Η λέξη της εβδομάδος: λαμόγιο

Ουσιαστικό γένους ουδετέρου.

Αρχικά η λέξη εντοπίζεται στη φράση την κάνω λαμόγια, με τη σημασία «ξεφεύγω, φεύγω, εξαφανίζομαι από κάπου».

Χρησιμοποιείται κυρίως ως υβριστικός χαρακτηρισμός, κυρίως ως συνώνυμο του «απατεώνα»: Πώς ένα λαμόγιο πλουτίζει εκμεταλλευόμενο την ανθρώπινη βλακεία με τη βοήθεια διεφθαρμένων δημοσίων υπαλλήλων.

Σύμφωνα με το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής προέρχεται πιθανόν από την ισπανική la moya = η τάδε.

Στο Λεξικό της Πιάτσας παρατίθεται ο τύπος λαμόγιας με τη σημασία «αβανταδόρος» (= αυτός που κάνει αβάντα για κάποιον άλλο, υποκρίνεται δηλαδή τον αγοραστή για να προσελκύσει πελάτες) με ετυμολογική προέλευση από το ιταλικό la moya = το λάδι.

via www.asprilexi.com/

Αφήστε μια απάντηση