Η πολυτέλεια των βιβλίων

«Το βιβλίο παραμένει φτηνό, ένα ιδανικό μέσο διαφυγής ιδιαίτερα για καιρούς εσωστρέφειας», έλεγε την περασμένη Πέμπτη ο εκδότης Θανάσης Καστανιώτης στα 40ά γενέθλια του εκδοτικού του οίκου. Και παρέθεσε στοιχεία από τις ανοδικές πωλήσεις σε βιβλιοπωλεία του πλανήτη: στα βιβλιοπωλεία των ΗΠΑ οι πωλήσεις αυξήθηκαν κατά 7% μέχρι τον περασμένο Σεπτέμβριο, στη Γαλλία, το ίδιο διάστημα, κατά 8%, και στη Βρετανία η αύξηση ήταν απλώς μικρότερη, 2,7%. Ασφαλώς σε αυτά τα ποσοστά δεν υπάρχουν ποιοτικά στοιχεία. Δηλαδή, ποια βιβλία είναι αυτά που ανεβάζουν τις πωλήσεις, τι επιλέγουν εν τέλει οι αναγνώστες, ποια είναι η μάζα των σημερινών αναγνωστών.

Διότι, πολλοί εκδότες, μεγαλύτεροι ή μικρότεροι, αυτοί που επιμένουν να εκδίδουν βιβλία που έχουν προβληματισμό, σκέψη, στοχασμό, δηλώνουν διαρκώς ότι δυσκολεύονται. Αντιθέτως, φαίνεται να ευημερούν όσοι επενδύουν σ’ αυτό που ζητάει η αγορά, το ευρύ κοινό δηλαδή. Κι όλο και συχνότερα διαπιστώνουμε «αλλαγή πλεύσης» από παλιούς, παραδοσιακούς εκδότες, που καμιά σημασία πλέον δεν δίνουν στον ιστορικό τους κατάλογο, στην ιστορία της λογοτεχνίας δηλαδή, και στρέφονται σε όσο το δυνατόν πιο «ευπώλητες» φωνές. Και την ίδια στιγμή, νέοι, νεαρότατοι άνθρωποι επενδύουν τις ιδέες τους, την έμπνευσή τους, τις ανησυχίες τους, σε επιχειρήσεις που συνδέονται με το βιβλίο. Ηλεκτρονικό ή έντυπο.

Τι σημαίνει αυτό άραγε; Η εύκολη απάντηση είναι ότι στον κόσμο του βιβλίου αποτυπώνονται με τον καλύτερο τρόπο οι πολλές και διαφορετικές όψεις των ανθρώπων και των επιλογών τους. Τα βιβλία που διαβάζονται και αγοράζονται περισσότερο δεν είναι μιας κατηγορίας, ίσως όμως εκείνα που περισσότερο απ’ όλα διαβάζονται να σκιαγραφούν συγκεκριμένες επιλογές και ενδιαφέροντα. Παρ’ όλα αυτά διαβάζονται. Κι αυτό είναι το σημαντικό. Και μάλιστα, την ίδια στιγμή που οι αναγνώστες των εφημερίδων μειώνονται. «Οι πωλήσεις έκαναν βουτιά 2,6 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ο μέσος όρος των κυκλοφοριών μειώθηκε κατά 4,6% για τις ημερήσιες και κατά 4,8% για τις κυριακάτικες», γράφει ο Νίκος Μπακουνάκης στο επίμετρο του βιβλίου του Μπερνάρ Πουλέ «Το τέλος των εφημερίδων και το μέλλον της ενημέρωσης» (εκδ. Πόλις), παρότι δεν παραλείπει να σημειώσει «την καταγωγική ηδονή» του ξεφυλλίσματος των εφημερίδων.

Γιατί άραγε το βιβλίο έχει περισσότερους «πιστούς» από μιαν άλλη έντυπη εκδοχή του λόγου, όπως εκείνη της εφημερίδας; Μήπως γιατί στις σελίδες του βιβλίου φιλοξενείται το αποτέλεσμα της ήρεμης παρατήρησης, της δημιουργικής φαντασίας, του παρεμβατικού στοχασμού, της ανήσυχης έμπνευσης, των στοιχείων δηλαδή του ανθρώπινου νου που έχουν το χρόνο να ξεδιπλωθούν; Μήπως γιατί στις σελίδες του βιβλίου αναζητείται ακριβώς η διαφυγή από τους ασθματικούς ρυθμούς της καταιγιστικής ενημέρωσης και των βιαστικών συμπερασμάτων; Μήπως είναι η πολυτέλεια που επιφυλάσσουμε στον εαυτό μας;

Tης Ολγας Σελλα

Αφήστε μια απάντηση