Ελευθερία και ηθική ευθύνη στα Ηθικά Νικομάχεια του Αριστοτέλη

Από τις απαρχές του ο φιλοσοφικός στοχασμός συνέδεσε το υψηλό ιδανικό της ελευθερίας με την έννοια της ευθύνης. Το δοκίμιο αυτό επιχειρεί μιαν ανίχνευση της σχέσης τους μέσα από την ανάγνωση ενός κλασικού κειμένου στην Ηθική: τα Ηθικά Νικομάχεια του Αριστοτέλη (περ. 330 π.Χ). Η θέση που υπερασπίζομαι είναι ότι στο έργο αυτό δηλώνεται με σαφήνεια ότι η ηθική του Αριστοτέλη απευθύνεται σε ανθρώπους που χαρακτηρίζονται από ελεύθερο φρόνημα και ορθό λόγο. Η ηθική ευθύνη στην αριστοτελική οπτική αποτελεί τη συνισταμένη της πράξης, του ορθού λόγου και της ελεύθερης προαίρεσης. Φαίνεται, τελικά, ότι η υπευθυνότητα είναι το βαρύ φορτίο που επωμίζεται η ελευθερία της συνείδησης.

Η αριστοτελική ηθική τίθεται ενώπιον ενός ελεύθερου ανθρώπου, ο οποίος χρειάζεται να χρησιμοποιήσει τη λογική του προκειμένου να πράξει. Στα Ηθικά Νικομάχεια οι έννοιες της λογικής και της πράξης σχετίζονται άμεσα με την ηθική. Για τον Αριστοτέλη, οι άνθρωποι είναι ηθικά όντα, επειδή ακριβώς έχουν λογική. Ο ορθός λόγος συνδέεται άρρηκτα με τις ηθικές μας πράξεις, αφού όταν συμπεριφερόμαστε, (πρέπει να) χρησιμοποιούμε τον ορθό λόγο. Επιπρόσθετα, το ατομικό πράττειν βρίσκεται στη βάση της αριστοτελικής ηθικής, μια και ο φιλοσοφικός λόγος του Αριστοτέλη αρθρώνεται στο επίπεδο της ηθικής συμπεριφοράς και όχι στο επίπεδο της μεταηθικής, δηλαδή, μιας θεωρίας για την ηθική. Ο λόγος του Σταγειρίτη έχει κυρίως μιαν πρακτική χροιά. Δεν μαθαίνει θεωρία ο ακροατής του φιλόσοφου, αλλά το πώς να πράττει, για να κερδίσει την ευδαιμονία:

«οὐ θεωρίας ἕνεκά ἐστιν ὥσπερ αἱ ἄλλαι (οὐ γάρ ἵνα εἰδῶμεν τί ἐστιν ἡ ἀρετή σκεπτόμεθα, ἀλλ᾽ ἵν᾽ ἀγαθοί γενώμεθα, ἐπεί οὐδέν ἂν ἦν ὄφελος αὐτῆς)»

(Β. 2: 1103b 26).

Η αποδοχή της υπευθυνότητας του ανθρώπου για τις πράξεις του συνδέεται άμεσα με το κεντρικό στόχο των Ηθικών Νικομαχείων: ο φιλόσοφος προσπαθεί να προσδιορίσει (στα βασικά του στοιχεία τουλάχιστον) την ουσία του υπέρτατου αγαθού και ποιας πρακτικής δεξιότητας αποτελεί αντικείμενο: «πειρατέον τύπῳ γε περιλαβεῖν αὐτό τί ποτ᾽ ἐστί καί τίνος τῶν ἐπιστημῶν» (Α. 1: 1094α 25).

Το υπέρτατο αυτό αγαθό – υπέρτατο, επειδή υπάρχουν πολλά (Α. 1), είναι η ευδαιμονία (Α. 4). Ο άνθρωπος θα οδηγηθεί στην ευδαιμονία μέσα από την κατάκτηση της αρετής και για την κατάκτηση αυτή έχει σημασία η πράξη του ανθρώπου να είναι προϊόν ελεύθερης προτίμησης και επιλογής μετά από σκέψη, να μπορεί να χαρακτηριστεί δηλαδή ως μια υπεύθυνη πράξη. Εξάλλου,

«τῆς ἀρετῆς δή περί πάθη τε καί πράξεις οὔσης, καί ἐπί μέν τοῖς ἑκουσίοις ἐπαίνων καί ψόγων γινομένων» (Γ. 1: 1109b  30),

δηλαδή, η αρετή σχετίζεται με πάθη και πράξεις και ο έπαινος και ο ψόγος προορίζονται μόνο για ό,τι γίνεται με τη θέλησή μας. Και έχει σημασία η «ποιότητα» της πράξης, επειδή η ευδαιμονία είναι αποτέλεσμα μιας αρετής που δεν κατέχει ο άνθρωπος εκ φύσεως. Ο άνθρωπος πρέπει να αγωνιστεί ή καλύτερα να πράξει, για να την αποκτήσει. Κατ’ επέκταση και η ευδαιμονία δεν έρχεται στον άνθρωπο ως δώρο θεού ή τυχαία (Α. 9). Η αρετή στην οποία στοχεύει ο άνθρωπος, προκειμένου να αποκτήσει την ευδαιμονία, αποκτιέται είτε με τη διδασκαλία (η διανοητική) είτε με την επανάληψη αντίστοιχων πράξεων, δηλαδή με εθισμό (η ηθική):

«ἡ μέν διανοητική τό πλεῖον ἐκ διδασκαλίας ἔχει καί τήν γένεσιν καί τήν αὔξησιν, διόπερ ἐμπειρίας δεῖται καί χρόνου, ἡ δ᾽ ἠθική ἐξ ἔθους περιγίνεται». (Β. 1: 1103α 15)

Τις αρετές λοιπόν, τις αποκτάμε, αφού πρώτα τις εφαρμόσουμε στην πράξη: «ἃ γάρ δεῖ μαθόντας ποιεῖν, ταῦτα ποιοῦντες μανθάνομεν». (Β. 1: 1103α 34)

Αναφέρθηκε, εξάλλου, λίγο πριν ότι με την επανάληψη των αντίστοιχων προς την αρετή πράξεων αποκτάμε την αρετή – γι’  αυτό και η αρετή είναι έξη (Β. 5). Όμως, οι πράξεις μας πρέπει να είναι αποτέλεσμα επιλογής και προτίμησης (Β. 4), διαφορετικά θα οδηγούμαστε στην αρετή ακούσια και δεν θα αξίζαμε τον τίτλο τιμής «ενάρετος άνθρωπος». Επομένως, κεντρικό ρόλο στο ζήτημα της πράξης κατέχει η έννοια της προαίρεσης, η οποία αναδεικνύει την υπευθυνότητα της πράξης. Η αρετή είναι έξις προαιρετική. Ο Αριστοτέλης θα αφιερώσει τα πρώτα κεφάλαια του τρίτου βιβλίου στην ανάλυση της έννοιας της προαίρεσης, της επιλογής δηλαδή, και προτίμησης ύστερα από σκέψη:

«περί προαιρέσεως ἕπεται διελθεῖν· οἰκειότατον γάρ εἶναι δοκεῖ τῇ ἀρετῇ καί μᾶλλον τά ἤθη κρίνειν τῶν πράξεων». (Γ. 2: 1111b 5)

Ο άνθρωπος, έχοντας νου, κάνει πράξεις που επιλέγει, γιατί η προαίρεση προϋποθέτει λόγο και σκέψη. Η προαίρεση έχει, λοιπόν, την έννοια του πράττειν «μετά λόγου και διανοίας». Με δεδομένο αυτό ο Αριστοτέλης θεωρεί υπεύθυνο τον άνθρωπο για τις πράξεις του και αστείες τις δικαιολογίες που προσπαθούν με κάθε τρόπο να τον καταστήσουν ανεύθυνο. «Είναι άλλωστε γελοίο να ρίχνουμε όλη την ευθύνη στα έξω πράγματα και όχι στον εαυτό μας» (Γ. 1: 1110b 15). Η προαίρεση σχετίζεται με πράγματα που ο άνθρωπος μπορεί να επιλέξει. Ζητήματα προαίρεσης είναι όσα είναι εφ΄ ημιν, όσα δηλαδή, εξαρτώνται από εμάς, «προαίρεσις μέν γάρ οὐκ ἔστι τῶν ἀδυνάτων» (Γ. 2: 1111b 21).

Ο άνθρωπος, δηλαδή, προαιρείται (σκέφτεται και διαβουλεύεται) όχι για τα εξ ανάγκης ή τα εκ φύσεως ή τα αιώνια και αμετάβλητα ή τα τυχαία, γιατί τίποτε από αυτά δεν μπορεί να γίνει με τη δική του δύναμη (Γ. 3). Σε αυτά ο άνθρωπος δεν έχει λόγο, δεν μπορεί να επηρεάσει τις εξελίξεις, δεν είναι υπεύθυνος για την εμφάνιση ή μη των γεγονότων ή/και καταστάσεων τέτοιου είδους. Δε χρειάζεται, αλλά και δεν μπορεί να απολογηθεί γι’  αυτά ο άνθρωπος ούτε βέβαια και να τα προβάλλει ως δικό του έργο. Κάτι τέτοιο θα ήταν ανόητο.

Ο άνθρωπος σκέφτεται και διαβουλεύεται για τα ἐφ᾽ ἡμῖν: «ὅλως γάρ ἔοικεν ἡ προαίρεσις περί τά ἐφ᾽ ἡμῖν εἶναι» (1111b 30), γι’ αυτό και η αρετή έχει σχέση με την έννοια της προαίρεσης. Σκεφτόμαστε για πράγματα που εξαρτώνται από τη δική μας δύναμη και που μπορούν να πραγματοποιηθούν. Σκεφτόμαστε για πράγματα που συμβαίνουν με έναν ορισμένο τρόπο τις περισσότερες φορές («ως επί το πολύ») που όμως δεν είναι φανερό ποια θα είναι η έκβασή τους. Τέλος, σκεφτόμαστε για τα πράγματα, στα οποία υπάρχει αβεβαιότητα και ασάφεια. Η προαίρεση εντέλει, σχετίζεται με αυτό που εμπίπτει στις δυνατότητες του ανθρώπου, επομένως, ο άνθρωπος είναι απόλυτος κύριος των επιλογών του και υπεύθυνος για τις πράξεις του:

«προαιρεῖται δέ τά τοιαῦτα οὐδείς, ἀλλ᾽ ὅσα οἴεται γενέσθαι ἂν δι᾽ αὑτοῦ». (Γ. 2: 1111b  25)

Με την έννοια της προαίρεσης και της υπευθυνότητας ο Αριστοτέλης παρουσιάζει έναν άνθρωπο δημιουργό της προσωπικής και κατ΄ επέκταση της κοινωνικής του ιστορίας. Ο άνθρωπος, κατά τον Αριστοτέλη, είναι η αρχή των πράξεων. Η αρχή και ο πατέρας των πράξεών του, όπως είναι ο πατέρας των παιδιών του:

«ἢ τοῖς γε νῦν εἰρημένοις ἀμφισβητητέον, καί τόν ἄνθρωπον οὐ φατέον ἀρχήν εἶναι οὐδέ γεννητήν τῶν πράξεων ὥσπερ καί τέκνων». (Γ. 5: 1113b 18)

Έτσι, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη δεν μπορούμε να αποδώσουμε τις πράξεις μας παρά μόνο σε αρχές που βρίσκονται μέσα μας. Με αυτόν τον τρόπο οι πράξεις μας βρίσκονται στη δύναμή μας και γίνονται με τη θέλησή μας. Διαφορετικά, δεν έχει, ίσως, νόημα ο όρος «πράξη».

Ένας τέτοιος ελεύθερος και υπεύθυνος για τις πράξεις του άνθρωπος είναι απαραίτητος, για να λειτουργήσει το αριστοτελικό ηθικό σχήμα. Δεν πρόκειται για ένα καθιερωμένο σχήμα, για ένα διπολικό, για παράδειγμα, σχήμα, στο οποίο θα υπήρχαν κατάλογοι του τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται. Η ηθική που παρουσιάζει ο Αριστοτέλης δεν είναι τόσο απλουστευτική. Ο άνθρωπος πρέπει να σηκώσει το βάρος της ελευθερίας του και να αποφασίσει ο ίδιος, αναλαμβάνοντας την ευθύνη για το τι πρέπει να κάνει και τι όχι. Το άτομο το ίδιο πρέπει να αποφασίσει ποιο είναι το μέσον που θα οδηγήσει στην οικειοποίηση της ενάρετης πράξης. Δεν υπάρχουν κανόνες («μπούσουλες») και δεν έχει καθοριστεί τίποτε εκ των προτέρων. Ο άνθρωπος βγαίνει στον ηθικό στίβο, για να αγωνιστεί με μοναδικά εφόδια τις έξεις του και βέβαια τον ορθό λόγο. Οι εχθροί είναι πολλοί και όχι μόνο “εξωτερικοί”. Ίσως τελικά ο χειρότερος εχθρός του ανθρώπου να είναι ο ίδιος ο εαυτός του, τα πάθη του, η «ακρασία», η ροπή του προς τις ηδονές. Όμως, καθημερινά ο άνθρωπος έχει να δώσει έναν αγώνα και κάθε φορά είναι «υποχρεωμένος» να αναπτύσσει τη φρόνηση και να πράττει έλλογα. Κέντρο των αποφάσεων, επομένως, στην ηθική του Αριστοτέλη, είναι ο άνθρωπος. Γι’  αυτό δεν υπάρχει αμφιβολία. Το θέμα, όμως, είναι αν ο άνθρωπος είναι και ο αίτιος της έξης του. Γράφει ο Αριστοτέλης σχετικά:

«εἰ μέν οὖν ἕκαστος ἑαυτῷ τῆς ἕξεώς ἐστί πως αἴτιος, καί τῆς φαντασίας ἔσται πως αὐτός αἴτιος· εἰ δέ μή, οὐθείς αὑτῷ αἴτιος τοῦ κακοποιεῖν» (Γ. 5: 1114b 2),

δηλαδή, αν ο καθένας είναι κατά κάποιο τρόπο και ως ένα βαθμό αίτιος της έξης του, (των συνηθειών που έχει) το σχήμα μπορεί να λειτουργήσει, διαφορετικά κανένας δεν θα είναι υπεύθυνος για τις κακές του πράξεις. Πάντα θα υπάρχουν δικαιολογίες ad hoc που θα κάνουν αδύνατο το χαρακτηρισμό μιας πράξης. Η αποδοχή της υπευθυνότητας του ατόμου για τις πράξεις του είναι καθοριστική λ.χ. για τη λειτουργία της νομοθεσίας στο πλαίσιο της πολιτείας. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να οριστεί μια δίκαιη και (κυρίως) μια άδικη πράξη και να κυρωθούν οι ανάλογες συνέπειες; Μια πράξη χαρακτηρίζεται από τον Αριστοτέλη άδικη ή δίκαιη με βάση το αν γίνεται με τη θέληση του ή χωρίς τη θέληση του ατόμου: Ένας άνθρωπος κάνει άδικες ή δίκαιες πράξεις, όταν τις κάνει με τη θέλησή του. Αδικεί αυτός που προκαλεί βλάβη σε κάποιον άλλον ύστερα από συνειδητή επιλογή. Με τον ίδιο τρόπο, ένας άνθρωπος είναι δίκαιος, όταν κάνει πράξεις δικαιοσύνης εσκεμμένα, αν τις κάνει με τη θέλησή του (Ε, 8: 1136α 1). Όπως επισημαίνει ο Αριστοτέλης το να πράττει κανείς το δίκαιο είναι πάντοτε εκούσιο:

«ἀδικεῖ μέν καί δικαιοπραγεῖ ὅταν ἑκών τις αὐτά πράττῃ· ὅταν δ’ ἄκων, οὔτ’ ἀδικεῖ οὔτε δικαιοπραγεῖ ἀλλ’ ἢ κατά συμβεβηκός· οἷς γάρ συμβέβηκε δικαίοις εἶναι ἢ ἀδίκοις, πράττουσιν». (Ε. 8: 1135α 16-18)

Είναι, όμως δυνατόν, αναρωτιέται ο Αριστοτέλης, να είναι η αρετή πιο εκούσια από την κακία; Όχι. Από τη στιγμή που ο ενάρετος άνθρωπος ενεργεί με τη θέληση του, η αρετή είναι κάτι το εκούσιο, αλλά στον ίδιο βαθμό είναι εκούσια και η κακία (Γ. 5). Ο «ακόλαστος» άνθρωπος, θα μας πει ο Αριστοτέλης, συμπεριφέρεται στους διάφορους τομείς της ανθρώπινης ζωής από δική του επιλογή και προτίμηση (Η. 3: 1146b 24). Οι άνθρωποι είναι κύριοι των πράξεών τους από την αρχή ως το τέλος στην περίπτωση, όμως, των έξεων είναι υπεύθυνοι μόνο για την αρχή τους. Αλλά, ακριβώς, επειδή ήταν στο χέρι μας να κάνουμε εκείνη ή την άλλη αρχή, οι έξεις είναι εκούσιες. (Γ. 5: 1115α 4). Το ελεύθερο άτομο δρα επομένως εκούσια και πρέπει να αναλαμβάνει τις συνέπειες των πράξεών του. Η πράξη είναι, μεταξύ άλλων, αυτή που διαφοροποιεί τον άνθρωπο από τα άλογα ζώα: τα ζώα δεν έχουν καμία συμμετοχή σε πράξη» (Ζ. 2: 1139α 23-24). Η απουσία της πράξης δηλώνει και την απουσία αρετής ή κακίας. Δεν υπάρχει κακία ή αρετή του ζώου (Η. 1). Η γνώση της κοινωνικής περίστασης δεν παίζει λιγότερο σημαντικό ρόλο για το εκούσιο μιας πράξης. Ο φιλόσοφος διευκρινίζει: «όταν λέω με τη θέληση του ατόμου εννοώ μια πράξη που η εκτέλεσή της εξαρτάται από το ίδιο το άτομο και που το άτομο την κάνει με πλήρη γνώση», γνωρίζοντας όλες τις συνιστώσες του κοινωνικού ενεργήματος: το πρόσωπο με το οποίο σχετίζεται η πράξη, το μέσο με το οποίο κάνει την πράξη και σε τι αποβλέποντας κάνει την πράξη. Το αντικείμενο της ηθικής πράξης είναι απόλυτος στόχος, γιατί η ευπραξία είναι ένας απόλυτος σκοπός.

Για την ευόδωση αυτού του σκοπού η ελεύθερη επιλογή πρέπει να έχει αρχή της τον άνθρωπο.

Σχετικά με ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ

Υπηρετώ στη Δημόσια Εκπαίδευση από το 2002.

Σπουδές: BA Ιστορίας (1992), M.A Διδακτική της Ιστορίας – Πολιτιστική Παράδοση (2001), M.Sc Ιστορία και Φιλοσοφία της Επιστήμης (2009), Ph.D Ιστορία της Επιστήμης (2014)


Περισσότερες πληροφορίες
Κατηγορίες: Χωρίς κατηγορία. Ετικέτες: , , , , . Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.