Η μανία με τα βιβλία γίνεται παγίδα

Συνέντευξη στον ΒΑΣΙΛΗ Κ. ΚΑΛΑΜΑΡΑ

Ο 53χρονος Αργεντινός Κάρλος Μαρία Ντομίνγκες μπήκε απρόσμενα στην αναγνωστική μας ζωή, με την ευπώλητη νουβέλα του «Το χάρτινο σπίτι» (μτφρ.: Λένα Φραγκοπούλου, «Πατάκης»). Ο ήρωάς του, ο Κάρλος Μπράουερ, είναι φανατικός συλλέκτης βιβλίων, που διαβάζει αναγνώσματα από τον κανόνα της σοβαρής λογοτεχνίας και σκέψης, καθώς και τίτλους που αναφέρονται στην ανακάλυψη και διαμόρφωση της Αργεντινής ως χώρας.

Οταν θα χωρίσει και αλλάξει σπίτι, η χιλιάδων τόμων βιβλιοθήκη του θα πάρει φωτιά. Με όσα βιβλία καταφέρει να διασώσει, χτίζει μία καλύβα με θέα τον Ατλαντικό Ωκεανό. Μισότρελος, περιφέρεται στην ακτή, συλλέγοντας θαλασσόξυλα και κουφάρια λύκων που έχει ξεβράσει η θάλασσα. Μοναδικός του σύντροφος ένα παιδί, το μόνο που τον πλησιάζει και μιλάει μαζί του. Σε κάποια στιγμή κρίσης, θα γκρεμίσει το βιβλιόσπιτο και θα φύγει άγνωστο για πού.

Ποιο πράγμα σας μελαγχολεί πιο πολύ; Σας ρωτάω, γιατί το βιβλίο σας αφήνει στον αναγνώστη ένα τέτοιο συναίσθημα.

«Μου προκαλεί θλίψη ότι περνάει ο καιρός και ότι τα πράγματα φθείρονται και καταστρέφονται. Οτι καθώς τρέχει ο χρόνος, τα πάντα αλλάζουν και ότι όλα κρατάνε μια στιγμή».

Το «Χάρτινο σπίτι» είναι ένα ανάγνωσμα και για τη φθορά;

«Είναι ένας στοχασμός πάνω στην επιθυμία και στις αντιφάσεις της. Γιατί η επιθυμία αυτό που αναζητάει είναι να βρει τα όριά της. Ο Κάρλος Μπράουερ ψάχνει να βρει τη γραμμής σκιάς, γιατί θέλει να ξεκινήσει μια καινούργια ζωή, να απελευθερωθεί από την προηγούμενη».

Πόσο κοντά και πόσο μακριά είναι η επιθυμία από τη μανία;

«Στην περίπτωση του ήρωά μου, διασχίζει όλους τους αναβαθμούς της επιθυμίας μέχρι να φτάσει σ’ ένα βαθμό λεπταισθησίας και εκλέπτυνσης. Υπό αυτή την έννοια, μπορούμε να πούμε ότι η επιθυμία του μετατρέπεται σε μανία. Ή αν προτιμάτε, σε μια συνήθεια, σε μια αισθησιακή επαφή με τα βιβλία και τη λογοτεχνία. Οταν συγκεκριμενοποιείται η επιθυμία, παγιδεύεται εντός της».

Ευδιάκριτα ακούγεται το σχόλιό σας ότι μέσα μας έχουμε δυνάμεις τις οποίες δεν μπορούμε να ελέγξουμε.

«Στο πρόσωπο του ήρωά μου συγκλίνουν δύο πράγματα: το ένα είναι η τρομερή αγάπη που έχει για την ανάγνωση και το άλλο είναι η μεγάλη δύναμη που τον ωθεί ν’ αλλάξει τον εαυτό του. Το να δημιουργήσει πρώτα μία βιβλιοθήκη και μ’ αυτή να χτίσει ένα σπίτι, ενεργοποιεί την ίδια στιγμή δημιουργικές και καταστροφικές δυνάμεις».

Η βιβλιοθήκη είναι ο χώρος της ασφάλειας και η χτισμένη με βιβλία καλύβα στις άκρες ενός ποταμού, που εκβάλλει στον ωκεανό, είναι ο ανοιχτός χώρος, η πρόκληση μπροστά στο άγνωστο;

«Η βιβλιοθήκη είναι ένας ιερός χώρος. Το χτίσιμο ενός σπιτιού από βιβλία είναι η τελευταία αντήχηση από τον χώρο της βιβλιοθήκης. Η τραγικότητα του ήρωά μου έγκειται στο ότι μετατρέπει ένα ιερό αντικείμενο, όπως είναι για αυτόν το βιβλίο, σε χρηστικό».

Ο Κάρλος Μπράουερ είναι εν τέλει τρελός;

«Δεν γνωρίζω. Είναι λίγο τρελός όπως όλοι μας, που, όταν χρειαστεί να κάνουμε μια ριζική αλλαγή στη ζωή μας, περνάμε μια γραμμή σκιάς που εφάπτεται της τρέλας. Η λογική αγαπάει την ασφάλεια. Οπότε, ό,τι φαίνεται ανασφαλές, μας φαίνεται και τρελό».

Αναγνωρίζετε, όπως επισήμανε και η κριτική, ότι το βιβλίο σας χρωστάει πολλά στην μπορχεσιανή έννοια της βιβλιοθήκης ως λαβύρινθου;

«Είναι τεράστιος φόρος τιμής στον Μπόρχες. Αλλά κυρίως, επειδή ο Μπόρχες είναι ο μέγας αναγνώστης, έτσι και ο κάθε αναγνώστης είναι λιγάκι Μπόρχες. Στην πραγματικότητα η νουβέλα προέκυψε όταν έφτιαχνα μια καλύβα κοντά στη θάλασσα. Τότε μου πέρασε η ιδέα: εγώ που έχω τόσα βιβλία στο σπίτι, δεν θα μπορούσα να τα χρησιμοποιήσω αντί για τούβλα;»

Επιλέγετε να φτιάξετε μια ιστορία, με αρχή, μέση και τέλος, χωρίς να σαγηνεύεσθε ούτε από τον μαγικό ρεαλισμό ούτε όμως και από το μοντερνιστικό πείραμα.

«Είναι πολύ σημαντικό να ξαναβρούμε την τέχνη της αφήγησης και τον ρεαλισμό, ο οποίος είναι πάνω από διακοσίων ετών. Από τον ρεαλισμό ξεπήδησε το σύγχρονο μυθιστόρημα κι από αυτό φτάνουμε στο μυθιστόρημα-ντοκιμαντέρ. Τα θέματά του μπορεί να είναι από τις εκφράσεις της εξουσίας μέχρι τα περιθωριακά μορφώματα. Ετσι, θα ξαναβρούμε πάλι την τέχνη της αφήγησης».

Γιατί επιλέξατε τη «Γραμμή σκιάς» του Τζόζεφ Κόνραντ να λύνει και να δένει τη μυθοπλασία της νουβέλας σας; Είναι έξω από τα συμφραζόμενα της ισπανόφωνης λογοτεχνίας.

«Ο Κόνραντ είναι ένας συγγραφέας όλων των εποχών, τον θαυμάζω απεριόριστα. Συγκεκριμένα, η “Γραμμή σκιάς” είναι το βιβλίο ενηλικίωσης του συγγραφέα του. Συμβολίζει το άλμα του από τη μαθητεία της ναυτικής ζωής στην ωριμότητα του επαγγέλματος του καπετάνιου. Από την πλευρά μου, ανέστρεψα τη μεταφορά αυτή».

Αφήστε μια απάντηση