριτική κάθε παραδομένης γνώσης και αυθεντίας, αλλά πρόβαλε και τη σκεπτικιστική στάση απέναντι σε κάθε γνωστική απόπειρα του ανθρώπου. Είναι η εποχή που μεταφράζεται ο Σέξτος ο Εμπειρικός (1562, Henri Etienne, Παρίσι) και κυκλοφορούν τα δοκίμια του Μονταίνι. Ο αντισκεπτικισμός του Descartes εκδηλώνεται με την προσπάθειά του να θεμελιώσει νέες “πηγές γνώσης”, αλώβητες στην σκεπτική αμφιβολία [Larmore (1998), 1164].

Αρωγός του σε αυτό είναι η μέθοδος που διατείνεται ότι έχει ανακαλύψει. Η “μέθοδος” θα μπορούσε να παρομοιαστεί στα τέλη του 16ου και στις αρχές του 17ου αιώνα με το μαγικό σπαθί που βρίσκεται μπροστά σε όλους ως ανοικτή πρόκληση, αλλά κανείς δεν τολμά να το χρησιμοποιήσει μέσα στον λίθινο και ακίνητο κόσμο της μαγείας και της αυθεντίας. Τώρα όμως, στον ενεργό κόσμο της επιστημονικής έρευνας και της κριτικής, ήταν θέμα χρόνου να τιθασεύσει ένα ελεύθερο πνεύμα τη δύναμή του, για να κερδίσει το βασίλειο της γνώσης. Για τον Descartes η μέθοδος είναι ένα απλό, (αλλά βέβαια αποτελεσματικό), εργαλείο επιστημονικής έρευνας. Πιο συγκεκριμένα, στους Κανόνες για την καθοδήγηση του πνεύματος (1628) ο Descartes προσδιορίζει την έννοια της μεθόδου ως εξής:

«Με τη μέθοδο εννοώ κανόνες βέβαιους και απλούς, που αν τους τηρήσει κανείς πιστά, δεν θα θεωρήσει ποτέ αληθινό ό,τι είναι εσφαλμένο και θα φτάσει, χωρίς να καταβάλει ανώφελα καμία πνευματική προσπάθεια, αλλά αυξάνοντας σιγά σιγά τις γνώσεις του, στην αληθινή γνώση όλων εκείνων που δεν ξεπερνούν τις δυνάμεις του» (Κανόνες – 4ος: AT X, 371-372 – CSM I, 16 – μτφρ.: Δαρδιώτης).

Στους Κανόνες εύκολα ανιχνεύει κανείς την αισιοδοξία του Descartes για την ανακάλυψη της οδού (μέθοδος > οδός) που θα οδηγήσει με σιγουριά στην αλήθεια. Ο Descartes, βέβαια, δεν ήθελε απλά να φτάσει στην αλήθεια, αλλά να γνωρίζει με σιγουριά ότι την κατέκτησε. Η κατάκτηση της αλήθειας δεν τον ενδιαφέρει μόνο ως θεμιτός και ευσεβής στόχος της επιστήμης ή για τον πορισμό των αγαθών που μπορεί να επιφέρει στον άνθρωπο η ανάπτυξη των επιστημών που συνεπάγεται η κατάκτησή της, αλλά (και) για «την απόλαυση που βρίσκει κανείς στη θεώρηση της αλήθειας, τη μοναδική και σχεδόν πλήρη ευτυχία σε αυτήν τη ζωή, που καμιά θλίψη δεν τη ταράσσει» (AT X, 361 – CSM I, 10). Σε αυτήν, όμως, δεν μπορούν να οδηγήσουν οι έρευνες χωρίς μέθοδο, τις οποίες τις χαρακτήριζε αβέβαιες και τυφλές (Κανόνες – 10ος : AT X, 403-404 – CSM I, 35). Για τον Descartes «είναι προτιμότερο να μην αναζητήσει κανείς ποτέ την αλήθεια παρά να την αναζητήσει χωρίς μέθοδο» (Κανόνες  –  4ος : AT X, 371  – CSM I, 16 – μτφρ.: Δαρδιώτης).

Το συναίσθημα της σιγουριάς που διακατέχει τον Descartes γύρω από την κατάκτηση της αλήθειας μέσω της ορθής μεθόδου, παραμένει αμείωτο σε όλη την πορεία του φιλοσοφικού του έργου. Μια προσεκτική όμως ανάγνωση ακόμα και των πρώιμων (αισιόδοξων) έργων του φιλοσόφου αποδεικνύουν ότι ο Descartes δεν πιστεύει σε μιαν άπειρη γνωστική δυνατότητα. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να υποτάξει γνωστικά κάθε αντικείμενο, υπερβαίνοντας κάθε δυσκολία, γιατί απλούστατα δεν είναι τέλειος.

«Αν έχουμε αρκετά συχνά ιδέες που περιέχουν ψέμα δεν μπορεί παρά να είναι από κείνες που έχουν κάτι το συγκεχυμένο και το σκοτεινό. Γιατί ως προς αυτό μετέχουν στο μηδέν, υπάρχουν δηλαδή μέσα μας έτσι συγκεχυμένες μονάχα επειδή δεν είμαστε ολότελα τέλειοι» (Λόγος –  4ο μέρος: AT VI, 38 – CSM I, 130 – μτφρ.: Χρηστίδης).

Αντίθετα, ο φιλόσοφος αναγνωρίζει πολλές δυσκολίες. Το λάθος είναι ένα υψηλό ενδεχόμενο και γι’ αυτό είναι αναγκαία η χρήση της μεθόδου και η υιοθέτηση των κανόνων. Απαιτείται θέληση και προσπάθεια, για να αποφεύγουμε τις συγκεχυμένες σκέψεις που συσκοτίζουν το φυσικό φως και τυφλώνουν το πνεύμα – για να μην δεχόμαστε ως αληθινό ό,τι είναι ψευδές – για να συγκρατούμε με ευκρίνεια τους “κρίκους” του παραγωγικού συλλογισμού – για να έχουμε καθαρή ενόραση κάθε επιμέρους πράγματος και για άλλα, για τα οποία δεν διευκρινίζεται πάντα με σαφήνεια το πώς μπορούν να επιτελεστούν.

Προκύπτει, έτσι, ένα εύλογο ενδιαφέρον για τη θεωρητική θέση του Descartes γύρω από το ζήτημα της πλάνης και φαίνεται ότι υπάρχει θέση στη θεωρία της γνώσης του Descartes για ενδεχόμενα σφάλματα στην ερευνητική διαδικασία. Εξάλλου, από τη στιγμή που ο Descartes έχει δεσμευτεί για την παρουσίαση μιας μεθόδου για την ανακάλυψη της αλήθειας και για την εξάλειψη του σφάλματος, είναι “αναγκασμένος” να αναζητήσει τα αίτια της πλάνης [Williams (1990), 164]. Υπάρχουν περιπτώσεις, στις οποίες πρέπει να αναγνωρίσουμε, λέει ο Descartes, ότι η λύση ενός προβλήματος ξεπερνά τη γνωστική ικανότητα του ανθρώπου. Η αισιοδοξία λοιπόν, του φιλόσοφου δεν είναι υπερβολική. Δεν έχει ανάγκη η μέθοδός του από υπεράνθρωπους νόες, με τη σκέψη ότι μόνο αυτοί θα ήταν σε θέση να αξιοποιήσουν στο έπακρο τη μέθοδο που ανακάλυψε.

«Κάθε φορά που, παρά τη χρησιμοποίηση αυτής της μεθόδου, δε θα μπορούμε να ανακαλύψουμε αυτά που ζητάμε, θα γινόμαστε τουλάχιστον πιο σοφοί από την άποψη ότι θα διαπιστώνουμε πως δεν έχουμε κανένα τρόπο για να το ανακαλύψουμε» (Κανόνες  –  7ος: AT X, 389  – CSM I, 26 – μτφρ.: Δαρδιώτης).

Στη φιλοσοφική αρένα του Descartes το ανθρώπινο πνεύμα παίζει ένα παιχνίδι που μπορεί να κερδίσει. Το κυνήγι της γνώσης, της βέβαιης και εναργούς γνώσης, είναι θεμιτό αρκεί το πνεύμα να γνωρίζει τα όριά του. Είναι καλύτερο να μην ασχολούμαστε με αντικείμενα τόσο δύσκολα που να μην είναι ξεκάθαρη η διάκριση μεταξύ αλήθειας και ψεύδους. Ο Descartes δεν είναι υπερφίαλος: «δεν μπορούμε να ελπίζουμε από τους εαυτούς μας – χωρίς τον κίνδυνο να θεωρηθούμε απερίσκεπτοι – περισσότερα από όσα κατόρθωσαν οι άλλοι» (Κανόνες – 2ος : AT X, 363 – CSM I, 11). Μέσα στο πλαίσιο αυτό το ενδεχόμενο να φτάσει κάποιος, παρά τη μέθοδο, από την αλήθεια στην πλάνη, είναι ορατό.

Βασίλης Παναγιωτόπουλος, 2007

 

Σχετικά με ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ

Υπηρετώ στη Δημόσια Εκπαίδευση από το 2002.

Σπουδές: BA Ιστορίας (1992), M.A Διδακτική της Ιστορίας – Πολιτιστική Παράδοση (2001), M.Sc Ιστορία και Φιλοσοφία της Επιστήμης (2009), Ph.D Ιστορία της Επιστήμης (2014)


Περισσότερες πληροφορίες
Κατηγορίες: Χωρίς κατηγορία. Ετικέτες: , , , . Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.