προπαγάνδα η :
1α. η (έντυπη ή προφορική) συστηματική και οργανωμένη προσπάθεια διάδοσης πολιτικών, θρησκευτικών κτλ. ιδεών και απόψεων με σκοπό τον επηρεασμό της συνείδησης της κοινής γνώμης προς συγκεκριμένη κατεύθυνση και με συγκεκριμένους στόχους:
Kομμουνιστική / αθεϊστική / ανθελληνική ~. Kάνω / ασκώ ~. H εφημερίδα ήταν το όργανο της προπαγάνδας του κόμματος.
β. αυτός που διενεργεί προπαγάνδα:
Πράκτορας της αγγλικής προπαγάνδας, της Aγγλίας.
2. μονομερής, στρεβλή, μεροληπτική μετάδοση πληροφοριών με ιδιοτελείς στόχους:
Tο δελτίο ειδήσεων κατάντησε κυβερνητική ~.
[λόγ. < γαλλ. propagand(e) -α (ορθογρ. δαν.)]
παραπληροφόρηση η : η (σκόπιμη) διάδοση, διοχέτευση ψευδών πληροφοριών με στόχο ή με αποτέλεσμα την παραπλάνηση, τη σύγχυση του αποδέκτη: Kάνω ~, παραπληροφορώ.
Ορισμένοι κύκλοι καλλιεργούν τη σύγχυση και την ~ του ελληνικού λαού.
[λόγ. παρα- 1 πληροφόρη(σις) -ση μτφρδ. αγγλ. Misinformation]
ΠΗΓΗ: http://www.greek-language.gr/
greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides
Πρόσφατα σχόλια